Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Salmi 107


font
BIBBIA CEI 2008GREEK BIBLE
1 Rendete grazie al Signore perché è buono,perché il suo amore è per sempre.
1 Δοξολογειτε τον Κυριον, διοτι ειναι αγαθος, διοτι το ελεος αυτου μενει εις τον αιωνα.
2 Lo dicano quelli che il Signore ha riscattato,che ha riscattato dalla mano dell’oppressore
2 Ας λεγωσιν ουτως οι λελυτρωμενοι του Κυριου, τους οποιους ελυτρωσεν εκ χειρος του εχθρου?
3 e ha radunato da terre diverse,dall’oriente e dall’occidente,dal settentrione e dal mezzogiorno.
3 και συνηγαγεν αυτους εκ των χωρων, απο ανατολης και δυσεως απο βορρα και απο νοτου.
4 Alcuni vagavano nel deserto su strade perdute,senza trovare una città in cui abitare.
4 Περιεπλανωντο εν τη ερημω, εν οδω ανυδρω? ουδε ευρισκον πολιν δια κατοικησιν.
5 Erano affamati e assetati,veniva meno la loro vita.
5 Ησαν πεινωντες και διψωντες? η ψυχη αυτων απεκαμνεν εν αυτοις.
6 Nell’angustia gridarono al Signoreed egli li liberò dalle loro angosce.
6 Τοτε εβοησαν προς τον Κυριον εν τη θλιψει αυτων? και ηλευθερωσεν αυτους απο των αναγκων αυτων.
7 Li guidò per una strada sicura,perché andassero verso una città in cui abitare.
7 Και ωδηγησεν αυτους δι' ευθειας οδου, δια να υπαγωσιν εις πολιν κατοικιας.
8 Ringrazino il Signore per il suo amore,per le sue meraviglie a favore degli uomini,
8 Ας υμνολογωσιν εις τον Κυριον τα ελεη αυτου και τα θαυμασια αυτου τα προς τους υιους των ανθρωπων?
9 perché ha saziato un animo assetato,un animo affamato ha ricolmato di bene.
9 Διοτι εχορτασε ψυχην διψωσαν, και ψυχην πεινωσαν ενεπλησεν απο αγαθων.
10 Altri abitavano nelle tenebre e nell’ombra di morte,prigionieri della miseria e dei ferri,
10 Τους καθημενους εν σκοτει και σκια θανατου, τους δεδεμενους εν θλιψει και εν σιδηρω?
11 perché si erano ribellati alle parole di Dioe avevano disprezzato il progetto dell’Altissimo.
11 διοτι ηπειθησαν εις τα λογια του Θεου και την βουλην του Υψιστου κατεφρονησαν?
12 Egli umiliò il loro cuore con le fatiche:cadevano e nessuno li aiutava.
12 δια τουτο εταπεινωσε την καρδιαν αυτων εν κοπω? επεσον, και δεν υπηρχεν ο βοηθων.
13 Nell’angustia gridarono al Signore,ed egli li salvò dalle loro angosce.
13 Τοτε εβοησαν προς τον Κυριον εν τη θλιψει αυτων, και εσωσεν αυτους απο των αναγκων αυτων?
14 Li fece uscire dalle tenebre e dall’ombra di mortee spezzò le loro catene.
14 εξηγαγεν αυτους εκ του σκοτους και εκ της σκιας του θανατου και τα δεσμα αυτων συνετριψεν.
15 Ringrazino il Signore per il suo amore,per le sue meraviglie a favore degli uomini,
15 Ας υμνολογωσιν εις τον Κυριον τα ελεη αυτου και τα θαυμασια αυτου τα προς τους υιους των ανθρωπων?
16 perché ha infranto le porte di bronzoe ha spezzato le sbarre di ferro.
16 διοτι συνετριψε πυλας χαλκινας και μοχλους σιδηρους κατεκοψεν.
17 Altri, stolti per la loro condotta ribelle,soffrivano per le loro colpe;
17 Οι αφρονες βασανιζονται δια τας παραβασεις αυτων και δια τας ανομιας αυτων.
18 rifiutavano ogni sorta di ciboe già toccavano le soglie della morte.
18 Παν φαγητον βδελυττεται η ψυχη αυτων, και πλησιαζουσιν εως των πυλων του θανατου.
19 Nell’angustia gridarono al Signore,ed egli li salvò dalle loro angosce.
19 Τοτε βοωσι προς τον Κυριον εν τη θλιψει αυτων, και σωζει αυτους απο των αναγκων αυτων?
20 Mandò la sua parola, li fece guariree li salvò dalla fossa.
20 αποστελλει τον λογον αυτου και ιατρευει αυτους και ελευθερονει απο της φθορας αυτων.
21 Ringrazino il Signore per il suo amore,per le sue meraviglie a favore degli uomini.
21 Ας υμνολογωσιν εις τον Κυριον τα ελεη αυτου, και τα θαυμασια αυτου τα προς τους υιους των ανθρωπων?
22 Offrano a lui sacrifici di ringraziamento,narrino le sue opere con canti di gioia.
22 και ας θυσιαζωσι θυσιας αινεσεως και ας κηρυττωσι τα εργα αυτου εν αγαλλιασει.
23 Altri, che scendevano in mare sulle navie commerciavano sulle grandi acque,
23 Οι καταβαινοντες εις την θαλασσαν με πλοια, καμνοντες εργασιας εν υδασι πολλοις,
24 videro le opere del Signoree le sue meraviglie nel mare profondo.
24 αυτοι βλεπουσι τα εργα του Κυριου και τα θαυμασια αυτου τα γινομενα εις τα βαθη?
25 Egli parlò e scatenò un vento burrascoso,che fece alzare le onde:
25 Διοτι προσταζει, και εγειρεται ανεμος καταιγιδος, και υψονει τα κυματα αυτης.
26 salivano fino al cielo, scendevano negli abissi;si sentivano venir meno nel pericolo.
26 Αναβαινουσιν εως των ουρανων και καταβαινουσιν εως των αβυσσων? η ψυχη αυτων τηκεται υπο της συμφορας.
27 Ondeggiavano e barcollavano come ubriachi:tutta la loro abilità era svanita.
27 Σειονται και κλονιζονται ως ο μεθυων, και πασα η σοφια αυτων χανεται.
28 Nell’angustia gridarono al Signore,ed egli li fece uscire dalle loro angosce.
28 Τοτε κραζουσι προς τον Κυριον εν τη θλιψει αυτων, και εξαγει αυτους απο των αναγκων αυτων.
29 La tempesta fu ridotta al silenzio,tacquero le onde del mare.
29 Κατασιγαζει την ανεμοζαλην, και σιωπωσι τα κυματα αυτης.
30 Al vedere la bonaccia essi gioirono,ed egli li condusse al porto sospirato.
30 Και ευφραινονται, διοτι ησυχασαν? και οδηγει αυτους εις τον επιθυμητον λιμενα αυτων.
31 Ringrazino il Signore per il suo amore,per le sue meraviglie a favore degli uomini.
31 Ας υμνολογωσιν εις τον Κυριον τα ελεη αυτου και τα θαυμασια αυτου τα προς τους υιους των ανθρωπων?
32 Lo esaltino nell’assemblea del popolo,lo lodino nell’adunanza degli anziani.
32 και ας υψονωσιν αυτον εν τη συναξει του λαου, και εν τω συνεδριω των πρεσβυτερων ας αινωσιν αυτον.
33 Cambiò i fiumi in deserto,in luoghi aridi le fonti d’acqua
33 Μεταβαλλει ποταμους εις ερημον και πηγας υδατων εις ξηρασιαν?
34 e la terra fertile in palude,per la malvagità dei suoi abitanti.
34 την καρποφορον γην εις αλμυραν, δια την κακιαν των κατοικουντων εν αυτη.
35 Poi cambiò il deserto in distese d’acquae la terra arida in sorgenti d’acqua.
35 Μεταβαλλει την ερημον εις λιμνας υδατων και την ξηραν γην εις πηγας υδατων.
36 Là fece abitare gli affamati,ed essi fondarono una città in cui abitare.
36 Και εκει κατοικιζει τους πεινωντας, και συγκροτουσι πολεις εις κατοικησιν?
37 Seminarono campi e piantarono vigne,che produssero frutti abbondanti.
37 και σπειρουσιν αγρους και φυτευουσιν αμπελωνας, οιτινες καμνουσι καρπους γεννηματος.
38 Li benedisse e si moltiplicarono,e non lasciò diminuire il loro bestiame.
38 Και ευλογει αυτους, και πληθυνονται σφοδρα, και δεν ολιγοστευει τα κτηνη αυτων.
39 Poi diminuirono e furono abbattutidall’oppressione, dal male e dal dolore.
39 Ολιγοστευουσιν ομως επειτα και ταπεινονονται, απο της στενοχωριας, της συμφορας και του πονου.
40 Colui che getta il disprezzo sui potentili fece vagare nel vuoto, senza strade.
40 Επιχεει καταφρονησιν επι τους αρχοντας και καμνει αυτους να περιπλανωνται εν ερημω αβατω.
41 Ma risollevò il povero dalla miseriae moltiplicò le sue famiglie come greggi.
41 Τον δε πενητα υψονει απο της πτωχειας και καθιστα ως ποιμνια τας οικογενειας.
42 Vedano i giusti e ne gioiscano,e ogni malvagio chiuda la bocca.
42 Οι ευθεις βλεπουσι και ευφραινονται? πασα δε ανομια θελει εμφραξει το στομα αυτης.
43 Chi è saggio osservi queste cosee comprenderà l’amore del Signore.43 Οστις ειναι σοφος ας παρατηρη ταυτα? και θελουσιν εννοησει τα ελεη του Κυριου.