Salmi 78
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
BIBBIA CEI 2008 | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Maskil. Di Asaf.Ascolta, popolo mio, la mia legge,porgi l’orecchio alle parole della mia bocca. | 1 Μασχιλ του Ασαφ.>> Ακουσον, λαε μου, τον νομον μου? κλινατε τα ωτα σας εις τα λογια του στοματος μου. |
2 Aprirò la mia bocca con una parabola,rievocherò gli enigmi dei tempi antichi. | 2 Θελω ανοιξει εν παραβολη το στομα μου? θελω προφερει πραγματα αξιομνημονευτα, τα απ' αρχης? |
3 Ciò che abbiamo udito e conosciutoe i nostri padri ci hanno raccontato | 3 οσα ηκουσαμεν και εγνωρισαμεν και οι πατερες ημων διηγηθησαν εις ημας. |
4 non lo terremo nascosto ai nostri figli,raccontando alla generazione futurale azioni gloriose e potenti del Signoree le meraviglie che egli ha compiuto. | 4 Δεν θελομεν κρυψει αυτα απο των τεκνων αυτων εις την επερχομενην γενεαν, διηγουμενοι τους επαινους του Κυριου και την δυναμιν αυτου και τα θαυμασια αυτου, τα οποια εκαμε. |
5 Ha stabilito un insegnamento in Giacobbe,ha posto una legge in Israele,che ha comandato ai nostri padridi far conoscere ai loro figli, | 5 Και εστησε μαρτυριον εν τω Ιακωβ και νομον εθεσεν εν τω Ισραηλ, τα οποια προσεταξεν εις τους πατερας ημων, να καμνωσιν αυτα γνωστα εις τα τεκνα αυτων? |
6 perché la conosca la generazione futura,i figli che nasceranno.Essi poi si alzeranno a raccontarlo ai loro figli, | 6 δια να γνωριζη αυτα η γενεα η επερχομενη, οι υιοι οι μελλοντες να γεννηθωσι? και αυτοι, οταν αναστηθωσι, να διηγωνται εις τα τεκνα αυτων? |
7 perché ripongano in Dio la loro fiduciae non dimentichino le opere di Dio,ma custodiscano i suoi comandi. | 7 δια να θεσωσιν επι τον Θεον την ελπιδα αυτων, και να μη λησμονωσι τα εργα του Θεου, αλλα να φυλαττωσι τας εντολας αυτου? |
8 Non siano come i loro padri,generazione ribelle e ostinata,generazione dal cuore incostantee dallo spirito infedele a Dio. | 8 και να μη γεινωσιν, ως οι πατερες αυτων, γενεα διεστραμμενη και απειθης? γενεα, ητις δεν εφυλαξεν ευθειαν την καρδιαν αυτης, και δεν εσταθη πιστον μετα του Θεου το πνευμα αυτης? |
9 I figli di Èfraim, arcieri valorosi,voltarono le spalle nel giorno della battaglia. | 9 ως οι υιοι του Εφραιμ, οιτινες ωπλισμενοι, βασταζοντες τοξα, εστραφησαν οπισω την ημεραν της μαχης. |
10 Non osservarono l’alleanza di Dioe si rifiutarono di camminare nella sua legge. | 10 Δεν εφυλαξαν την διαθηκην του Θεου, και εν τω νομω αυτου δεν ηθελησαν να περιπατωσι? |
11 Dimenticarono le sue opere,le meraviglie che aveva loro mostrato. | 11 και ελησμονησαν τα εργα αυτου και τα θαυμασια αυτου, τα οποια εδειξεν εις αυτους. |
12 Cose meravigliose aveva fatto davanti ai loro padrinel paese d’Egitto, nella regione di Tanis. | 12 Εμπροσθεν των πατερων αυτων εκαμε θαυμασια, εν τη γη της Αιγυπτου, τη πεδιαδι Τανεως. |
13 Divise il mare e li fece passare,e fermò le acque come un argine. | 13 Διεσχισε την θαλασσαν και διεπερασεν αυτους και εστησε τα υδατα ως σωρον? |
14 Li guidò con una nube di giornoe tutta la notte con un bagliore di fuoco. | 14 και ωδηγησεν αυτους την ημεραν εν νεφελη και ολην την νυκτα εν φωτι πυρος. |
15 Spaccò rocce nel desertoe diede loro da bere come dal grande abisso. | 15 Διεσχισε πετρας εν τη ερημω και εποτισεν αυτους ως εκ μεγαλων αβυσσων? |
16 Fece sgorgare ruscelli dalla rupee scorrere l’acqua a fiumi. | 16 και εξηγαγε ρυακας εκ της πετρας και κατεβιβασεν υδατα ως ποταμους. |
17 Eppure continuarono a peccare contro di lui,a ribellarsi all’Altissimo in luoghi aridi. | 17 Αλλ' αυτοι εξηκολουθουν ετι αμαρτανοντες εις αυτον, παροξυνοντες τον Υψιστον εν ανυδρω τοπω? |
18 Nel loro cuore tentarono Dio,chiedendo cibo per la loro gola. | 18 και επειρασαν τον Θεον εν τη καρδια αυτων, ζητουντες βρωσιν κατα την ορεξιν αυτων? |
19 Parlarono contro Dio,dicendo: «Sarà capace Diodi preparare una tavola nel deserto?». | 19 και ελαλησαν κατα του Θεου, λεγοντες, Μηπως δυναται ο Θεος να ετοιμαση τραπεζαν εν τη ερημω; |
20 Certo! Egli percosse la rupee ne scaturì acqua e strariparono torrenti.«Saprà dare anche paneo procurare carne al suo popolo?». | 20 Ιδου, επαταξε την πετραν, και ερρευσαν υδατα και χειμαρροι επλημμυρησαν? μηπως δυναται να δωση και αρτον; η να ετοιμαση κρεας εις τον λαον αυτου; |
21 Perciò il Signore udì e ne fu adirato;un fuoco divampò contro Giacobbee la sua ira si levò contro Israele, | 21 Δια τουτο ηκουσεν ο Κυριος και ωργισθη? και πυρ εξηφθη κατα του Ιακωβ, ετι δε και οργη ανεβη κατα του Ισραηλ? |
22 perché non ebbero fede in Dioe non confidarono nella sua salvezza. | 22 διοτι δεν επιστευσαν εις τον Θεον, ουδε ηλπισαν επι την σωτηριαν αυτου? |
23 Diede ordine alle nubi dall’altoe aprì le porte del cielo; | 23 ενω προσεταξε τας νεφελας απο ανωθεν και τας θυρας του ουρανου ηνοιξε, |
24 fece piovere su di loro la manna per ciboe diede loro pane del cielo: | 24 και εβρεξεν εις αυτους μαννα δια να φαγωσι και σιτον ουρανου εδωκεν εις αυτους? |
25 l’uomo mangiò il pane dei forti;diede loro cibo in abbondanza. | 25 αρτον αγγελων εφαγεν ο ανθρωπος? τροφην εστειλεν εις αυτους μεχρι χορτασμου. |
26 Scatenò nel cielo il vento orientale,con la sua forza fece soffiare il vento australe; | 26 Εσηκωσεν εν τω ουρανω ανατολικον ανεμον, και δια της δυναμεως αυτου επεφερε τον νοτον? |
27 su di loro fece piovere carne come polveree uccelli come sabbia del mare, | 27 και εβρεξεν επ' αυτους κρεας ως το χωμα και πετεινα πτερωτα ως την αμμον της θαλασσης? |
28 li fece cadere in mezzo ai loro accampamenti,tutt’intorno alle loro tende. | 28 και εκαμε να πεσωσιν εις το μεσον του στρατοπεδου αυτων, κυκλω των σκηνων αυτων. |
29 Mangiarono fino a saziarsied egli appagò il loro desiderio. | 29 Και εφαγον και εχορτασθησαν σφοδρα? και εφερεν εις αυτους την επιθυμιαν αυτων? |
30 Il loro desiderio non era ancora scomparso,avevano ancora il cibo in bocca, | 30 δεν ειχον χωρισθη απο της επιθυμιας αυτων, ετι ητο εν τω στοματι αυτων βρωσις αυτων, |
31 quando l’ira di Dio si levò contro di loro,uccise i più robusti e abbatté i migliori d’Israele. | 31 και οργη του Θεου ανεβη επ' αυτους, και εφονευσε τους μεγαλητερους εξ αυτων και τους εκλεκτους του Ισραηλ κατεβαλεν. |
32 Con tutto questo, peccarono ancorae non ebbero fede nelle sue meraviglie. | 32 Εν πασι τουτοις ημαρτησαν ετι και δεν επιστευσαν εις τα θαυμασια αυτου. |
33 Allora consumò in un soffio i loro giornie i loro anni nel terrore. | 33 Δια τουτο συνετελεσεν εν ματαιοτητι τας ημερας αυτων και τα ετη αυτων εν ταραχη. |
34 Quando li uccideva, lo cercavanoe tornavano a rivolgersi a lui, | 34 Οτε εθανατονεν αυτους, τοτε εξεζητουν αυτον, και επεστρεφον και απο ορθρου προσετρεχον εις τον Θεον? |
35 ricordavano che Dio è la loro rocciae Dio, l’Altissimo, il loro redentore; | 35 και ενεθυμουντο, οτι ο Θεος ητο φρουριον αυτων και ο Θεος ο Υψιστος λυτρωτης αυτων. |
36 lo lusingavano con la loro bocca,ma gli mentivano con la lingua: | 36 Αλλ' εκολακευον αυτον δια του στοματος αυτων και δια της γλωσσης αυτων εψευδοντο προς αυτον? |
37 il loro cuore non era costante verso di luie non erano fedeli alla sua alleanza. | 37 Η δε καρδια αυτων δεν ητο ευθεια μετ' αυτου, και δεν ησαν πιστοι εις την διαθηκην αυτου. |
38 Ma lui, misericordioso, perdonava la colpa,invece di distruggere.Molte volte trattenne la sua irae non scatenò il suo furore; | 38 Αυτος ομως οικτιρμων συνεχωρησε την ανομιαν αυτων και δεν ηφανισεν αυτους? αλλα πολλακις ανεστελλε τον θυμον αυτου, και δεν διηγειρεν ολην την οργην αυτου? |
39 ricordava che essi sono di carne,un soffio che va e non ritorna. | 39 και ενεθυμηθη οτι ησαν σαρξ? ανεμος παρερχομενος και μη επιστρεφων. |
40 Quante volte si ribellarono a lui nel deserto,lo rattristarono in quei luoghi solitari! | 40 Ποσακις παρωξυναν αυτον εν τη ερημω, παρωργισαν αυτον εν τη ανυδρω, |
41 Ritornarono a tentare Dio,a esasperare il Santo d’Israele. | 41 και εστραφησαν και επειρασαν τον Θεον, και τον Αγιον του Ισραηλ παρωξυναν. |
42 Non si ricordarono più della sua mano,del giorno in cui li aveva riscattati dall’oppressione, | 42 Δεν ενεθυμηθησαν την χειρα αυτου, την ημεραν καθ' ην ελυτρωσεν αυτους απο του εχθρου? |
43 quando operò in Egitto i suoi segni,i suoi prodigi nella regione di Tanis. | 43 πως εδειξεν εν Αιγυπτω τα σημεια αυτου και τα θαυμασια αυτου εν τη πεδιαδι Τανεως? |
44 Egli mutò in sangue i loro fiumie i loro ruscelli, perché non bevessero. | 44 και μετεβαλεν εις αιμα τους ποταμους αυτων και τους ρυακας αυτων, δια να μη πιωσιν. |
45 Mandò contro di loro tafani a divorarlie rane a distruggerli. | 45 Απεστειλεν επ' αυτους κυνομυιαν και κατεφαγεν αυτους, και βατραχους και εφανισαν αυτους. |
46 Diede ai bruchi il loro raccolto,alle locuste la loro fatica. | 46 Και παρεδωκε τους καρπους αυτων εις τον βρουχον και τους κοπους αυτων εις την ακριδα. |
47 Devastò le loro vigne con la grandine,i loro sicomòri con la brina. | 47 Κατηφανισε δια της χαλαζης τας αμπελους αυτων και τας συκαμινους αυτων με πετρας χαλαζης? |
48 Consegnò alla peste il loro bestiame,ai fulmini le loro greggi. | 48 και παρεδωκεν εις την χαλαζαν τα κτηνη αυτων και τα ποιμνια αυτων εις τους κεραυνους. |
49 Scatenò contro di loro l’ardore della sua ira,la collera, lo sdegno, la tribolazione,e inviò messaggeri di sventure. | 49 Απεστειλεν επ' αυτους την εξαψιν του θυμου αυτου, την αγανακτησιν και την οργην και την θλιψιν, αποστελλων αυτα δι' αγγελων κακοποιων. |
50 Spianò la strada alla sua ira:non li risparmiò dalla mortee diede in preda alla peste la loro vita. | 50 Ηνοιξεν οδον εις την οργην αυτου? δεν εφεισθη απο του θανατου την ψυχην αυτων, και παρεδωκεν εις θανατικον την ζωην αυτων? |
51 Colpì ogni primogenito in Egitto,nelle tende di Cam la primizia del loro vigore. | 51 και επαταξε παν πρωτοτοκον εν Αιγυπτω, την απαρχην της δυναμεως αυτων εν ταις σκηναις του Χαμ? |
52 Fece partire come pecore il suo popoloe li condusse come greggi nel deserto. | 52 και εσηκωσεν εκειθεν ως προβατα τον λαον αυτου και ωδηγησεν αυτους ως ποιμνιον εν τη ερημω? |
53 Li guidò con sicurezza e non ebbero paura,ma i loro nemici li sommerse il mare. | 53 και ωδηγησεν αυτους εν ασφαλεια, και δεν εδειλιασαν? τους δε εχθρους αυτων εσκεπασεν η θαλασσα. |
54 Li fece entrare nei confini del suo santuario,questo monte che la sua destra si è acquistato. | 54 Και εισηγαγεν αυτους εις το οριον της αγιοτητος αυτου, το ορος τουτο, το οποιον απεκτησεν η δεξια αυτου? |
55 Scacciò davanti a loro le gentie sulla loro eredità gettò la sorte,facendo abitare nelle loro tendele tribù d’Israele. | 55 και εξεδιωξεν απ' εμπροσθεν αυτων τα εθνη και διεμοιρασεν αυτα κληρονομιαν με σχοινιον, και εν ταις σκηναις αυτων κατωκισε τας φυλας του Ισραηλ. |
56 Ma essi lo tentarono,si ribellarono a Dio, l’Altissimo,e non osservarono i suoi insegnamenti. | 56 Και ομως επειρασαν και παρωξυναν τον Θεον τον υψιστον και δεν εφυλαξαν τα μαρτυρια αυτου? |
57 Deviarono e tradirono come i loro padri,fallirono come un arco allentato. | 57 αλλ' εστραφησαν και εφερθησαν απιστως, ως οι πατερες αυτων? εστραφησαν ως τοξον στρεβλον? |
58 Lo provocarono con le loro alture sacree con i loro idoli lo resero geloso. | 58 και παρωργισαν αυτον με τους υψηλους αυτων τοπους, και με τα γλυπτα αυτων διηγειραν αυτον εις ζηλοτυπιαν. |
59 Dio udì e s’infiammò,e respinse duramente Israele. | 59 Ηκουσεν ο Θεος και υπερωργισθη και εβδελυχθη σφοδρα τον Ισραηλ? |
60 Abbandonò la dimora di Silo,la tenda che abitava tra gli uomini; | 60 και εγκατελιπε την σκηνην του Σηλω, την σκηνην οπου κατωκησε μεταξυ των ανθρωπων? |
61 ridusse in schiavitù la sua forza,il suo splendore in potere del nemico. | 61 και παρεδωκεν εις αιχμαλωσιαν την δυναμιν αυτου και την δοξαν αυτου εις χειρα εχθρου? |
62 Diede il suo popolo in preda alla spadae s’infiammò contro la sua eredità. | 62 και παρεδωκεν εις ρομφαιαν τον λαον αυτου και υπερωργισθη κατα της κληρονομιας αυτου? |
63 Il fuoco divorò i suoi giovani migliori,le sue fanciulle non ebbero canti nuziali. | 63 τους νεους αυτων κατεφαγε πυρ, και αι παρθενοι αυτων δεν ενυμφευθησαν? |
64 I suoi sacerdoti caddero di spadae le loro vedove non fecero il lamento. | 64 οι ιερεις αυτων επεσον εν μαχαιρα, και αι χηραι αυτων δεν επενθησαν. |
65 Ma poi il Signore si destò come da un sonno,come un eroe assopito dal vino. | 65 Τοτε εξηγερθη ως εξ υπνου ο Κυριος, ως ανθρωπος δυνατος, βοων απο οινου? |
66 Colpì alle spalle i suoi avversari,inflisse loro una vergogna eterna. | 66 και επαταξε τους εχθρους αυτου εις τα οπισω? ονειδος αιωνιον εθεσεν επ' αυτους. |
67 Rifiutò la tenda di Giuseppe,non scelse la tribù di Èfraim, | 67 Και απερριψε την σκηνην Ιωσηφ, και την φυλην Εφραιμ δεν εξελεξεν. |
68 ma scelse la tribù di Giuda,il monte Sion che egli ama. | 68 Αλλ' εξελεξε την φυλην Ιουδα, το ορος της Σιων, το οποιον ηγαπησε. |
69 Costruì il suo tempio alto come il cielo,e come la terra, fondata per sempre. | 69 Και ωκοδομησεν ως υψηλα παλατια το αγιαστηριον αυτου, ως την γην την οποιαν εθεμελιωσεν εις τον αιωνα. |
70 Egli scelse Davide suo servoe lo prese dagli ovili delle pecore. | 70 Και εξελεξε Δαβιδ τον δουλον αυτου και ανελαβεν αυτον εκ των ποιμνιων των προβατων? |
71 Lo allontanò dalle pecore madriper farne il pastore di Giacobbe, suo popolo,d’Israele, sua eredità. | 71 Εξοπισθεν των θηλαζοντων προβατων εφερεν αυτον, δια να ποιμαινη Ιακωβ τον λαον αυτου και Ισραηλ την κληρονομιαν αυτου? |
72 Fu per loro un pastore dal cuore integroe li guidò con mano intelligente. | 72 Και εποιμανεν αυτους κατα την ακακιαν της καρδιας αυτου? και δια της συνεσεως των χειρων αυτου ωδηγησεν αυτους. |