Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Salmi 78


font
BIBBIA CEI 2008GREEK BIBLE
1 Maskil. Di Asaf.Ascolta, popolo mio, la mia legge,porgi l’orecchio alle parole della mia bocca.
1 Μασχιλ του Ασαφ.>> Ακουσον, λαε μου, τον νομον μου? κλινατε τα ωτα σας εις τα λογια του στοματος μου.
2 Aprirò la mia bocca con una parabola,rievocherò gli enigmi dei tempi antichi.
2 Θελω ανοιξει εν παραβολη το στομα μου? θελω προφερει πραγματα αξιομνημονευτα, τα απ' αρχης?
3 Ciò che abbiamo udito e conosciutoe i nostri padri ci hanno raccontato
3 οσα ηκουσαμεν και εγνωρισαμεν και οι πατερες ημων διηγηθησαν εις ημας.
4 non lo terremo nascosto ai nostri figli,raccontando alla generazione futurale azioni gloriose e potenti del Signoree le meraviglie che egli ha compiuto.
4 Δεν θελομεν κρυψει αυτα απο των τεκνων αυτων εις την επερχομενην γενεαν, διηγουμενοι τους επαινους του Κυριου και την δυναμιν αυτου και τα θαυμασια αυτου, τα οποια εκαμε.
5 Ha stabilito un insegnamento in Giacobbe,ha posto una legge in Israele,che ha comandato ai nostri padridi far conoscere ai loro figli,
5 Και εστησε μαρτυριον εν τω Ιακωβ και νομον εθεσεν εν τω Ισραηλ, τα οποια προσεταξεν εις τους πατερας ημων, να καμνωσιν αυτα γνωστα εις τα τεκνα αυτων?
6 perché la conosca la generazione futura,i figli che nasceranno.Essi poi si alzeranno a raccontarlo ai loro figli,
6 δια να γνωριζη αυτα η γενεα η επερχομενη, οι υιοι οι μελλοντες να γεννηθωσι? και αυτοι, οταν αναστηθωσι, να διηγωνται εις τα τεκνα αυτων?
7 perché ripongano in Dio la loro fiduciae non dimentichino le opere di Dio,ma custodiscano i suoi comandi.
7 δια να θεσωσιν επι τον Θεον την ελπιδα αυτων, και να μη λησμονωσι τα εργα του Θεου, αλλα να φυλαττωσι τας εντολας αυτου?
8 Non siano come i loro padri,generazione ribelle e ostinata,generazione dal cuore incostantee dallo spirito infedele a Dio.
8 και να μη γεινωσιν, ως οι πατερες αυτων, γενεα διεστραμμενη και απειθης? γενεα, ητις δεν εφυλαξεν ευθειαν την καρδιαν αυτης, και δεν εσταθη πιστον μετα του Θεου το πνευμα αυτης?
9 I figli di Èfraim, arcieri valorosi,voltarono le spalle nel giorno della battaglia.
9 ως οι υιοι του Εφραιμ, οιτινες ωπλισμενοι, βασταζοντες τοξα, εστραφησαν οπισω την ημεραν της μαχης.
10 Non osservarono l’alleanza di Dioe si rifiutarono di camminare nella sua legge.
10 Δεν εφυλαξαν την διαθηκην του Θεου, και εν τω νομω αυτου δεν ηθελησαν να περιπατωσι?
11 Dimenticarono le sue opere,le meraviglie che aveva loro mostrato.
11 και ελησμονησαν τα εργα αυτου και τα θαυμασια αυτου, τα οποια εδειξεν εις αυτους.
12 Cose meravigliose aveva fatto davanti ai loro padrinel paese d’Egitto, nella regione di Tanis.
12 Εμπροσθεν των πατερων αυτων εκαμε θαυμασια, εν τη γη της Αιγυπτου, τη πεδιαδι Τανεως.
13 Divise il mare e li fece passare,e fermò le acque come un argine.
13 Διεσχισε την θαλασσαν και διεπερασεν αυτους και εστησε τα υδατα ως σωρον?
14 Li guidò con una nube di giornoe tutta la notte con un bagliore di fuoco.
14 και ωδηγησεν αυτους την ημεραν εν νεφελη και ολην την νυκτα εν φωτι πυρος.
15 Spaccò rocce nel desertoe diede loro da bere come dal grande abisso.
15 Διεσχισε πετρας εν τη ερημω και εποτισεν αυτους ως εκ μεγαλων αβυσσων?
16 Fece sgorgare ruscelli dalla rupee scorrere l’acqua a fiumi.
16 και εξηγαγε ρυακας εκ της πετρας και κατεβιβασεν υδατα ως ποταμους.
17 Eppure continuarono a peccare contro di lui,a ribellarsi all’Altissimo in luoghi aridi.
17 Αλλ' αυτοι εξηκολουθουν ετι αμαρτανοντες εις αυτον, παροξυνοντες τον Υψιστον εν ανυδρω τοπω?
18 Nel loro cuore tentarono Dio,chiedendo cibo per la loro gola.
18 και επειρασαν τον Θεον εν τη καρδια αυτων, ζητουντες βρωσιν κατα την ορεξιν αυτων?
19 Parlarono contro Dio,dicendo: «Sarà capace Diodi preparare una tavola nel deserto?».
19 και ελαλησαν κατα του Θεου, λεγοντες, Μηπως δυναται ο Θεος να ετοιμαση τραπεζαν εν τη ερημω;
20 Certo! Egli percosse la rupee ne scaturì acqua e strariparono torrenti.«Saprà dare anche paneo procurare carne al suo popolo?».
20 Ιδου, επαταξε την πετραν, και ερρευσαν υδατα και χειμαρροι επλημμυρησαν? μηπως δυναται να δωση και αρτον; η να ετοιμαση κρεας εις τον λαον αυτου;
21 Perciò il Signore udì e ne fu adirato;un fuoco divampò contro Giacobbee la sua ira si levò contro Israele,
21 Δια τουτο ηκουσεν ο Κυριος και ωργισθη? και πυρ εξηφθη κατα του Ιακωβ, ετι δε και οργη ανεβη κατα του Ισραηλ?
22 perché non ebbero fede in Dioe non confidarono nella sua salvezza.
22 διοτι δεν επιστευσαν εις τον Θεον, ουδε ηλπισαν επι την σωτηριαν αυτου?
23 Diede ordine alle nubi dall’altoe aprì le porte del cielo;
23 ενω προσεταξε τας νεφελας απο ανωθεν και τας θυρας του ουρανου ηνοιξε,
24 fece piovere su di loro la manna per ciboe diede loro pane del cielo:
24 και εβρεξεν εις αυτους μαννα δια να φαγωσι και σιτον ουρανου εδωκεν εις αυτους?
25 l’uomo mangiò il pane dei forti;diede loro cibo in abbondanza.
25 αρτον αγγελων εφαγεν ο ανθρωπος? τροφην εστειλεν εις αυτους μεχρι χορτασμου.
26 Scatenò nel cielo il vento orientale,con la sua forza fece soffiare il vento australe;
26 Εσηκωσεν εν τω ουρανω ανατολικον ανεμον, και δια της δυναμεως αυτου επεφερε τον νοτον?
27 su di loro fece piovere carne come polveree uccelli come sabbia del mare,
27 και εβρεξεν επ' αυτους κρεας ως το χωμα και πετεινα πτερωτα ως την αμμον της θαλασσης?
28 li fece cadere in mezzo ai loro accampamenti,tutt’intorno alle loro tende.
28 και εκαμε να πεσωσιν εις το μεσον του στρατοπεδου αυτων, κυκλω των σκηνων αυτων.
29 Mangiarono fino a saziarsied egli appagò il loro desiderio.
29 Και εφαγον και εχορτασθησαν σφοδρα? και εφερεν εις αυτους την επιθυμιαν αυτων?
30 Il loro desiderio non era ancora scomparso,avevano ancora il cibo in bocca,
30 δεν ειχον χωρισθη απο της επιθυμιας αυτων, ετι ητο εν τω στοματι αυτων βρωσις αυτων,
31 quando l’ira di Dio si levò contro di loro,uccise i più robusti e abbatté i migliori d’Israele.
31 και οργη του Θεου ανεβη επ' αυτους, και εφονευσε τους μεγαλητερους εξ αυτων και τους εκλεκτους του Ισραηλ κατεβαλεν.
32 Con tutto questo, peccarono ancorae non ebbero fede nelle sue meraviglie.
32 Εν πασι τουτοις ημαρτησαν ετι και δεν επιστευσαν εις τα θαυμασια αυτου.
33 Allora consumò in un soffio i loro giornie i loro anni nel terrore.
33 Δια τουτο συνετελεσεν εν ματαιοτητι τας ημερας αυτων και τα ετη αυτων εν ταραχη.
34 Quando li uccideva, lo cercavanoe tornavano a rivolgersi a lui,
34 Οτε εθανατονεν αυτους, τοτε εξεζητουν αυτον, και επεστρεφον και απο ορθρου προσετρεχον εις τον Θεον?
35 ricordavano che Dio è la loro rocciae Dio, l’Altissimo, il loro redentore;
35 και ενεθυμουντο, οτι ο Θεος ητο φρουριον αυτων και ο Θεος ο Υψιστος λυτρωτης αυτων.
36 lo lusingavano con la loro bocca,ma gli mentivano con la lingua:
36 Αλλ' εκολακευον αυτον δια του στοματος αυτων και δια της γλωσσης αυτων εψευδοντο προς αυτον?
37 il loro cuore non era costante verso di luie non erano fedeli alla sua alleanza.
37 Η δε καρδια αυτων δεν ητο ευθεια μετ' αυτου, και δεν ησαν πιστοι εις την διαθηκην αυτου.
38 Ma lui, misericordioso, perdonava la colpa,invece di distruggere.Molte volte trattenne la sua irae non scatenò il suo furore;
38 Αυτος ομως οικτιρμων συνεχωρησε την ανομιαν αυτων και δεν ηφανισεν αυτους? αλλα πολλακις ανεστελλε τον θυμον αυτου, και δεν διηγειρεν ολην την οργην αυτου?
39 ricordava che essi sono di carne,un soffio che va e non ritorna.
39 και ενεθυμηθη οτι ησαν σαρξ? ανεμος παρερχομενος και μη επιστρεφων.
40 Quante volte si ribellarono a lui nel deserto,lo rattristarono in quei luoghi solitari!
40 Ποσακις παρωξυναν αυτον εν τη ερημω, παρωργισαν αυτον εν τη ανυδρω,
41 Ritornarono a tentare Dio,a esasperare il Santo d’Israele.
41 και εστραφησαν και επειρασαν τον Θεον, και τον Αγιον του Ισραηλ παρωξυναν.
42 Non si ricordarono più della sua mano,del giorno in cui li aveva riscattati dall’oppressione,
42 Δεν ενεθυμηθησαν την χειρα αυτου, την ημεραν καθ' ην ελυτρωσεν αυτους απο του εχθρου?
43 quando operò in Egitto i suoi segni,i suoi prodigi nella regione di Tanis.
43 πως εδειξεν εν Αιγυπτω τα σημεια αυτου και τα θαυμασια αυτου εν τη πεδιαδι Τανεως?
44 Egli mutò in sangue i loro fiumie i loro ruscelli, perché non bevessero.
44 και μετεβαλεν εις αιμα τους ποταμους αυτων και τους ρυακας αυτων, δια να μη πιωσιν.
45 Mandò contro di loro tafani a divorarlie rane a distruggerli.
45 Απεστειλεν επ' αυτους κυνομυιαν και κατεφαγεν αυτους, και βατραχους και εφανισαν αυτους.
46 Diede ai bruchi il loro raccolto,alle locuste la loro fatica.
46 Και παρεδωκε τους καρπους αυτων εις τον βρουχον και τους κοπους αυτων εις την ακριδα.
47 Devastò le loro vigne con la grandine,i loro sicomòri con la brina.
47 Κατηφανισε δια της χαλαζης τας αμπελους αυτων και τας συκαμινους αυτων με πετρας χαλαζης?
48 Consegnò alla peste il loro bestiame,ai fulmini le loro greggi.
48 και παρεδωκεν εις την χαλαζαν τα κτηνη αυτων και τα ποιμνια αυτων εις τους κεραυνους.
49 Scatenò contro di loro l’ardore della sua ira,la collera, lo sdegno, la tribolazione,e inviò messaggeri di sventure.
49 Απεστειλεν επ' αυτους την εξαψιν του θυμου αυτου, την αγανακτησιν και την οργην και την θλιψιν, αποστελλων αυτα δι' αγγελων κακοποιων.
50 Spianò la strada alla sua ira:non li risparmiò dalla mortee diede in preda alla peste la loro vita.
50 Ηνοιξεν οδον εις την οργην αυτου? δεν εφεισθη απο του θανατου την ψυχην αυτων, και παρεδωκεν εις θανατικον την ζωην αυτων?
51 Colpì ogni primogenito in Egitto,nelle tende di Cam la primizia del loro vigore.
51 και επαταξε παν πρωτοτοκον εν Αιγυπτω, την απαρχην της δυναμεως αυτων εν ταις σκηναις του Χαμ?
52 Fece partire come pecore il suo popoloe li condusse come greggi nel deserto.
52 και εσηκωσεν εκειθεν ως προβατα τον λαον αυτου και ωδηγησεν αυτους ως ποιμνιον εν τη ερημω?
53 Li guidò con sicurezza e non ebbero paura,ma i loro nemici li sommerse il mare.
53 και ωδηγησεν αυτους εν ασφαλεια, και δεν εδειλιασαν? τους δε εχθρους αυτων εσκεπασεν η θαλασσα.
54 Li fece entrare nei confini del suo santuario,questo monte che la sua destra si è acquistato.
54 Και εισηγαγεν αυτους εις το οριον της αγιοτητος αυτου, το ορος τουτο, το οποιον απεκτησεν η δεξια αυτου?
55 Scacciò davanti a loro le gentie sulla loro eredità gettò la sorte,facendo abitare nelle loro tendele tribù d’Israele.
55 και εξεδιωξεν απ' εμπροσθεν αυτων τα εθνη και διεμοιρασεν αυτα κληρονομιαν με σχοινιον, και εν ταις σκηναις αυτων κατωκισε τας φυλας του Ισραηλ.
56 Ma essi lo tentarono,si ribellarono a Dio, l’Altissimo,e non osservarono i suoi insegnamenti.
56 Και ομως επειρασαν και παρωξυναν τον Θεον τον υψιστον και δεν εφυλαξαν τα μαρτυρια αυτου?
57 Deviarono e tradirono come i loro padri,fallirono come un arco allentato.
57 αλλ' εστραφησαν και εφερθησαν απιστως, ως οι πατερες αυτων? εστραφησαν ως τοξον στρεβλον?
58 Lo provocarono con le loro alture sacree con i loro idoli lo resero geloso.
58 και παρωργισαν αυτον με τους υψηλους αυτων τοπους, και με τα γλυπτα αυτων διηγειραν αυτον εις ζηλοτυπιαν.
59 Dio udì e s’infiammò,e respinse duramente Israele.
59 Ηκουσεν ο Θεος και υπερωργισθη και εβδελυχθη σφοδρα τον Ισραηλ?
60 Abbandonò la dimora di Silo,la tenda che abitava tra gli uomini;
60 και εγκατελιπε την σκηνην του Σηλω, την σκηνην οπου κατωκησε μεταξυ των ανθρωπων?
61 ridusse in schiavitù la sua forza,il suo splendore in potere del nemico.
61 και παρεδωκεν εις αιχμαλωσιαν την δυναμιν αυτου και την δοξαν αυτου εις χειρα εχθρου?
62 Diede il suo popolo in preda alla spadae s’infiammò contro la sua eredità.
62 και παρεδωκεν εις ρομφαιαν τον λαον αυτου και υπερωργισθη κατα της κληρονομιας αυτου?
63 Il fuoco divorò i suoi giovani migliori,le sue fanciulle non ebbero canti nuziali.
63 τους νεους αυτων κατεφαγε πυρ, και αι παρθενοι αυτων δεν ενυμφευθησαν?
64 I suoi sacerdoti caddero di spadae le loro vedove non fecero il lamento.
64 οι ιερεις αυτων επεσον εν μαχαιρα, και αι χηραι αυτων δεν επενθησαν.
65 Ma poi il Signore si destò come da un sonno,come un eroe assopito dal vino.
65 Τοτε εξηγερθη ως εξ υπνου ο Κυριος, ως ανθρωπος δυνατος, βοων απο οινου?
66 Colpì alle spalle i suoi avversari,inflisse loro una vergogna eterna.
66 και επαταξε τους εχθρους αυτου εις τα οπισω? ονειδος αιωνιον εθεσεν επ' αυτους.
67 Rifiutò la tenda di Giuseppe,non scelse la tribù di Èfraim,
67 Και απερριψε την σκηνην Ιωσηφ, και την φυλην Εφραιμ δεν εξελεξεν.
68 ma scelse la tribù di Giuda,il monte Sion che egli ama.
68 Αλλ' εξελεξε την φυλην Ιουδα, το ορος της Σιων, το οποιον ηγαπησε.
69 Costruì il suo tempio alto come il cielo,e come la terra, fondata per sempre.
69 Και ωκοδομησεν ως υψηλα παλατια το αγιαστηριον αυτου, ως την γην την οποιαν εθεμελιωσεν εις τον αιωνα.
70 Egli scelse Davide suo servoe lo prese dagli ovili delle pecore.
70 Και εξελεξε Δαβιδ τον δουλον αυτου και ανελαβεν αυτον εκ των ποιμνιων των προβατων?
71 Lo allontanò dalle pecore madriper farne il pastore di Giacobbe, suo popolo,d’Israele, sua eredità.
71 Εξοπισθεν των θηλαζοντων προβατων εφερεν αυτον, δια να ποιμαινη Ιακωβ τον λαον αυτου και Ισραηλ την κληρονομιαν αυτου?
72 Fu per loro un pastore dal cuore integroe li guidò con mano intelligente.72 Και εποιμανεν αυτους κατα την ακακιαν της καρδιας αυτου? και δια της συνεσεως των χειρων αυτου ωδηγησεν αυτους.