Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Salmi 35


font
NOVA VULGATAGREEK BIBLE
1 David.
Iudica, Domine, iudicantes me;
impugna impugnantes me.
1 Ψαλμος του Δαβιδ.>> Δικασον, Κυριε, τους δικαζομενους μετ' εμου? πολεμησον τους πολεμουντας με.
2 Apprehende clipeum et scutum
et exsurge in adiutorium mihi.
2 Αναλαβε οπλον και ασπιδα και αναστηθι εις βοηθειαν μου.
3 Effunde frameam et securim
adversus eos, qui persequuntur me.
Dic animae meae: “ Salus tua ego sum ”.
3 Και δραξον το δορυ και συγκλεισον την οδον των καταδιωκοντων με? ειπε εις την ψυχην μου, Εγω ειμαι η σωτηρια σου.
4 Confundantur et revereantur
quaerentes animam meam;
avertantur retrorsum et confundantur
cogitantes mihi mala.
4 Ας αισχυνθωσι και ας εντραπωσιν οι ζητουντες την ψυχην μου? ας στραφωσιν εις τα οπισω και ας αισχυνθωσιν οι βουλευομενοι το κακον μου.
5 Fiant tamquam pulvis ante ventum,
et angelus Domini impellens eos;
5 Ας ηναι ως λεπτον αχυρον κατα προσωπον ανεμου, και αγγελος Κυριου ας διωκη αυτους.
6 fiat via illorum tenebrae et lubricum,
et angelus Domini persequens eos.
6 Ας ηναι η οδος αυτων σκοτος και ολισθημα, και αγγελος Κυριου ας καταδιωκη αυτους.
7 Quoniam gratis absconderunt mihi laqueum suum,
gratis foderunt foveam animae meae.
7 Διοτι αναιτιως εκρυψαν δι' εμε την παγιδα αυτων εν λακκω? αναιτιως εσκαψαν αυτον δια την ψυχην μου.
8 Veniat illi calamitas, quam ignorat,
et captio, quam abscondit, apprehendat eum,
et in eandem calamitatem ipse cadat.
8 Ας ελθη επ' αυτον ολεθρος απροσδοκητος? και η παγις αυτου, την οποιαν εκρυψεν, ας συλλαβη αυτον? ας πεση εις αυτην εν ολεθρω.
9 Anima autem mea exsultabit in Domino
et delectabitur super salutari suo.
9 Η δε ψυχη μου θελει αγαλλεσθαι εις τον Κυριον, θελει χαιρει εις την σωτηριαν αυτου.
10 Omnia ossa mea dicent:
“ Domine, quis similis tibi?
Eripiens inopem de manu fortiorum eius,
egenum et pauperem a diripientibus eum ”.
10 Παντα τα οστα μου θελουσιν ειπει, Κυριε, τις ομοιος σου, οστις ελευθερονεις τον πτωχον απο του ισχυροτερου αυτου, και τον πτωχον και τον πενητα απο του διαρπαζοντος αυτον;
11 Surgentes testes iniqui,
quae ignorabam, interrogabant me;
11 Σηκωθεντες μαρτυρες αδικοι, με ηρωτων περι πραγματων, τα οποια εγω δεν ηξευρον?
12 retribuebant mihi mala pro bonis,
desolatio est animae meae.
12 Ανταπεδωκαν εις εμε κακον αντι καλου? στερησιν εις την ψυχην μου.
13 Ego autem, cum infirmarentur,
induebar cilicio,
humiliabam in ieiunio animam meam;
et oratio mea in sinu meo convertebatur.
13 Εγω δε, οτε αυτοι ησαν εν θλιψει, ενεδυομην σακκον? εταπεινωσα εν νηστεια την ψυχην μου? και η προσευχη μου επεστρεφεν εις τον κολπον μου.
14 Quasi pro proximo et quasi pro fratre meo ambulabam,
quasi lugens matrem contristatus incurvabar.
14 Εφερομην ως προς φιλον, ως προς αδελφον μου? εκυπτον σκυθρωπαζων, ως ο πενθων δια την μητερα αυτου.
15 Cum autem vacillarem, laetati sunt et convenerunt;
convenerunt contra me percutientes, et ignoravi.
15 Αλλ' αυτοι εχαρησαν δια την συμφοραν μου και συνηχθησαν? συνηχθησαν εναντιον μου οι χαμερπεις, και εγω δεν ηξευρον? με εξεσχιζον και δεν επαυον?
16 Diripuerunt et non desistebant;
tentaverunt me, subsannaverunt me subsannatione,
frenduerunt super me dentibus suis.
16 Μετα υποκριτικων χλευαστων εν συμποσιοις ετριζον κατ' εμου τους οδοντας αυτων.
17 Domine, quamdiu aspicies?
Restitue animam meam a malignitate eorum,
a leonibus unicam meam.
17 Κυριε, ποτε θελεις ιδει; ελευθερωσον την ψυχην μου απο του ολεθρου αυτων, την μεμονωμενην μου εκ των λεοντων.
18 Confitebor tibi in ecclesia magna,
in populo multo laudabo te.
18 Εγω θελω σε υμνει εν μεγαλη συναξει? μεταξυ πολυαριθμου λαου θελω σε υμνει.
19 Non supergaudeant mihi inimici mei mendaces,
qui oderunt me gratis et annuunt oculis.
19 Ας μη χαρωσιν επ' εμε οι εχθρευομενοι με αδικως? οι μισουντες με αναιτιως ας μη νευωσι με τους οφθαλμους.
20 Etenim non pacifice loquebantur
et contra mansuetos terrae dolos cogitabant.
20 Διοτι δεν ελαλουν ειρηνην, αλλα εμελετων δολους κατα των ησυχαζοντων επι της γης?
21 Et dilataverunt super me os suum;
dixerunt: “ Euge, euge, viderunt oculi nostri ”. -
21 και επλατυναν κατ' εμου το στομα αυτων, Λεγοντες, Ευγε, ευγε? ειδεν ο οφθαλμος ημων.
22 Vidisti, Domine, ne sileas;
Domine, ne discedas a me.
22 Ειδες, Κυριε? μη σιωπησης? Κυριε, μη απομακρυνθης απ' εμου.
23 Exsurge et evigila ad iudicium meum,
Deus meus et Dominus meus, ad causam meam.
23 Εγερθητι και εξυπνησον δια την κρισιν μου, Θεε μου και Κυριε μου, δια την δικην μου.
24 Iudica me secundum iustitiam tuam, Domine Deus meus,
et non supergaudeant mihi.
24 Κρινον με, Κυριε ο Θεος μου, κατα την δικαιοσυνην σου, και ας μη χαρωσιν επ' εμε.
25 Non dicant in cordibus suis:
“ Euge animae nostrae ”;
nec dicant: “ Devoravimus eum ”.
25 Ας μη ειπωσιν εν ταις καρδιαις αυτων, Ευγε, ψυχη ημων. μηδε ας ειπωσι, Κατεπιομεν αυτον.
26 Erubescant et revereantur simul, qui gratulantur malis meis;
induantur confusione et reverentia, qui magna loquuntur super me
26 Ας αισχυνθωσι και ας εντραπωσιν ομου οι επιχαιροντες εις το κακον μου? ας ενδυθωσιν εντροπην και ονειδος οι μεγαλαυχουντες κατ' εμου.
27 Exsultent et laetentur, qui volunt iustitiam meam,
et dicant semper: “ Magnificetur Dominus,
qui vult pacem servi sui ”.
27 Ας ευφρανθωσι και ας χαρωσιν οι θελοντες την δικαιοσυνην μου? και διαπαντος ας λεγωσιν, Ας μεγαλυνθη ο Κυριος, οστις θελει την ειρηνην του δουλου αυτου.
28 Et lingua mea meditabitur iustitiam tuam,
tota die laudem tuam.
28 Και η γλωσσα μου θελει μελετα την δικαιοσυνην σου και τον επαινον σου ολην την ημεραν.