Salmi 10
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
NOVA VULGATA | GREEK BIBLE |
---|---|
1 (Vg 9, 22-39) LAMED. Ut quid, Domine, stas a longe, abscondis te in opportunitatibus, in tribulatione? | 1 Δια τι, Κυριε, ιστασαι μακροθεν; κρυπτεσαι εν καιρω θλιψεως; |
2 Dum superbit, impius insequitur pauperem; comprehendantur in consiliis, quae cogitant. | 2 Εν τη υπερηφανια του ασεβους κατακαιεται ο πτωχος? ας πιασθωσιν εν ταις πανουργιαις, τας οποιας διαλογιζονται. |
3 Quoniam gloriatur peccator in desideriis animae suae, et avarus sibi benedicit. | 3 Διοτι ο ασεβης καυχαται εις τας επιθυμιας της ψυχης αυτου, και ο πλεονεκτης μακαριζει εαυτον? καταφρονει τον Κυριον. |
4 NUN. Spernit Dominum peccator in arrogantia sua: “ Non requiret; non est Deus ”. | 4 Ο ασεβης δια την αλαζονειαν του προσωπου αυτου δεν θελει εκζητησει τον Κυριον? παντες οι διαλογισμοι αυτου ειναι οτι δεν υπαρχει Θεος. |
5 Hae sunt omnes cogitationes eius; prosperantur viae illius in omni tempore. Excelsa nimis iudicia tua a facie eius; omnes inimicos suos aspernatur. | 5 Αι οδοι αυτου μολυνονται εν παντι καιρω? αι κρισεις σου ειναι πολυ υψηλα απο προσωπου αυτου? φυσα εναντιον παντων των εχθρων αυτου. |
6 Dixit enim in corde suo: “ Non movebor; in generationem et generationem ero sine malo ”. | 6 Ειπεν εν τη καρδια αυτου, δεν θελω σαλευθη απο γενεας εις γενεαν? διοτι δεν θελω πεσει εις δυστυχιαν. |
7 PHE. Cuius maledictione os plenum est et fraudulentia et dolo, sub lingua eius labor et nequitia. | 7 Το στομα αυτου γεμει καταρας και απατης και δολου? υπο την γλωσσαν αυτου ειναι κακια και ανομια. |
8 Sedet in insidiis ad vicos, in occultis interficit innocentem. | 8 Καθηται εν ενεδρα των προαυλιων, εν αποκρυφοις, δια να φονευση τον αθωον? οι οφθαλμοι αυτου παραμονευουσι τον πενητα. |
9 SADE. Oculi eius in pauperem respiciunt; insidiatur in abscondito quasi leo in spelunca sua. Insidiatur, ut rapiat pauperem; rapit pauperem, dum attrahit in laqueum suum. | 9 Ενεδρευει εν αποκρυφω, ως λεων εν τω σπηλαιω αυτου? ενεδρευει δια να αρπαση τον πτωχον? αρπαζει τον πτωχον, οταν συρη αυτον εν τη παγιδι αυτου. |
10 Irruit et inclinat se, et miseri cadunt in fortitudine brachiorum eius. | 10 Κυπτει, χαμηλονει, δια να πεσωσιν οι πτωχοι εις τους ονυχας αυτου. |
11 Dixit enim in corde suo: “ Oblitus est Deus; avertit faciem suam, non videbit in finem ”. - | 11 Ειπεν εν τη καρδια αυτου, ελησμονησεν ο Θεος? εκρυψε το προσωπον αυτου? δεν θελει ιδει ποτε. |
12 COPH. Exsurge, Domine Deus, exalta manum tuam, ne obliviscaris pauperum. | 12 Αναστηθι, Κυριε? Θεε, υψωσον την χειρα σου? μη λησμονησης τους τεθλιμμενους. |
13 Propter quid spernit impius Deum? Dixit enim in corde suo: “ Non requires ”. | 13 Δια τι παρωξυνεν ο ασεβης τον Θεον; ειπεν εν τη καρδια αυτου, Δεν θελεις εξετασει. |
14 RES. Vidisti: tu laborem et dolorem consideras, ut tradas eos in manus tuas. Tibi derelictus est pauper, orphano tu factus es adiutor. | 14 Ειδες? διοτι συ παρατηρεις την αδικιαν και την υβριν, δια να ανταποδωσης με την χειρα σου? εις σε αφιερονεται ο πτωχος? εις τον ορφανον συ εισαι ο βοηθος. |
15 SIN. Contere brachium peccatoris et maligni; quaeres peccatum illius et non invenies. | 15 Συντριψον τον βραχιονα του ασεβους και πονηρου? εξερευνησον την ασεβειαν αυτου, εωσου μη ευρης αυτην πλεον. |
16 Dominus rex in aeternum et in saeculum saeculi: perierunt gentes de terra illius. | 16 Ο Κυριος ειναι βασιλευς εις τον αιωνα του αιωνος? τα εθνη θελουσιν εξαλειφθη εκ της γης αυτου. |
17 TAU. Desiderium pauperum exaudisti, Domine; confirmabis cor eorum, intendes aurem tuam | 17 Κυριε, εισηκουσας την επιθυμιαν των πενητων? θελεις στηριξει την καρδιαν αυτων, θελεις καμει προσεκτικον το ωτιον σου? |
18 iudicare pupillo et humili, ut non apponat ultra inducere timorem homo de terra. | 18 δια να κρινης τον ορφανον και τον τεταπεινωμενον, ωστε ο ανθρωπος ο γηινος να μη καταδυναστευη πλεον. |