Salmi 95
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
BIBBIA CEI 2008 | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Venite, cantiamo al Signore,acclamiamo la roccia della nostra salvezza. | 1 Δευτε, ας αγαλλιασθωμεν εις τον Κυριον? ας αλαλαξωμεν εις το φρουριον της σωτηριας ημων. |
2 Accostiamoci a lui per rendergli grazie,a lui acclamiamo con canti di gioia. | 2 Ας προφθασωμεν ενωπιον αυτου μετα δοξολογιας? εν ψαλμοις ας αλαλαξωμεν εις αυτον. |
3 Perché grande Dio è il Signore,grande re sopra tutti gli dèi. | 3 Διοτι Θεος μεγας ειναι ο Κυριος, και Βασιλευς μεγας υπερ παντας τους θεους. |
4 Nella sua mano sono gli abissi della terra,sono sue le vette dei monti. | 4 Διοτι εις αυτου την χειρα ειναι τα βαθη της γης? και τα υψη των ορεων ειναι αυτου. |
5 Suo è il mare, è lui che l’ha fatto;le sue mani hanno plasmato la terra. | 5 Διοτι αυτου ειναι η θαλασσα, και αυτος εκαμεν αυτην? και την ξηραν αι χειρες αυτου επλασαν. |
6 Entrate: prostràti, adoriamo,in ginocchio davanti al Signore che ci ha fatti. | 6 Δευτε, ας προσκυνησωμεν και ας προσπεσωμεν? ας γονατισωμεν ενωπιον του Κυριου, του Ποιητου ημων. |
7 È lui il nostro Dioe noi il popolo del suo pascolo,il gregge che egli conduce.Se ascoltaste oggi la sua voce! | 7 Διοτι αυτος ειναι ο Θεος ημων? και ημεις λαος της βοσκης αυτου και προβατα της χειρος αυτου. Σημερον εαν ακουσητε της φωνης αυτου, |
8 «Non indurite il cuore come a Merìba,come nel giorno di Massa nel deserto, | 8 μη σκληρυνητε την καρδιαν σας, ως εν τω παροργισμω, ως εν τη ημερα του πειρασμου εν τη ερημω? |
9 dove mi tentarono i vostri padri:mi misero alla provapur avendo visto le mie opere. | 9 οπου οι πατερες σας με επειρασαν, με εδοκιμασαν και ειδον τα εργα μου. |
10 Per quarant’anni mi disgustò quella generazionee dissi: “Sono un popolo dal cuore traviato,non conoscono le mie vie”. | 10 Τεσσαρακοντα ετη δυσηρεστηθην με την γενεαν εκεινην, και ειπα, ουτος ειναι λαος πεπλανημενος την καρδιαν, και αυτοι δεν εγνωρισαν τας οδους μου. |
11 Perciò ho giurato nella mia ira:“Non entreranno nel luogo del mio riposo”». | 11 Δια τουτο ωμοσα εν τη οργη μου, οτι εις την αναπαυσιν μου δεν θελουσιν εισελθει. |