Salmi 31
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
NOVA VULGATA | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Magistro chori. Psalmus. David. | 1 Εις τον πρωτον μουσικον. Ψαλμος του Δαβιδ.>> Επι σε, Κυριε, ηλπισα ας μη καταισχυνθω εις τον αιωνα? εν τη δικαιοσυνη σου σωσον με. |
2 In te, Domine, speravi, non confundar in aeternum; in iustitia tua libera me. | 2 Κλινον εις εμε το ωτιον σου? ταχυνον να με ελευθερωσης? γενου εις εμε ισχυρος βραχος? οικος καταφυγης, δια να με σωσης. |
3 Inclina ad me aurem tuam, accelera, ut eruas me. Esto mihi in rupem praesidii et in domum munitam, ut salvum me facias. | 3 Διοτι πετρα μου και φρουριον μου εισαι? και ενεκεν του ονοματος σου οδηγησον με και διαθρεψον με. |
4 Quoniam fortitudo mea et refugium meum es tu et propter nomen tuum deduces me et pasces me. | 4 Εκβαλε με εκ της παγιδος, την οποιαν εκρυψαν δι' εμε? διοτι εισαι η δυναμις μου. |
5 Educes me de laqueo, quem absconderunt mihi, quoniam tu es fortitudo mea. | 5 Εις τας χειρας σου παραδιδω το πνευμα μου? συ με ελυτρωσας, Κυριε ο Θεος της αληθειας. |
6 In manus tuas commendo spiritum meum; redemisti me, Domine, Deus veritatis. | 6 Εμισησα τους προσεχοντας εις τας ματαιοτητας του ψευδους? εγω δε επι τον Κυριον ελπιζω. |
7 Odisti observantes vanitates supervacuas, ego autem in Domino speravi. | 7 Θελω αγαλλεσθαι και ευφραινεσθαι εις το ελεος σου? διοτι ειδες την θλιψιν μου, εγνωρισας την ψυχην μου εν στενοχωριαις, |
8 Exsultabo et laetabor in misericordia tua, quoniam respexisti humilitatem meam; agnovisti necessitates animae meae | 8 και δεν με συνεκλεισας εις την χειρα του εχθρου? εστησας εν ευρυχωρια τους ποδας μου. |
9 nec conclusisti me in manibus inimici; statuisti in loco spatioso pedes meos. | 9 Ελεησον με, Κυριε, διοτι ειμαι εν θλιψει? εμαρανθη απο της λυπης ο οφθαλμος μου, η ψυχη μου και η κοιλια μου. |
10 Miserere mei, Domine, quoniam tribulor; conturbatus est in maerore oculus meus, anima mea et venter meus. | 10 Διοτι εξελιπεν εν οδυνη η ζωη μου και τα ετη μου εν στεναγμοις? ησθενησεν απο ταλαιπωριας μου η δυναμις μου, και τα οστα μου κατεφθαρησαν. |
11 Quoniam defecit in dolore vita mea, et anni mei in gemitibus; infirmata est in paupertate virtus mea, et ossa mea contabuerunt. | 11 Εις παντας τους εχθρους μου εγεινα ονειδος και εις τους γειτονας μου σφοδρα, και φοβος εις τους γνωστους μου? οι βλεποντες με εξω εφευγον απ' εμου. |
12 Apud omnes inimicos meos factus sum opprobrium et vicinis meis valde et timor notis meis: qui videbant me foras, fugiebant a me. | 12 Ελησμονηθην απο της καρδιας ως νεκρος? εγεινα ως σκευος συντετριμμενον. |
13 Oblivioni a corde datus sum tamquam mortuus; factus sum tamquam vas perditum. | 13 Διοτι ηκουσα τον ονειδισμον πολλων? φοβος ητο πανταχοθεν? οτε συνεβουλευθησαν κατ' εμου? εμηχανευθησαν να αφαιρεσωσι την ζωην μου. |
14 Quoniam audivi vituperationem multorum: horror in circuitu; in eo dum convenirent simul adversum me, auferre animam meam consiliati sunt. | 14 Αλλ' εγω επι σε, Κυριε, ηλπισα? ειπα, συ εισαι ο Θεος μου. |
15 Ego autem in te speravi, Domine; dixi: “ Deus meus es tu, | 15 Εις τας χειρας σου ειναι οι καιροι μου? λυτρωσον με εκ χειρος των εχθρων μου και εκ των καταδιωκοντων με. |
16 in manibus tuis sortes meae ”. Eripe me de manu inimicorum meorum et a persequentibus me; | 16 Επιφανον το προσωπον σου επι τον δουλον σου? σωσον με εν τω ελεει σου. |
17 illustra faciem tuam super servum tuum, salvum me fac in misericordia tua. | 17 Κυριε, ας μη καταισχυνθω, διοτι σε επεκαλεσθην? ας καταισχυνθωσιν οι ασεβεις, ας σιωπησωσιν εν τω αδη. |
18 Domine, non confundar, quoniam invocavi te; erubescant impii et obmutescant in inferno. | 18 Αλαλα ας γεινωσι τα χειλη τα δολια, τα λαλουντα σκληρως κατα του δικαιου εν υπερηφανια και καταφρονησει. |
19 Muta fiant labia dolosa, quae loquuntur adversus iustum proterva in superbia et in abusione. | 19 Ποσον μεγαλη ειναι η αγαθοτης σου, την οποιαν εφυλαξας εις τους φοβουμενους σε και ενηργησας εις τους ελπιζοντας επι σε εμπροσθεν των υιων των ανθρωπων. |
20 Quam magna multitudo dulcedinis tuae, Domine, quam abscondisti timentibus te. Perfecisti eis, qui sperant in te, in conspectu filiorum hominum. | 20 Θελεις κρυψει αυτους εν αποκρυφω του προσωπου σου απο της αλαζονειας των ανθρωπων? θελεις κρυψει αυτους εν σκηνη απο της αντιλογιας των γλωσσων. |
21 Abscondes eos in abscondito faciei tuae a conturbatione hominum; proteges eos in tabernaculo a contradictione linguarum. | 21 Ευλογητος ο Κυριος, διοτι εθαυμαστωσε το ελεος αυτου προς εμε εν πολει οχυρα. |
22 Benedictus Dominus, quoniam mirificavit misericordiam suam mihi in civitate munita. | 22 Εγω δε ειπα εν τη εκπληξει μου, Απερριφθην απ' εμπροσθεν των οφθαλμων σου? πλην συ ηκουσας της φωνης των δεησεων μου, οτε εβοησα προς σε. |
23 Ego autem dixi in trepidatione mea: “ Praecisus sum a conspectu oculorum tuorum ”. Verumtamen exaudisti vocem orationis meae, dum clamarem ad te. | 23 Αγαπησατε τον Κυριον, παντες οι οσιοι αυτου? ο Κυριος φυλαττει τους πιστους, και ανταποδιδει περισσως εις τους πραττοντας την υπερηφανιαν. |
24 Diligite Dominum, omnes sancti eius: fideles conservat Dominus et retribuit abundanter facientibus superbiam. | 24 Ανδριζεσθε, και ας κραταιωθη η καρδια σας, παντες οι ελπιζοντες επι Κυριον. |
25 Viriliter agite, et confortetur cor vestrum, omnes, qui speratis in Domino. |