Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Psalmi 105


font
VULGATALXX
1 Alleluja. Confitemini Domino, quoniam bonus,
quoniam in sæculum misericordia ejus.
1 αλληλουια εξομολογεισθε τω κυριω οτι χρηστος οτι εις τον αιωνα το ελεος αυτου
2 Quis loquetur potentias Domini ;
auditas faciet omnes laudes ejus ?
2 τις λαλησει τας δυναστειας του κυριου ακουστας ποιησει πασας τας αινεσεις αυτου
3 Beati qui custodiunt judicium,
et faciunt justitiam in omni tempore.
3 μακαριοι οι φυλασσοντες κρισιν και ποιουντες δικαιοσυνην εν παντι καιρω
4 Memento nostri, Domine, in beneplacito populi tui ;
visita nos in salutari tuo :
4 μνησθητι ημων κυριε εν τη ευδοκια του λαου σου επισκεψαι ημας εν τω σωτηριω σου
5 ad videndum in bonitate electorum tuorum ;
ad lætandum in lætitia gentis tuæ :
ut lauderis cum hæreditate tua.
5 του ιδειν εν τη χρηστοτητι των εκλεκτων σου του ευφρανθηναι εν τη ευφροσυνη του εθνους σου του επαινεισθαι μετα της κληρονομιας σου
6 Peccavimus cum patribus nostris :
injuste egimus ; iniquitatem fecimus.
6 ημαρτομεν μετα των πατερων ημων ηνομησαμεν ηδικησαμεν
7 Patres nostri in Ægypto non intellexerunt mirabilia tua ;
non fuerunt memores multitudinis misericordiæ tuæ.
Et irritaverunt ascendentes in mare, mare Rubrum ;
7 οι πατερες ημων εν αιγυπτω ου συνηκαν τα θαυμασια σου ουκ εμνησθησαν του πληθους του ελεους σου και παρεπικραναν αναβαινοντες εν τη ερυθρα θαλασση
8 et salvavit eos propter nomen suum,
ut notam faceret potentiam suam.
8 και εσωσεν αυτους ενεκεν του ονοματος αυτου του γνωρισαι την δυναστειαν αυτου
9 Et increpuit mare Rubrum et exsiccatum est,
et deduxit eos in abyssis sicut in deserto.
9 και επετιμησεν τη ερυθρα θαλασση και εξηρανθη και ωδηγησεν αυτους εν αβυσσω ως εν ερημω
10 Et salvavit eos de manu odientium,
et redemit eos de manu inimici.
10 και εσωσεν αυτους εκ χειρος μισουντων και ελυτρωσατο αυτους εκ χειρος εχθρου
11 Et operuit aqua tribulantes eos ;
unus ex eis non remansit.
11 και εκαλυψεν υδωρ τους θλιβοντας αυτους εις εξ αυτων ουχ υπελειφθη
12 Et crediderunt verbis ejus,
et laudaverunt laudem ejus.
12 και επιστευσαν εν τοις λογοις αυτου και ησαν την αινεσιν αυτου
13 Cito fecerunt ; obliti sunt operum ejus :
et non sustinuerunt consilium ejus.
13 εταχυναν επελαθοντο των εργων αυτου ουχ υπεμειναν την βουλην αυτου
14 Et concupierunt concupiscentiam in deserto,
et tentaverunt Deum in inaquoso.
14 και επεθυμησαν επιθυμιαν εν τη ερημω και επειρασαν τον θεον εν ανυδρω
15 Et dedit eis petitionem ipsorum,
et misit saturitatem in animas eorum.
15 και εδωκεν αυτοις το αιτημα αυτων και εξαπεστειλεν πλησμονην εις τας ψυχας αυτων
16 Et irritaverunt Moysen in castris ;
Aaron, sanctum Domini.
16 και παρωργισαν μωυσην εν τη παρεμβολη και ααρων τον αγιον κυριου
17 Aperta est terra, et deglutivit Dathan,
et operuit super congregationem Abiron.
17 ηνοιχθη η γη και κατεπιεν δαθαν και εκαλυψεν επι την συναγωγην αβιρων
18 Et exarsit ignis in synagoga eorum :
flamma combussit peccatores.
18 και εξεκαυθη πυρ εν τη συναγωγη αυτων φλοξ κατεφλεξεν αμαρτωλους
19 Et fecerunt vitulum in Horeb,
et adoraverunt sculptile.
19 και εποιησαν μοσχον εν χωρηβ και προσεκυνησαν τω γλυπτω
20 Et mutaverunt gloriam suam
in similitudinem vituli comedentis f?num.
20 και ηλλαξαντο την δοξαν αυτων εν ομοιωματι μοσχου εσθοντος χορτον
21 Obliti sunt Deum qui salvavit eos ;
qui fecit magnalia in Ægypto,
21 επελαθοντο του θεου του σωζοντος αυτους του ποιησαντος μεγαλα εν αιγυπτω
22 mirabilia in terra Cham,
terribilia in mari Rubro.
22 θαυμαστα εν γη χαμ φοβερα επι θαλασσης ερυθρας
23 Et dixit ut disperderet eos,
si non Moyses, electus ejus,
stetisset in confractione in conspectu ejus,
ut averteret iram ejus, ne disperderet eos.
23 και ειπεν του εξολεθρευσαι αυτους ει μη μωυσης ο εκλεκτος αυτου εστη εν τη θραυσει ενωπιον αυτου του αποστρεψαι την οργην αυτου του μη εξολεθρευσαι
24 Et pro nihilo habuerunt terram desiderabilem ;
non crediderunt verbo ejus.
24 και εξουδενωσαν γην επιθυμητην ουκ επιστευσαν τω λογω αυτου
25 Et murmuraverunt in tabernaculis suis ;
non exaudierunt vocem Domini.
25 και εγογγυσαν εν τοις σκηνωμασιν αυτων ουκ εισηκουσαν της φωνης κυριου
26 Et elevavit manum suam super eos
ut prosterneret eos in deserto :
26 και επηρεν την χειρα αυτου αυτοις του καταβαλειν αυτους εν τη ερημω
27 et ut dejiceret semen eorum in nationibus,
et dispergeret eos in regionibus.
27 και του καταβαλειν το σπερμα αυτων εν τοις εθνεσιν και διασκορπισαι αυτους εν ταις χωραις
28 Et initiati sunt Beelphegor,
et comederunt sacrificia mortuorum.
28 και ετελεσθησαν τω βεελφεγωρ και εφαγον θυσιας νεκρων
29 Et irritaverunt eum in adinventionibus suis,
et multiplicata est in eis ruina.
29 και παρωξυναν αυτον εν τοις επιτηδευμασιν αυτων και επληθυνθη εν αυτοις η πτωσις
30 Et stetit Phinees, et placavit,
et cessavit quassatio.
30 και εστη φινεες και εξιλασατο και εκοπασεν η θραυσις
31 Et reputatum est ei in justitiam,
in generationem et generationem usque in sempiternum.
31 και ελογισθη αυτω εις δικαιοσυνην εις γενεαν και γενεαν εως του αιωνος
32 Et irritaverunt eum ad aquas contradictionis,
et vexatus est Moyses propter eos :
32 και παρωργισαν αυτον εφ' υδατος αντιλογιας και εκακωθη μωυσης δι' αυτους
33 quia exacerbaverunt spiritum ejus,
et distinxit in labiis suis.
33 οτι παρεπικραναν το πνευμα αυτου και διεστειλεν εν τοις χειλεσιν αυτου
34 Non disperdiderunt gentes
quas dixit Dominus illis :
34 ουκ εξωλεθρευσαν τα εθνη α ειπεν κυριος αυτοις
35 et commisti sunt inter gentes,
et didicerunt opera eorum ;
35 και εμιγησαν εν τοις εθνεσιν και εμαθον τα εργα αυτων
36 et servierunt sculptilibus eorum,
et factum est illis in scandalum.
36 και εδουλευσαν τοις γλυπτοις αυτων και εγενηθη αυτοις εις σκανδαλον
37 Et immolaverunt filios suos et filias suas dæmoniis.
37 και εθυσαν τους υιους αυτων και τας θυγατερας αυτων τοις δαιμονιοις
38 Et effuderunt sanguinem innocentem,
sanguinem filiorum suorum et filiarum suarum,
quas sacrificaverunt sculptilibus Chanaan.
Et infecta est terra in sanguinibus,
38 και εξεχεαν αιμα αθωον αιμα υιων αυτων και θυγατερων ων εθυσαν τοις γλυπτοις χανααν και εφονοκτονηθη η γη εν τοις αιμασιν
39 et contaminata est in operibus eorum :
et fornicati sunt in adinventionibus suis.
39 και εμιανθη εν τοις εργοις αυτων και επορνευσαν εν τοις επιτηδευμασιν αυτων
40 Et iratus est furore Dominus in populum suum,
et abominatus est hæreditatem suam.
40 και ωργισθη θυμω κυριος επι τον λαον αυτου και εβδελυξατο την κληρονομιαν αυτου
41 Et tradidit eos in manus gentium ;
et dominati sunt eorum qui oderunt eos.
41 και παρεδωκεν αυτους εις χειρας εθνων και εκυριευσαν αυτων οι μισουντες αυτους
42 Et tribulaverunt eos inimici eorum,
et humiliati sunt sub manibus eorum ;
42 και εθλιψαν αυτους οι εχθροι αυτων και εταπεινωθησαν υπο τας χειρας αυτων
43 sæpe liberavit eos.
Ipsi autem exacerbaverunt eum in consilio suo,
et humiliati sunt in iniquitatibus suis.
43 πλεονακις ερρυσατο αυτους αυτοι δε παρεπικραναν αυτον εν τη βουλη αυτων και εταπεινωθησαν εν ταις ανομιαις αυτων
44 Et vidit cum tribularentur,
et audivit orationem eorum.
44 και ειδεν εν τω θλιβεσθαι αυτους εν τω αυτον εισακουσαι της δεησεως αυτων
45 Et memor fuit testamenti sui,
et p?nituit eum secundum multitudinem misericordiæ suæ :
45 και εμνησθη της διαθηκης αυτου και μετεμεληθη κατα το πληθος του ελεους αυτου
46 et dedit eos in misericordias,
in conspectu omnium qui ceperant eos.
46 και εδωκεν αυτους εις οικτιρμους εναντιον παντων των αιχμαλωτισαντων αυτους
47 Salvos nos fac, Domine Deus noster,
et congrega nos de nationibus :
ut confiteamur nomini sancto tuo,
et gloriemur in laude tua.
47 σωσον ημας κυριε ο θεος ημων και επισυναγαγε ημας εκ των εθνων του εξομολογησασθαι τω ονοματι τω αγιω σου του εγκαυχασθαι εν τη αινεσει σου
48 Benedictus Dominus Deus Israël, a sæculo et usque in sæculum ;
et dicet omnis populus : Fiat, fiat.
48 ευλογητος κυριος ο θεος ισραηλ απο του αιωνος και εως του αιωνος και ερει πας ο λαος γενοιτο γενοιτο