Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Psalmi 37


font
VULGATAGREEK BIBLE
1 Psalmus David, in rememorationem de sabbato.1 Ψαλμος του Δαβιδ.>> Μη αγανακτει δια τους πονηρευομενους, μηδε ζηλευε τους εργατας της ανομιας.
2 Domine, ne in furore tuo arguas me,
neque in ira tua corripias me :
2 Διοτι ως χορτος ταχεως θελουσι κοπη, και ως χλωρα βοτανη θελουσι καταμαρανθη.
3 quoniam sagittæ tuæ infixæ sunt mihi,
et confirmasti super me manum tuam.
3 Ελπιζε επι Κυριον και πραττε το αγαθον? κατοικει την γην και νεμου την αληθειαν?
4 Non est sanitas in carne mea, a facie iræ tuæ ;
non est pax ossibus meis, a facie peccatorum meorum :
4 και ευφραινου εν Κυριω, και θελει σοι δωσει τα ζητηματα της καρδιας σου.
5 quoniam iniquitates meæ supergressæ sunt caput meum,
et sicut onus grave gravatæ sunt super me.
5 Αναθες εις τον Κυριον την οδον σου και ελπιζε επ' αυτον, και αυτος θελει ενεργησει?
6 Putruerunt et corruptæ sunt cicatrices meæ,
a facie insipientiæ meæ.
6 και θελει εξαξει ως φως την δικαιοσυνην σου και την κρισιν σου ως μεσημβριαν.
7 Miser factus sum et curvatus sum usque in finem ;
tota die contristatus ingrediebar.
7 Αναπαυου επι τον Κυριον και προσμενε αυτον? μη αγανακτει δια τον κατευοδουμενον εν τη οδω αυτου, δια ανθρωπον πραττοντα παρανομιας.
8 Quoniam lumbi mei impleti sunt illusionibus,
et non est sanitas in carne mea.
8 Παυσον απο θυμου και αφες την οργην? μηδολως αγανακτει ωστε να πραττης πονηρα.
9 Afflictus sum, et humiliatus sum nimis ;
rugiebam a gemitu cordis mei.
9 Διοτι οι πονηρευομενοι θελουσιν εξολοθρευθη? οι δε προσμενοντες τον Κυριον, ουτοι θελουσι κληρονομησει την γην.
10 Domine, ante te omne desiderium meum,
et gemitus meus a te non est absconditus.
10 Διοτι ετι μικρον και ο ασεβης δεν θελει υπαρχει? και θελεις ζητησει τον τοπον αυτου, και δεν θελει ευρεθη?
11 Cor meum conturbatum est ;
dereliquit me virtus mea, et lumen oculorum meorum,
et ipsum non est mecum.
11 οι πραεις ομως θελουσι κληρονομησει την γην? και θελουσι κατατρυφα εν πολλη ειρηνη.
12 Amici mei et proximi mei adversum me appropinquaverunt, et steterunt ;
et qui juxta me erant, de longe steterunt :
et vim faciebant qui quærebant animam meam.
12 Ο ασεβης μηχαναται κατα του δικαιου, και τριζει κατ' αυτου τους οδοντας αυτου.
13 Et qui inquirebant mala mihi, locuti sunt vanitates,
et dolos tota die meditabantur.
13 Ο Κυριος θελει γελασει επ' αυτω, επειδη βλεπει οτι ερχεται η ημερα αυτου.
14 Ego autem, tamquam surdus, non audiebam ;
et sicut mutus non aperiens os suum.
14 Οι ασεβεις εξεσπασαν ρομφαιαν και ενετειναν το τοξον αυτων, δια να καταβαλωσι τον πτωχον και τον πενητα, δια να σφαξωσι τους περιπατουντας εν ευθυτητι.
15 Et factus sum sicut homo non audiens,
et non habens in ore suo redargutiones.
15 Η ρομφαια αυτων θελει εμβη εις την καρδιαν αυτων, και τα τοξα αυτων θελουσι συντριφθη.
16 Quoniam in te, Domine, speravi ;
tu exaudies me, Domine Deus meus.
16 Καλλιον το ολιγον του δικαιου παρα ο πλουτος πολλων ασεβων.
17 Quia dixi : Nequando supergaudeant mihi inimici mei ;
et dum commoventur pedes mei, super me magna locuti sunt.
17 Διοτι οι βραχιονες των ασεβων θελουσι συντριφθη? τους δε δικαιους υποστηριζει ο Κυριος.
18 Quoniam ego in flagella paratus sum,
et dolor meus in conspectu meo semper.
18 Γινωσκει ο Κυριος τας ημερας των αμεμπτων? και η κληρονομια αυτων θελει εισθαι εις τον αιωνα?
19 Quoniam iniquitatem meam annuntiabo,
et cogitabo pro peccato meo.
19 δεν θελουσι καταισχυνθη εν καιρω πονηρω? και εν ημεραις πεινης θελουσι χορτασθη.
20 Inimici autem mei vivunt, et confirmati sunt super me :
et multiplicati sunt qui oderunt me inique.
20 Οι δε ασεβεις θελουσιν εξολοθρευθη? και οι εχθροι του Κυριου, ως το παχος των αρνιων, θελουσιν αναλωθη? εις καπνον θελουσι διαλυθη.
21 Qui retribuunt mala pro bonis detrahebant mihi,
quoniam sequebar bonitatem.
21 Δανειζεται ο ασεβης και δεν αποδιδει, ο δε δικαιος ελεει και διδει.
22 Ne derelinquas me, Domine Deus meus ;
ne discesseris a me.
22 Διοτι οι ευλογημενοι αυτου θελουσι κληρονομησει την γην? οι δε κατηραμενοι αυτου θελουσιν εξολοθρευθη.
23 Intende in adjutorium meum,
Domine Deus salutis meæ.
23 Οταν υπο Κυριου κατευθυνωνται τα διαβηματα του ανθρωπου, η οδος αυτου ειναι αρεστη εις αυτον.
24 Εαν πεση, δεν θελει συντριφθη? διοτι ο Κυριος υποστηριζει την χειρα αυτου.
25 Νεος ημην και ηδη εγηρασα, και δεν ειδον δικαιον εγκαταλελειμμενον ουδε το σπερμα αυτου ζητουν αρτον.
26 Ολην την ημεραν ελεει και δανειζει, και το σπερμα αυτου ειναι εις ευλογιαν.
27 Εκκλινον απο του κακου και πραττε το αγαθον, και θελεις διαμενει εις τον αιωνα.
28 Διοτι ο Κυριος αγαπα κρισιν, και δεν εγκαταλειπει τους οσιους αυτου? εις τον αιωνα θελουσι διαφυλαχθη? το δε σπερμα των ασεβων θελει εξολοθρευθη.
29 Οι δικαιοι θελουσι κληρονομησει την γην, και επ' αυτης θελουσι κατοικει εις τον αιωνα.
30 Το στομα του δικαιου μελετα σοφιαν, και η γλωσσα αυτου λαλει κρισιν.
31 Ο νομος του Θεου αυτου ειναι εν τη καρδια αυτου? τα διαβηματα αυτου δεν θελουσιν ολισθησει.
32 Κατασκοπευει ο αμαρτωλος τον δικαιον και ζητει να θανατωση αυτον.
33 Ο Κυριος δεν θελει αφησει αυτον εις τας χειρας αυτου, ουδε θελει καταδικασει αυτον οταν κρινη αυτον.
34 Προσμενε τον Κυριον και φυλαττε την οδον αυτου, και θελει σε υψωσει δια να κληρονομησης την γην? οταν εξολοθρευθωσιν οι ασεβεις, θελεις ιδει.
35 Ειδον τον ασεβη υπερυψουμενον και εξηπλωμενον ως την χλωραν δαφνην?
36 αλλ' ηφανισθη? και ιδου, δεν υπηρχε? και εζητησα αυτον, και δεν ευρεθη.
37 Παρατηρει τον ακακον και βλεπε τον ευθυν, οτι εις τον ειρηνικον ανθρωπον θελει εισθαι εγκαταλειμμα?
38 οι δε παραβαται θελουσιν ολως εξολοθρευθη? των ασεβων το εγκαταλειμμα θελει αποκοπη.
39 Των δικαιων ομως η σωτηρια ειναι παρα Κυριου? αυτος ειναι η δυναμις αυτων εν καιρω θλιψεως.
40 Και θελει βοηθησει αυτους ο Κυριος, και ελευθερωσει αυτους? θελει ελευθερωσει αυτους απο ασεβων και σωσει αυτους? διοτι ηλπισαν επ' αυτον.