Scrutatio

Sabato, 4 maggio 2024 - San Ciriaco ( Letture di oggi)

Isaia 63


font
BIBBIA MARTINIGREEK BIBLE
1 Chi è questi, che viene da Edom, e di Bosra colla veste tinta di rosso? questi bello a vedersi nel suo paludamento, nella cui andatura spicca la sua molta possanza? Io sono, che parlo giustizia, e sono il protettore, che dà salute.1 Τις ουτος, ο ερχομενος εξ Εδωμ, με ιματια ερυθρα εκ Βοσορρας; ουτος ο ενδοξος εις την στολην αυτου, ο περιπατων εν τη μεγαλειοτητι της δυναμεως αυτου; Εγω, ο λαλων εν δικαιοσυνη, ο ισχυρος εις το σωζειν.
2 Ma, e perchè rossa è la tua roba, e le tue vesti quasi di chi preme le uve nello strettoio?2 Δια τι ειναι ερυθρα η στολη σου και τα ιματια σου ομοια ανθρωπου πατουντος εν ληνω;
3 Io da me solo ho premuto il torchio, e delle genti nissuno è con me. Io gli ho spremuti nel mio furore, e nell'ira mia gli ho conculcati, e il sangue loro è schizzato sulla mia roba, ed ho macchiate tutte le mie vestimenta.3 Επατησα μονος τον ληνον, και ουδεις εκ των λαων ητο μετ' εμου? και κατεπατησα αυτους εν τω θυμω μου και κατελακτισα αυτους εν τη οργη μου? και το αιμα αυτων ερραντισθη επι τα ιματια μου και εμολυνα ολην μου την στολην.
4 Perocché ecco il di fissato in cuor mio per la vendetta; l'anno della redenzione mia è venuto.4 Διοτι η ημερα της εκδικησεως ητο εν τη καρδια μου, και εφθασεν ο ενιαυτος των λελυτρωμενων μου.
5 Mirai all'intorno, e non era chi porgesse la mano; cercai, e non v'ebbe chi desse aiuto: e mi diè salute il mio braccio, e l'ira mia ella stessa mi consortò.5 Και περιεβλεψα και δεν υπηρχεν ο βοηθων? και εθαυμασα οτι δεν υπηρχεν ο υποστηριζων? οθεν ο βραχιων μου ενηργησε σωτηριαν εις εμε? και ο θυμος μου, αυτος με υπεστηριξε.
6 E nel furor mio conculcai i popoli, e della mia indignazione gli inebriai, e gettai a terra la loro fortezza.6 Και κατεπατησα τους λαους εν τη οργη μου και εμεθυσα αυτους εκ του θυμου μου και κατεβιβασα εις την γην το αιμα αυτων.
7 Io mi ricorderò delle misericordie del Signore, e loderò il Signore per tutte le cose, che ha fatte per noi il Signore, e per la moltitudine de' beni donati da lui alla casa d'Israele secondo la sua benignità; e secondo la moltitudine delle sue misericordie.7 Θελω αναφερει τους οικτιρμους του Κυριου, τας αινεσεις του Κυριου, κατα παντα οσα ο Κυριος εκαμεν εις ημας, και την μεγαλην αγαθοτητα προς τον οικον Ισραηλ, την οποιαν εδειξε προς αυτους κατα τους οικτιρμους αυτου και κατα το πληθος του ελεους αυτου.
8 Ed ei disse: Certamente egli è il popol mio, sono figli, non mi rinnegheranno: ed egli fu lor Salvatore.8 Διοτι ειπε, Βεβαιως λαος μου ειναι αυτοι, τεκνα τα οποια δεν θελουσι ψευσθη? και υπηρξεν ο Σωτηρ αυτων.
9 Di qualunque loro tribolazione egli non fu tribolato; e l'Angelo, che sta a lui davanti, li salvò: pella sua carità, e per sua benignità li riscattò, e li sostentò, e gl'ingrandì in ogni tempo.9 Κατα πασας τας θλιψεις αυτων εθλιβετο, και ο αγγελος της παρουσιας αυτου εσωσεν αυτους? εν τη αγαπη αυτου και εν τη ευσπλαγχνια αυτου αυτος ελυτρωσεν αυτους? και εσηκωσεν αυτους και εβαστασεν αυτους πασας τας ημερας του αιωνος.
10 Ma eglino provocarono ad ira, e contristaron lo spirito del suo Santo, ed ei diventò loro nemico, ed ei medesimo li conquise.10 Αυτοι ομως ηπειθησαν και ελυπησαν το αγιον πνευμα αυτου? δια τουτο εστραφη ωστε να γεινη εχθρος αυτων, αυτος επολεμησεν αυτους.
11 Ma si ricordò degli antichi giorni di Mosè, e del suo popolo. Dov' è colui, che dal mare li trasse con que', che pastori erano del suo gregge? Dov'è colui, che in mezzo a loro pose lo spirito del suo Santo?11 Τοτε ενεθυμηθη τας αρχαιας ημερας, τον Μωυσην, τον λαον αυτου, λεγων, Που ειναι ο αναβιβασας αυτους απο της θαλασσης μετα του ποιμενος του ποιμνιου αυτου; που ο θεσας το αγιον αυτου πνευμα εν τω μεσω αυτων;
12 Che stando al fianco di Mosè lo condusse col braccio della sua maestà, che in faccia ad essi divise le acque, per acquistarne rinomanza sempiterna?12 Ο οδηγησας αυτους δια της δεξιας του Μωυσεως με τον ενδοξον βραχιονα αυτου, ο διασχισας τα υδατα εμπροσθεν αυτων, δια να καμη εις εαυτον ονομα αιωνιον;
13 Che per mezzo agli abissi guidolli, come si fa di un cavallo, che in piano deserto non ha inciampo.13 Ο οδηγησας αυτους δια της αβυσσου, ως ιππον δια της ερημου, χωρις να προσκοψωσι;
14 Come giumento, che scende per una valle, lui condusse lo spirito del Signore: così tu (o Dio) fosti condottier del tuo popolo per farti nome di gloria.14 Το πνευμα του Κυριου ανεπαυσεν αυτους ως κτηνος καταβαινον εις την κοιλαδα? ουτως ωδηγησας τον λαον σου, δια να καμης εις σεαυτον ενδοξον ονομα.
15 Pon mente dal cielo, e mira dal luogo santo, dove abiti tu, e la tua gloria: dov'è il tuo zelo, e la tua fortezza, la compassione delle tue viscere, e la molta tua misericordia? Elle si sono rattenute riguardo a me.15 Επιβλεψον εξ ουρανου και ιδε εκ της κατοικιας της αγιοτητος σου και της δοξης σου? που ο ζηλος σου και η δυναμις σου, το πληθος του ελεους σου και των οικτιρμων σου; απεκλεισθησαν εις εμε;
16 Ma tu se' il nostro padre, e Abramo non ci conosce, e Israele non sa chi noi siamo. Tu, Signore, padre nostro, redentor nostro, questo è ab eterno il tuo nome.16 Συ βεβαιως εισαι ο Πατηρ ημων, αν και ο Αβρααμ δεν εξευρη ημας και ο Ισραηλ δεν γνωριζη ημας? συ, Κυριε, εισαι ο Πατηρ ημων? Λυτρωτης ημων ειναι το ονομα σου απ' αιωνος.
17 E perchè, o Signore, facesti tu, che noi deviassimo dalle tue vie; indurasti il cuor nostro, onde noi non avessimo timore di te? Volgiti a noi per amore de' servi tuoi, e delle tribù, che son tua eredità.17 Δια τι Κυριε, αφηκας ημας να αποπλανωμεθα απο των οδων σου και να σκληρυνωμεν την καρδιαν ημων, ωστε να μη σε φοβωμεθα; επιστρεψον ενεκεν των δουλων σου, των φυλων της κληρονομιας σου.
18 Come di cosa da nulla si son fatti padroni del tuo popolo santo: i nostri nemici han conculcato il tuo santuario.18 Ως πραγμα ελαχιστον κατεκυριευσαν τον αγιον σου λαον? οι εναντιοι ημων κατεπατησαν το αγιαστηριον σου.
19 Siam divenuti come da principio, quando tu non avevi preso dominio di noi, e noi non portavamo il tuo nome.19 Κατεσταθημεν ως εκεινοι, επι τους οποιους δεν εδεσποσας ποτε ουδε επεκληθη το ονομα σου επ' αυτους.