1 Annunzio pesante contro il mare del deserto. Da un deserto, da un'orrida terra egli viene, come dall'Affrico vengono i turbini. | 1 Η κατα της ερημου της θαλασσης ορασις. Καθως οι διαβαινοντες ανεμοστροβιλοι της μεσημβριας, ουτως ερχεται απο της ερημου, απο γης τρομερας. |
2 Una dura visione è stata annunziata a me. L'incredulo opera da infedele, il saccheggiatore devasta. Mettiti in marcia, o Elam, poni l'assedio, o Medo. Io darò requie a tutti quelli, ch'ella facea sospirare. | 2 Σκληρον οραμα εφανερωθη εις εμε? ο καταδυναστευων καταδυναστευει και ο πορθων πορθει. Αναβηθι, Ελαμ? πολιορκησον, Μηδια? επαυσα πασας τας καταδυναστειας αυτης. |
3 Per questo son pieni di dolore, e gli affetti miei sono in affanno, quale è quello di una partoriente: mi sbigottii all'udire, fui atterrito al vedere. | 3 Δια τουτο η οσφυς μου ειναι πληρης οδυνης? πονοι με εκυριευσαν, ως οι πονοι της τικτουσης? εκυρτωθην εις την ακροασιν αυτου? συνεταραχθην εις την θεαν αυτου. |
4 Il cuor mi si strugge; l'orrore mi prende stupido. Babilonia la mia diletta è per me oggetto di sbalordimento. | 4 Η καρδια μου κλονιζεται? τρομος με εξεπληξεν? η νυξ της ευφροσυνης μου εις φρικην μετεβληθη εν εμοι. |
5 Prepara la mensa: sta spiando da una vedetta: voi, che mangiate, e bevete, alzatevi, o principi, date di piglio allo scudo. | 5 Ετοιμαζεται η τραπεζα? φυλαττουσι σκοπιαν, τρωγουσι, πινουσι? σηκωθητε, στραταρχαι, ετοιμασατε ασπιδας. |
6 Imperocché il Signore mi ha parlato così: Va, metti una sentinella, ed ella dia avvisso di tutto quel, che vedrà. | 6 Διοτι ο Κυριος ειπεν ουτω προς εμε? Υπαγε, στησον σκοπευτην, δια να αναγγελλη ο, τι βλεπει. |
7 Ed ella vide una pariglia di due cavalieri, uno cavalcava un asino, altro cavalcava un cammello, e li contemplò attentamente per molto tempo. | 7 Και ειδεν αναβατας δυο ιππεις, αναβατην ονου και αναβατην καμηλου? και επροσεξεν επιμελως μετα πολλης προσοχης. |
8 E gridò qual lione: Io sto alla vedetta da parte del Signore: io vi sto continuamente di giorno, e io sto vegliando al mio posto le intere notti. | 8 Και εφωναξεν ως λεων, Ακαταπαυστως, κυριε μου, ισταμαι εν τη σκοπια την ημεραν και φυλαττω πασας τας νυκτας? |
9 Ecco, che viene la pariglia de cavalieri sulle loro cavalcature; e soggiunse, e disse: E caduta, è caduta Babilonia, e tutte le statue de suoi dei sono infrante sulla terra. | 9 και ιδου, ερχονται εδω αναβαται ανδρες δυο ιππεις. Και απεκριθη και ειπεν, Επεσεν, επεσεν η Βαβυλων, και πασαι αι γλυπται εικονες των θεων αυτης συνετριφθησαν κατα γης. |
10 Voi mia battitura, voi figli della aia mia, a voi ho io annunziato quello,che udii dal Signor degli eserciti, dal Dio d'Israele. | 10 Αλωνισμα μου και σιτε του αλωνιου μου, εφανερωσα εις εσας εκεινο, το οποιον ηκουσα παρα του Κυριου των δυναμεων, του Θεου του Ισραηλ. |
11 Annunzio pesante contro Duma: Gridano a me da Seir: Sentinella, che è stato questa notte? sentinella, che è stato questa notte? | 11 Η κατα Δουμα ορασις. Προς εμε φωναζει απο Σηειρ, Φρουρε, τι περι της νυκτος; φρουρε, τι περι της νυκτος; |
12 La sentinella risponde: E' venuto il mattino, e la notte: se voi cercate, cercate, e di nuovo venite. | 12 Ο φρουρος ειπε, Το πρωι ηλθεν, ετι και η νυξ? αν θελητε να ερωτησητε, ερωτατε? επιστρεψατε, ελθετε. |
13 Annunzio pesante contro l'Arabia: Voi dormirete la sera nella boscaglia sulla strada di Dedanim. | 13 Η κατα Αραβιας ορασις. Εν τω δασει της Αραβιας θελετε διανυκτερευσει, συνοδιαι των Δαιδανιτων. |
14 Voi, che abitate dalla parte di mezzodì, andate incontro, portate acqua all'assetato, e andate incontro al fuggitivo, portando pane. | 14 Φερετε υδωρ εις συναντησιν του διψωντος, κατοικοι της γης Θαιμαν? προυπαντατε με αρτους τον φευγοντα. |
15 Perocché fuggono il terror delle spade, il terrore della spade pendente, il terrore dell'arco teso, il terrore del duro combattimento: | 15 Διοτι φευγουσιν απο προσωπου των ξιφων, απο προσωπου του γεγυμνωμενου ξιφους και απο προσωπου του εντεταμενου τοξου και απο προσωπου της ορμης του πολεμου. |
16 Imperocché così dice a me il Signore: Ancor un anno, anno qual è quello di un bracciante, e sparirà tutta la gloria di Cedar. | 16 Διοτι ο Κυριος ειπεν ουτω προς εμε? Εντος ενος ετους, ως ειναι τα ετη του μισθωτου, θελει εκλειψει βεβαιως πασα η δοξα της Κηδαρ? |
17 E il numero, che resterà de forti arcieri di Cedar, sarà piccolo; perocché il Signore Dio d'Israele ha parlato. | 17 και το υπολοιπον του αριθμου των ισχυρων τοξοτων εκ των υιων του Κηδαρ θελουσιν ελαττωθη? διοτι Κυριος ο Θεος του Ισραηλ ελαλησε. |