Scrutatio

Lunedi, 29 aprile 2024 - Santa Caterina da Siena ( Letture di oggi)

Psalmi 68


font
VULGATALXX
1 In finem, pro iis qui commutabuntur. David.1 εις το τελος υπερ των αλλοιωθησομενων τω δαυιδ
2 Salvum me fac, Deus,
quoniam intraverunt aquæ usque ad animam meam.
2 σωσον με ο θεος οτι εισηλθοσαν υδατα εως ψυχης μου
3 Infixus sum in limo profundi et non est substantia.
Veni in altitudinem maris, et tempestas demersit me.
3 ενεπαγην εις ιλυν βυθου και ουκ εστιν υποστασις ηλθον εις τα βαθη της θαλασσης και καταιγις κατεποντισεν με
4 Laboravi clamans, raucæ factæ sunt fauces meæ ;
defecerunt oculi mei, dum spero in Deum meum.
4 εκοπιασα κραζων εβραγχιασεν ο λαρυγξ μου εξελιπον οι οφθαλμοι μου απο του ελπιζειν επι τον θεον μου
5 Multiplicati sunt super capillos capitis mei
qui oderunt me gratis.
Confortati sunt qui persecuti sunt me
inimici mei injuste ;
quæ non rapui, tunc exsolvebam.
5 επληθυνθησαν υπερ τας τριχας της κεφαλης μου οι μισουντες με δωρεαν εκραταιωθησαν οι εχθροι μου οι εκδιωκοντες με αδικως α ουχ ηρπασα τοτε απετιννυον
6 Deus, tu scis insipientiam meam ;
et delicta mea a te non sunt abscondita.
6 ο θεος συ εγνως την αφροσυνην μου και αι πλημμελειαι μου απο σου ουκ εκρυβησαν
7 Non erubescant in me qui exspectant te, Domine, Domine virtutum ;
non confundantur super me qui quærunt te, Deus Israël.
7 μη αισχυνθειησαν επ' εμοι οι υπομενοντες σε κυριε κυριε των δυναμεων μη εντραπειησαν επ' εμοι οι ζητουντες σε ο θεος του ισραηλ
8 Quoniam propter te sustinui opprobrium ;
operuit confusio faciem meam.
8 οτι ενεκα σου υπηνεγκα ονειδισμον εκαλυψεν εντροπη το προσωπον μου
9 Extraneus factus sum fratribus meis,
et peregrinus filiis matris meæ.
9 απηλλοτριωμενος εγενηθην τοις αδελφοις μου και ξενος τοις υιοις της μητρος μου
10 Quoniam zelus domus tuæ comedit me,
et opprobria exprobrantium tibi ceciderunt super me.
10 οτι ο ζηλος του οικου σου κατεφαγεν με και οι ονειδισμοι των ονειδιζοντων σε επεπεσαν επ' εμε
11 Et operui in jejunio animam meam,
et factum est in opprobrium mihi.
11 και συνεκαμψα εν νηστεια την ψυχην μου και εγενηθη εις ονειδισμον εμοι
12 Et posui vestimentum meum cilicium ;
et factus sum illis in parabolam.
12 και εθεμην το ενδυμα μου σακκον και εγενομην αυτοις εις παραβολην
13 Adversum me loquebantur qui sedebant in porta,
et in me psallebant qui bibebant vinum.
13 κατ' εμου ηδολεσχουν οι καθημενοι εν πυλη και εις εμε εψαλλον οι πινοντες τον οινον
14 Ego vero orationem meam ad te, Domine ;
tempus beneplaciti, Deus.
In multitudine misericordiæ tuæ,
exaudi me in veritate salutis tuæ.
14 εγω δε τη προσευχη μου προς σε κυριε καιρος ευδοκιας ο θεος εν τω πληθει του ελεους σου επακουσον μου εν αληθεια της σωτηριας σου
15 Eripe me de luto, ut non infigar ;
libera me ab iis qui oderunt me, et de profundis aquarum.
15 σωσον με απο πηλου ινα μη εμπαγω ρυσθειην εκ των μισουντων με και εκ του βαθους των υδατων
16 Non me demergat tempestas aquæ,
neque absorbeat me profundum,
neque urgeat super me puteus os suum.
16 μη με καταποντισατω καταιγις υδατος μηδε καταπιετω με βυθος μηδε συσχετω επ' εμε φρεαρ το στομα αυτου
17 Exaudi me, Domine, quoniam benigna est misericordia tua ;
secundum multitudinem miserationum tuarum respice in me.
17 εισακουσον μου κυριε οτι χρηστον το ελεος σου κατα το πληθος των οικτιρμων σου επιβλεψον επ' εμε
18 Et ne avertas faciem tuam a puero tuo ;
quoniam tribulor, velociter exaudi me.
18 μη αποστρεψης το προσωπον σου απο του παιδος σου οτι θλιβομαι ταχυ επακουσον μου
19 Intende animæ meæ, et libera eam ;
propter inimicos meos, eripe me.
19 προσχες τη ψυχη μου και λυτρωσαι αυτην ενεκα των εχθρων μου ρυσαι με
20 Tu scis improperium meum, et confusionem meam, et reverentiam meam ;
20 συ γαρ γινωσκεις τον ονειδισμον μου και την αισχυνην μου και την εντροπην μου εναντιον σου παντες οι θλιβοντες με
21 in conspectu tuo sunt omnes qui tribulant me.
Improperium exspectavit cor meum et miseriam :
et sustinui qui simul contristaretur, et non fuit ;
et qui consolaretur, et non inveni.
21 ονειδισμον προσεδοκησεν η ψυχη μου και ταλαιπωριαν και υπεμεινα συλλυπουμενον και ουχ υπηρξεν και παρακαλουντας και ουχ ευρον
22 Et dederunt in escam meam fel,
et in siti mea potaverunt me aceto.
22 και εδωκαν εις το βρωμα μου χολην και εις την διψαν μου εποτισαν με οξος
23 Fiat mensa eorum coram ipsis in laqueum,
et in retributiones, et in scandalum.
23 γενηθητω η τραπεζα αυτων ενωπιον αυτων εις παγιδα και εις ανταποδοσιν και εις σκανδαλον
24 Obscurentur oculi eorum, ne videant,
et dorsum eorum semper incurva.
24 σκοτισθητωσαν οι οφθαλμοι αυτων του μη βλεπειν και τον νωτον αυτων δια παντος συγκαμψον
25 Effunde super eos iram tuam,
et furor iræ tuæ comprehendat eos.
25 εκχεον επ' αυτους την οργην σου και ο θυμος της οργης σου καταλαβοι αυτους
26 Fiat habitatio eorum deserta,
et in tabernaculis eorum non sit qui inhabitet.
26 γενηθητω η επαυλις αυτων ηρημωμενη και εν τοις σκηνωμασιν αυτων μη εστω ο κατοικων
27 Quoniam quem tu percussisti persecuti sunt,
et super dolorem vulnerum meorum addiderunt.
27 οτι ον συ επαταξας αυτοι κατεδιωξαν και επι το αλγος των τραυματιων σου προσεθηκαν
28 Appone iniquitatem super iniquitatem eorum,
et non intrent in justitiam tuam.
28 προσθες ανομιαν επι την ανομιαν αυτων και μη εισελθετωσαν εν δικαιοσυνη σου
29 Deleantur de libro viventium,
et cum justis non scribantur.
29 εξαλειφθητωσαν εκ βιβλου ζωντων και μετα δικαιων μη γραφητωσαν
30 Ego sum pauper et dolens ;
salus tua, Deus, suscepit me.
30 πτωχος και αλγων ειμι εγω και η σωτηρια του προσωπου σου ο θεος αντελαβετο μου
31 Laudabo nomen Dei cum cantico,
et magnificabo eum in laude :
31 αινεσω το ονομα του θεου μετ' ωδης μεγαλυνω αυτον εν αινεσει
32 et placebit Deo super vitulum novellum,
cornua producentem et ungulas.
32 και αρεσει τω θεω υπερ μοσχον νεον κερατα εκφεροντα και οπλας
33 Videant pauperes, et lætentur ;
quærite Deum, et vivet anima vestra :
33 ιδετωσαν πτωχοι και ευφρανθητωσαν εκζητησατε τον θεον και ζησεται η ψυχη υμων
34 quoniam exaudivit pauperes Dominus,
et vinctos suos non despexit.
34 οτι εισηκουσεν των πενητων ο κυριος και τους πεπεδημενους αυτου ουκ εξουδενωσεν
35 Laudent illum cæli et terra ;
mare, et omnia reptilia in eis.
35 αινεσατωσαν αυτον οι ουρανοι και η γη θαλασσα και παντα τα ερποντα εν αυτοις
36 Quoniam Deus salvam faciet Sion,
et ædificabuntur civitates Juda,
et inhabitabunt ibi, et hæreditate acquirent eam.
36 οτι ο θεος σωσει την σιων και οικοδομηθησονται αι πολεις της ιουδαιας και κατοικησουσιν εκει και κληρονομησουσιν αυτην
37 Et semen servorum ejus possidebit eam ;
et qui diligunt nomen ejus habitabunt in ea.
37 και το σπερμα των δουλων αυτου καθεξουσιν αυτην και οι αγαπωντες το ονομα αυτου κατασκηνωσουσιν εν αυτη