Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Psalmi 34


font
VULGATAGREEK BIBLE
1 Ipsi David. Judica, Domine, nocentes me ;
expugna impugnantes me.
1 Ψαλμος του Δαβιδ, οτε μετεβαλε τον τροπον αυτου εμπροσθεν του Αβιμελεχ? ουτος δε απελυσεν αυτον, και απηλθε.>> Θελω ευλογει τον Κυριον εν παντι καιρω? η αινεσις αυτου θελει εισθαι διαπαντος εν τω στοματι μου.
2 Apprehende arma et scutum,
et exsurge in adjutorium mihi.
2 Εις τον Κυριον θελει καυχασθαι η ψυχη μου? οι ταπεινοι θελουσιν ακουσει, και θελουσι χαρη.
3 Effunde frameam, et conclude adversus eos qui persequuntur me ;
dic animæ meæ : Salus tua ego sum.
3 Μεγαλυνατε τον Κυριον μετ' εμου, και ας υψωσωμεν ομου το ονομα αυτου.
4 Confundantur et revereantur quærentes animam meam ;
avertantur retrorsum et confundantur cogitantes mihi mala.
4 Εξεζητησα τον Κυριον, και επηκουσε μου, και εκ παντων των φοβων μου με ηλευθερωσεν.
5 Fiant tamquam pulvis ante faciem venti,
et angelus Domini coarctans eos.
5 Απεβλεψαν προς αυτον και εφωτισθησαν, και τα προσωπα αυτων δεν κατησχυνθησαν.
6 Fiat via illorum tenebræ et lubricum,
et angelus Domini persequens eos.
6 Ουτος ο πτωχος εκραξε, και ο Κυριος εισηκουσε, και εκ πασων των θλιψεων αυτου εσωσεν αυτον.
7 Quoniam gratis absconderunt mihi interitum laquei sui ; supervacue exprobraverunt animam meam.
7 Αγγελος Κυριου στρατοπεδευει κυκλω των φοβουμενων αυτον και ελευθερονει αυτους.
8 Veniat illi laqueus quem ignorat,
et captio quam abscondit apprehendat eum,
et in laqueum cadat in ipsum.
8 Γευθητε και ιδετε οτι αγαθος ο Κυριος? μακαριος ο ανθρωπος ο ελπιζων επ' αυτον.
9 Anima autem mea exsultabit in Domino,
et delectabitur super salutari suo.
9 Φοβηθητε τον Κυριον, οι αγιοι αυτου? διοτι δεν υπαρχει στερησις εις τους φοβουμενους αυτον.
10 Omnia ossa mea dicent :
Domine, quis similis tibi ?
eripiens inopem de manu fortiorum ejus ;
egenum et pauperem a diripientibus eum.
10 Οι πλουσιοι πτωχευουσι και πεινωσιν? αλλ' οι εκζητουντες τον Κυριον δεν στερουνται ουδενος αγαθου.
11 Surgentes testes iniqui,
quæ ignorabam interrogabant me.
11 Ελθετε, τεκνα, ακουσατε μου? τον φοβον του Κυριου θελω σας διδαξει.
12 Retribuebant mihi mala pro bonis,
sterilitatem animæ meæ.
12 Τις ειναι ο ανθρωπος οστις θελει ζωην, αγαπα ημερας, δια να ιδη καλον;
13 Ego autem, cum mihi molesti essent, induebar cilicio ;
humiliabam in jejunio animam meam,
et oratio mea in sinu meo convertetur.
13 Φυλαττε την γλωσσαν σου απο κακου, και τα χειλη σου απο του να λαλωσι δολον?
14 Quasi proximum et quasi fratrem nostrum sic complacebam ;
quasi lugens et contristatus sic humiliabar.
14 Εκκλινον απο του κακου και πραττε το αγαθον? ζητει ειρηνην και κυνηγει αυτην.
15 Et adversum me lætati sunt, et convenerunt ;
congregata sunt super me flagella, et ignoravi.
15 Οι οφθαλμοι του Κυριου ειναι επι τους δικαιους, και τα ωτα αυτου εις την κραυγην αυτων.
16 Dissipati sunt, nec compuncti ;
tentaverunt me, subsannaverunt me subsannatione ;
frenduerunt super me dentibus suis.
16 Το προσωπον του Κυριου ειναι κατα των πραττοντων κακον, δια να αφανιση απο της γης το μνημοσυνον αυτων.
17 Domine, quando respicies ?
Restitue animam meam a malignitate eorum ;
a leonibus unicam meam.
17 Εκραξαν οι δικαιοι, και ο Κυριος εισηκουσε, και εκ πασων των θλιψεων αυτων ελευθερωσεν αυτους.
18 Confitebor tibi in ecclesia magna ; in populo gravi laudabo te.
18 Ο Κυριος ειναι πλησιον των συντετριμμενων την καρδιαν, και σωζει τους ταπεινους το πνευμα.
19 Non supergaudeant mihi qui adversantur mihi inique,
qui oderunt me gratis, et annuunt oculis.
19 Πολλαι αι θλιψεις του δικαιου, αλλ' εκ πασων τουτων θελει ελευθερωσει αυτον ο Κυριος.
20 Quoniam mihi quidem pacifice loquebantur ;
et in iracundia terræ loquentes, dolos cogitabant.
20 Αυτος φυλαττει παντα τα οστα αυτου? ουδεν εκ τουτων θελει συντριφθη.
21 Et dilataverunt super me os suum ;
dixerunt : Euge, euge ! viderunt oculi nostri.
21 Η κακια θελει θανατωσει τον αμαρτωλον? και οι μισουντες τον δικαιον θελουσιν απολεσθη.
22 Vidisti, Domine : ne sileas ;
Domine, ne discedas a me.
22 Ο Κυριος λυτρονει την ψυχην των δουλων αυτου, και δεν θελουσιν απολεσθη παντες οι ελπιζοντες επ' αυτον.
23 Exsurge et intende judicio meo, Deus meus ;
et Dominus meus, in causam meam.
24 Judica me secundum justitiam tuam, Domine Deus meus,
et non supergaudeant mihi.
25 Non dicant in cordibus suis : Euge, euge, animæ nostræ ;
nec dicant : Devoravimus eum.
26 Erubescant et revereantur simul qui gratulantur malis meis ;
induantur confusione et reverentia qui magna loquuntur super me.
27 Exsultent et lætentur qui volunt justitiam meam ;
et dicant semper : Magnificetur Dominus, qui volunt pacem servi ejus.
28 Et lingua mea meditabitur justitiam tuam ;
tota die laudem tuam.