Giobbe 30
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
BIBBIA CEI 2008 | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Ora, invece, si burlano di me i più giovani di me in età, i cui padri non avrei degnato di mettere tra i cani del mio gregge. | 1 Αλλα τωρα οι νεωτεροι μου την ηλικιαν με περιγελωσι, των οποιων τους πατερας δεν ηθελον καταδεχθη να βαλω μετα των κυνων του ποιμνιου μου. |
2 Anche la forza delle loro mani a che mi giova? Hanno perduto ogni vigore; | 2 Και εις τι τωοντι ηδυνατο να με ωφεληση η δυναμις των χειρων αυτων, εις τους οποιους η ισχυς εξελιπε; |
3 disfatti dall’indigenza e dalla fame, brucano per l’arido deserto, | 3 Δι' ενδειαν και πειναν ησαν απομεμονωμενοι? εφευγον εις γην ανυδρον, σκοτεινην, ηφανισμενην και ερημον? |
4 da lungo tempo regione desolata, raccogliendo erbe amare accanto ai cespugli e radici di ginestra per loro cibo. | 4 εκοπτον μολοχην πλησιον των θαμνων και την ριζαν των αρκευθων δια τροφην αυτων. |
5 Espulsi dalla società, si grida dietro a loro come al ladro; | 5 Ησαν εκ μεσου δεδιωγμενοι? εφωναζον επ' αυτους ως κλεπτας. |
6 dimorano perciò in orrendi dirupi, nelle grotte della terra e nelle rupi. | 6 Κατωκουν εν τοις κρημνοις των χειμαρρων, ταις τρυπαις της γης και τοις βροχοις. |
7 In mezzo alle macchie urlano accalcandosi sotto i roveti, | 7 Μεταξυ των θαμνων ωγκωντο? υποκατω των ακανθων συνηγοντο? |
8 razza ignobile, razza senza nome, cacciati via dalla terra. | 8 αφρονες και δυσφημοι, εκδεδιωγμενοι εκ της γης. |
9 Ora, invece, io sono la loro canzone, sono diventato la loro favola! | 9 Και τωρα εγω ειμαι το τραγωδιον αυτων, ειμαι και η παροιμια αυτων. |
10 Hanno orrore di me e mi schivano né si trattengono dallo sputarmi in faccia! | 10 Με βδελυττονται, απομακρυνονται απ' εμου, και δεν συστελλονται να πτυωσιν εις το προσωπον μου. |
11 Egli infatti ha allentato il mio arco e mi ha abbattuto, ed essi di fronte a me hanno rotto ogni freno. | 11 Επειδη ο Θεος διελυσε την υπεροχην μου και με εθλιψεν, απερριψαν και αυτοι τον χαλινον εμπροσθεν μου. |
12 A destra insorge la plebaglia, per far inciampare i miei piedi e tracciare contro di me la strada dello sterminio. | 12 Εκ δεξιων ανιστανται οι νεοι? απωθουσι τους ποδας μου, και ετοιμαζουσι κατ' εμου τας ολεθριους οδους αυτων. |
13 Hanno sconvolto il mio sentiero, cospirando per la mia rovina, e nessuno si oppone a loro. | 13 Ανατρεπουσι την οδον μου, επαυξανουσι την συμφοραν μου, χωρις να εχωσι βοηθον. |
14 Irrompono come da una larga breccia, sbucano in mezzo alle macerie. | 14 Εφορμωσιν ως σφοδρα πλημμυρα, επι της ερημωσεως μου περικυλιονται. |
15 I terrori si sono volti contro di me; si è dileguata, come vento, la mia dignità e come nube è svanita la mia felicità. | 15 Τρομοι εστραφησαν επ' εμε? καταδιωκουσι την ψυχην μου ως ανεμος? και η σωτηρια μου παρερχεται ως νεφος. |
16 Ed ora mi consumo, mi hanno colto giorni funesti. | 16 Και τωρα η ψυχη μου εξεχυθη εντος μου? ημεραι θλιψεως με κατελαβον. |
17 Di notte mi sento trafiggere le ossa e i dolori che mi rodono non mi danno riposo. | 17 Την νυκτα τα οστα μου διεπερασθησαν εν εμοι, και τα νευρα μου δεν αναπαυονται. |
18 A gran forza egli mi afferra per la veste, mi stringe come il collo della mia tunica. | 18 Υπο της σφοδρας δυναμεως ηλλοιωθη το ενδυμα μου? με περισφιγγει ως το περιλαιμιον του χιτωνος μου. |
19 Mi ha gettato nel fango: sono diventato come polvere e cenere. | 19 Με ερριψεν εις τον πηλον, και ωμοιωθην με χωμα και κονιν. |
20 Io grido a te, ma tu non mi rispondi, insisto, ma tu non mi dai retta. | 20 Κραζω προς σε, και δεν μοι αποκρινεσαι? ισταμαι, και με παραβλεπεις. |
21 Sei diventato crudele con me e con la forza delle tue mani mi perseguiti; | 21 Εγεινες ανελεημων προς εμε? δια της κραταιας χειρος σου με μαστιγονεις. |
22 mi sollevi e mi poni a cavallo del vento e mi fai sballottare dalla bufera. | 22 Με εσηκωσας επι τον ανεμον? με επεβιβασας και διελυσας την ουσιαν μου. |
23 So bene che mi conduci alla morte, alla casa dove convengono tutti i viventi. | 23 Εξευρω μεν οτι θελεις με φερει εις θανατον και τον οικον τον προσδιωρισμενον εις παντα ζωντα. |
24 Nella disgrazia non si tendono forse le braccia e non si invoca aiuto nella sventura? | 24 Αλλα δεν θελει εκτεινει χειρα εις τον ταφον, εαν κραζωσι προς αυτον οταν αφανιζη. |
25 Non ho forse pianto con chi aveva una vita dura e non mi sono afflitto per chi era povero? | 25 Δεν εκλαυσα εγω δια τον οντα εν ημεραις σκληραις, και ελυπηθη η ψυχη μου δια τον πτωχον; |
26 Speravo il bene ed è venuto il male, aspettavo la luce ed è venuto il buio. | 26 Ενω περιεμενον το καλον, τοτε ηλθε το κακον? και ενω ανεμενον το φως, τοτε ηλθε το σκοτος. |
27 Le mie viscere ribollono senza posa e giorni d’affanno mi hanno raggiunto. | 27 Τα εντοσθια μου ανεβρασαν και δεν ανεπαυθησαν? ημεραι θλιψεως με προεφθασαν. |
28 Avanzo con il volto scuro, senza conforto, nell’assemblea mi alzo per invocare aiuto. | 28 Περιεπατησα μελαγχροινος ουχι υπο ηλιου? εσηκωθην, εβοησα εν συναξει. |
29 Sono divenuto fratello degli sciacalli e compagno degli struzzi. | 29 Εγεινα αδελφος των δρακοντων και συντροφος των στρουθοκαμηλων. |
30 La mia pelle annerita si stacca, le mie ossa bruciano per la febbre. | 30 Το δερμα μου εμαυρισεν επ' εμε, και τα οστα μου κατεκαυθησαν υπο της φλογωσεως. |
31 La mia cetra accompagna lamenti e il mio flauto la voce di chi piange. | 31 Η δε κιθαρα μου μετεβληθη εις πενθος και το οργανον μου εις φωνην κλαιοντων. |