Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Geremia 8


font
BIBBIA MARTINIGREEK BIBLE
1 In quel tempo, dice il Signore, saran gettate fuora de' lor sepolcri le ossa dei re di Giuda, e le ossa de' suoi principi, e le ossa de' sacerdoti, e le ossa de' profeti, e le ossa di quegli, che abitaron Gerusalemme:1 Εν τω καιρω εκεινω, λεγει Κυριος, θελουσιν εκριψει τα οστα των βασιλεων του Ιουδα και τα οστα των αρχοντων αυτου και τα οστα των ιερεων, και τα οστα των προφητων και τα οστα των κατοικων της Ιερουσαλημ, απο των ταφων αυτων?
2 E le esporranno al sole, e alla luna, e a tutta la milizia del cielo, che son le cose, ch'essi hanno amato, e alle quali hanno servito, e dietro alle quali andavano, e le quali cercavano, e adoravano. Le ossa non saranno raccolte, né seppellite: saran come sterco sulla faccia della terra.2 και θελουσιν απλωσει αυτα κατεναντι του ηλιου και της σεληνης και κατεναντι πασης της στρατιας του ουρανου, τα οποια ηγαπησαν και τα οποια ελατρευσαν και οπισω των οποιων περιεπατησαν και τα οποια εξεζητησαν και τα οποια προσεκυνησαν? δεν θελουσι συναχθη ουδε ταφη? θελουσιν εισθαι δια κοπριαν επι του προσωπου της γης.
3 E ameranno la morte più che la vita tutti quelli, che di questa stirpe pessima resteranno in tutti i luoghi abbandonati, dov' io gli ho cacciati, dice il Signore degli eserciti.3 Και ο θανατος θελει εισθαι προτιμοτερος παρα την ζωην εις απαν το υπολοιπον των εναπολειφθεντων απο εκεινης της πονηρας γενεας, οσοι ηθελον μεινει εν πασι τοις τοποις, οπου ηθελον εξωσει αυτους, λεγει ο Κυριος των δυναμεων.
4 Ma tu dirai loro: Queste cose dice il Signore: Forse colui, che cade, non si rialza? E chi è uscito di strada non la ripiglia?4 Και θελεις ειπει προς αυτους, Ουτω λεγει Κυριος? Εαν τις πεση, δεν σηκονεται; εαν τις εκκλινη, δεν θελει επιστρεψει;
5 E perchè adunque questo popolo di Gerusalemme si è ribellato con ribellione pertinace? Hanno stretta la menzogna, e non han voluto ricredersi.5 Δια τι ο λαος ουτος της Ιερουσαλημ εστραφη παντοτεινην στροφην; προσηλονονται εις την απατην, αρνουνται να επιστρεψωσιν.
6 Io li considerai, e gli ascoltai: nissuno parla di quel, che è bene, nissuno è, che faccia penitenza del suo peccato, e dica: Che ho fatt'io? Si sono tutti rivolti alla loro carriera come cavallo, che impetuosamente va alla battaglia.6 Ηκροασθην και ηκουσα, αλλα δεν ελαλησαν εν ευθυτητι? δεν υπαρχει ουδεις μετανοων απο της κακιας αυτου, λεγων, Τι επραξα; πας τις εστραφη εις την οδον αυτου, ως ιππος εφορμων εις την μαχην.
7 Il nibbio nell'aria conosce il suo tempo; la tortorella, e la rondine, e la cicogna osservan costantemente il tempo del lor passaggio; ma il mio popolo non ha conosciuto il giudizio del Signore.7 Και αυτος ο πελαργος εν τω ουρανω γνωριζει τους διωρισμενους καιρους αυτου? και η τρυγων και ο γερανος και η χελιδων φυλαττουσι τον καιρον της ελευσεως αυτων? ο δε λαος μου δεν γνωριζει την κρισιν του Κυριου.
8 Come mai dite: Noi siamo saggi, la legge del Signore è nelle nostre mani? veramente lo stile bugiardo degli scribi ha vergato menzogne.8 Πως λεγετε, Ειμεθα σοφοι, και ο νομος του Κυριου ειναι μεθ' ημων; ιδου, βεβαιως εις ματην εγεινε τουτο? ο καλαμος των γραμματεων ειναι ψευδης.
9 I saggi sono confusi, atterriti, e presi; perocché rigettarono la Parola del Signore, e non è in essi nissuna saggezza.9 Οι σοφοι κατησχυνθησαν, επτοηθησαν και συνεληφθησαν, διοτι απερριψαν τον λογον του Κυριου? και ποια σοφια ειναι εν αυτοις;
10 Per questo io darò a' forestieri le mogli loro, e i loro poderi ad altri eredi: perchè dal più piccolo fino al più grande tutti van dietro all'avarizia: dal profeta fino al sacerdote tutti sono bugiardi.10 Δια τουτο θελω δωσει τας γυναικας αυτων εις αλλους, τους αγρους αυτων εις εκεινους οιτινες θελουσι κληρονομησει αυτους? διοτι πας τις απο μικρου εως μεγαλου εδοθη εις πλεονεξιαν? απο προφητου εως ιερεως, πας τις πραττει ψευδος.
11 E sanavano la piaga della figlia del popol mio con burlarsi di lei, dicendo: Pace, pace, quando non era pace,11 Διοτι ιατρευσαν το συντριμμα της θυγατρος του λαου μου επιπολαιως, λεγοντες, Ειρηνη, ειρηνη? και δεν υπαρχει ειρηνη.
12 Sono confusi, perchè hanno fatto cose abbominevoli: anzi non son veramente confusi, e non han saputo arrossire; per questo cadranno tra que', che periscono, nel tempo, in cui saran visitati, periranno, dice il Signore.12 Μηπως ησχυνθησαν οτι επραξαν βδελυγμα; μαλιστα ουδολως δεν ησχυνθησαν ουδε ηρυθριασαν? δια τουτο θελουσι πεσει μεταξυ των πιπτοντων? εν τω καιρω της επισκεψεως αυτων θελουσιν απολεσθη, ειπε Κυριος.
13 Io li raunerò tutti, dice il Signore: Le viti son senza uve, e la ficaia è senza fichi, le foglie stesse sono cadute, e le cose, ch'io diedi loro, se ne son' ite.13 Εξαπαντος θελω αναλωσει αυτους, λεγει Κυριος? δεν θελουσιν εισθαι σταφυλαι εν τη αμπελω ουδε συκα εν τη συκεα και το φυλλον θελει μαρανθη? και τα αγαθα, τα οποια εδωκα εις αυτους, θελουσι φυγει απ' αυτων.
14 Perchè stiamo a sedere? Raunatevi, e andiamo nella città forte, ed ivi stiam in silenzio; perocché il Signore Dio nostro ci ha condannati al silenzio, e ci ha dato a bere acqua di fiele: perchè contro il Signore abbiam peccato.14 Δια τι καθημεθα; συναχθητε και ας εισελθωμεν εις τας οχυρας πολεις και ας κατασιωπησωμεν εκει, διοτι Κυριος ο Θεος ημων κατεσιωπησεν ημας και εποτισεν ημας υδωρ χολης, επειδη ημαρτησαμεν εις τον Κυριον.
15 Aspettavamo la pace, e questo bene non venne: il tempo di guarigione, ed ecco terrori.15 Επροσμειναμεν ειρηνην, αλλ' ουδεν αγαθον? καιρον θεραπειας, αλλ' ιδου, ταραχη.
16 Da Dan si è udito il nitrire de' suoi cavalli, al romore strepitoso de' suoi combattenti è stata scommossa tutta la terra. E son venuti, e han divorata la terra, e le sue ricchezze; le città, e i loro abitatori.16 Το φρυαγμα των ιππων αυτου ηκουσθη απο Δαν? πασα η γη εσεισθη απο του ηχου του χρεμετισμου των ρωμαλεων ιππων αυτου? διοτι ηλθον και κατεφαγον την γην και το πληρωμα αυτης? την πολιν και τους κατοικουντας εν αυτη?
17 Imperocché ecco che io manderò contro di voi de' serpenti, e de' basilischi, che non s'incantano; e vi morderanno, dice il Signore:17 διοτι, ιδου, εγω εξαποστελλω προς εσας οφεις, βασιλισκους, οιτινες δεν θελουσι γοητευεσθαι αλλα θελουσι σας δαγκανει, λεγει Κυριος.
18 Il mio dolore passa ogni dolore: io porto un cuore angustiato.18 Ηθελησα να παρηγορηθω απο της λυπης, αλλ' η καρδια μου ειναι εκλελυμενη εντος μου.
19 Odo la voce della figlia del popol mio: Non è egli più il Signore in Sionne? O il suo Re non è egli più dentro di lei? E perchè adunque mi provocarono a sdegno co' loro simolacri, e con vanità forestiere?19 Ιδου, φωνη κραυγης της θυγατρος του λαου μου απο γης μακρας. Δεν ειναι ο Κυριος εν Σιων; ο βασιλευς αυτης δεν ειναι εν αυτη; Δια τι με παρωργισαν με τα γλυπτα αυτων, με ματαιοτητας ξενας;
20 La mietitura è passata, l'estate è finita, e noi non siam liberati.20 Παρηλθεν ο θερισμος, ετελειωσε το θερος, και ημεις δεν εσωθημεν.
21 L'afflizione della figlia del popol mio mi affligge, e mi contrista; l'orrore si è impossessato di me.21 Δια το συντριμμα της θυγατρος του λαου μου επληγωθην, ειμαι εις πενθος, εκπληξις με κατελαβε.
22 Non vi è egli resina in Galaad? O non hai tu verun medico? Perche adunque non è ella rammarginata la ferita della figliuola del popol mio?22 Δεν ειναι βαλσαμον εν Γαλααδ; δεν ειναι εκει ιατρος; δια τι λοιπον η θυγατηρ του λαου μου δεν ανελαβε την υγειαν αυτης;