Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Giobbe 38


font
BIBBIA CEI 2008GREEK BIBLE
1 Il Signore prese a dire a Giobbe in mezzo all’uragano:
1 Τοτε απεκριθη ο Κυριος προς τον Ιωβ εκ του ανεμοστροβιλου και ειπε?
2 «Chi è mai costui che oscura il mio piano
con discorsi da ignorante?
2 Τις ουτος, οστις σκοτιζει την βουλην μου δια λογων ασυνετων;
3 Cingiti i fianchi come un prode:
io t’interrogherò e tu mi istruirai!
3 Ζωσον ηδη την οσφυν σου ως ανηρ? διοτι θελω σε ερωτησει, και φανερωσον μοι.
4 Quando ponevo le fondamenta della terra, tu dov’eri?
Dimmelo, se sei tanto intelligente!
4 Που ησο οτε εθεμελιονον την γην; απαγγειλον, εαν εχης συνεσιν.
5 Chi ha fissato le sue dimensioni, se lo sai,
o chi ha teso su di essa la corda per misurare?
5 Τις εθεσε τα μετρα αυτης, εαν εξευρης; η τις ηπλωσε σταθμην επ' αυτην;
6 Dove sono fissate le sue basi
o chi ha posto la sua pietra angolare,
6 Επι τινος ειναι εστηριγμενα τα θεμελια αυτης; η τις εθεσε τον ακρογωνιαιον λιθον αυτης,
7 mentre gioivano in coro le stelle del mattino
e acclamavano tutti i figli di Dio?
7 οτε τα αστρα της αυγης εψαλλον ομου και παντες οι υιοι του Θεου ηλαλαζον;
8 Chi ha chiuso tra due porte il mare,
quando usciva impetuoso dal seno materno,
8 η τις συνεκλεισε την θαλασσαν με θυρας, οτε εξορμωσα εξηλθεν εκ μητρας;
9 quando io lo vestivo di nubi
e lo fasciavo di una nuvola oscura,
9 οτε περιεβαλον αυτην με νεφελην και με ομιχλην εσπαργανωσα αυτην,
10 quando gli ho fissato un limite,
e gli ho messo chiavistello e due porte
10 και περιωρισα αυτην δια προσταγματος μου, και εβαλον μοχλους και πυλας,
11 dicendo: “Fin qui giungerai e non oltre
e qui s’infrangerà l’orgoglio delle tue onde”?
11 και ειπα, Εως αυτου θελεις ερχεσθαι και δεν θελεις υπερβη? και εδω θελει συντριβεσθαι η υπερηφανια των κυματων σου;
12 Da quando vivi, hai mai comandato al mattino
e assegnato il posto all’aurora,
12 Προσεταξας συ την πρωιαν επι των ημερων σου; εδειξας εις την αυγην τον τοπον αυτης,
13 perché afferri la terra per i lembi
e ne scuota via i malvagi,
13 δια να πιαση τα εσχατα της γης, ωστε οι κακουργοι να εκτιναχθωσιν απ' αυτης;
14 ed essa prenda forma come creta premuta da sigillo
e si tinga come un vestito,
14 Αυτη μεταμορφουται ως πηλος σφραγιζομενος? και τα παντα παρουσιαζονται ως στολη.
15 e sia negata ai malvagi la loro luce
e sia spezzato il braccio che si alza a colpire?
15 Και το φως των ασεβων αφαιρειται απ' αυτων, ο δε βραχιων των υπερηφανων συντριβεται.
16 Sei mai giunto alle sorgenti del mare
e nel fondo dell’abisso hai tu passeggiato?
16 Εισηλθες εως των πηγων της θαλασσης; η περιεπατησας εις εξιχνιασιν της αβυσσου;
17 Ti sono state svelate le porte della morte
e hai visto le porte dell’ombra tenebrosa?
17 Ηνοιχθησαν εις σε του θανατου αι πυλαι; η ειδες τας θυρας της σκιας του θανατου;
18 Hai tu considerato quanto si estende la terra?
Dillo, se sai tutto questo!
18 Εγνωρισας το πλατος της γης; απαγγειλον, εαν ενοησας παντα ταυτα.
19 Qual è la strada dove abita la luce
e dove dimorano le tenebre,
19 Που ειναι η οδος της κατοικιας του φωτος; και του σκοτους, που ειναι ο τοπος αυτου,
20 perché tu le possa ricondurre dentro i loro confini
e sappia insegnare loro la via di casa?
20 δια να συλλαβης αυτο εις το οριον αυτου και να γνωρισης τας τριβους της οικιας αυτου;
21 Certo, tu lo sai, perché allora eri già nato
e il numero dei tuoi giorni è assai grande!
21 Γνωριζεις αυτο, διοτι τοτε εγεννηθης; η διοτι ο αριθμος των ημερων σου ειναι πολυς;
22 Sei mai giunto fino ai depositi della neve,
hai mai visto i serbatoi della grandine,
22 Εισηλθες εις τους θησαυρους της χιονος; η ειδες τους θησαυρους της χαλαζης,
23 che io riserbo per l’ora della sciagura,
per il giorno della guerra e della battaglia?
23 τους οποιους φυλαττω δια τον καιρον της θλιψεως δια την ημεραν της μαχης και του πολεμου;
24 Per quali vie si diffonde la luce,
da dove il vento d’oriente invade la terra?
24 Δια τινος οδου διαδιδεται το φως, η ο ανατολικος ανεμος διαχεεται επι την γην;
25 Chi ha scavato canali agli acquazzoni
e una via al lampo tonante,
25 Τις ηνοιξε ρυακας δια τας ραγδαιας βροχας, η δρομον δια την αστραπην της βροντης,
26 per far piovere anche sopra una terra spopolata,
su un deserto dove non abita nessuno,
26 δια να φερη βροχην επι γην ακατοικητον, εις ερημον, οπου ανθρωπος δεν υπαρχει,
27 per dissetare regioni desolate e squallide
e far sbocciare germogli verdeggianti?
27 δια να χορταση την αβατον και ακατοικητον, και να αναβλαστηση τον βλαστον της χλοης;
28 Ha forse un padre la pioggia?
O chi fa nascere le gocce della rugiada?
28 Εχει πατερα η βροχη; η τις εγεννησε τας σταγονας της δροσου;
29 Dal qual grembo esce il ghiaccio
e la brina del cielo chi la genera,
29 Απο μητρας τινος εξερχεται ο παγος; και την παχνην του ουρανου, τις εγεννησε;
30 quando come pietra le acque si induriscono
e la faccia dell’abisso si raggela?
30 Τα υδατα σκληρυνονται ως λιθος, και το προσωπον της αβυσσου πηγνυεται.
31 Puoi tu annodare i legami delle Plèiadi
o sciogliere i vincoli di Orione?
31 Δυνασαι να δεσμευσης τας γλυκειας επιρροας της Πλειαδος η να λυσης τα δεσμα τον Ωριωνος;
32 Puoi tu far spuntare a suo tempo le costellazioni
o guidare l’Orsa insieme con i suoi figli?
32 Δυνασαι να εκβαλης τα Ζωδια εις τον καιρον αυτων; η δυνασαι να οδηγησης τον Αρκτουρον μετα των υιων αυτου;
33 Conosci tu le leggi del cielo
o ne applichi le norme sulla terra?
33 Γνωριζεις τους νομους του ουρανου; δυνασαι να διαταξης τας επιρροας αυτου επι την γην;
34 Puoi tu alzare la voce fino alle nubi
per farti inondare da una massa d’acqua?
34 Δυνασαι να υψωσης την φωνην σου εις τα νεφη, δια να σε σκεπαση αφθονια υδατων;
35 Scagli tu i fulmini ed essi partono
dicendoti: “Eccoci!”?
35 Δυνασαι να αποστειλης αστραπας, ωστε να εξελθωσι και να ειπωσι προς σε, Ιδου, ημεις;
36 Chi mai ha elargito all’ibis la sapienza
o chi ha dato al gallo intelligenza?
36 Τις εβαλε σοφιαν εντος του ανθρωπου; η τις εδωκε συνεσιν εις την καρδιαν αυτου;
37 Chi mai è in grado di contare con esattezza le nubi
e chi può riversare gli otri del cielo,
37 Τις δυναται να αριθμηση τα νεφη δια σοφιας; η τις δυναται να κενονη τα δοχεια του ουρανου,
38 quando la polvere del suolo diventa fango
e le zolle si attaccano insieme?
38 δια να χωνευθη το χωμα εις συμπηξιν και οι βωλοι να συγκολλωνται;
39 Sei forse tu che vai a caccia di preda per la leonessa
e sazi la fame dei leoncelli,
39 Θελεις κυνηγησει θηραμα δια τον λεοντα; η χορτασει την ορεξιν των σκυμνων,
40 quando sono accovacciati nelle tane
o stanno in agguato nei nascondigli?
40 οταν κοιτωνται εν τοις σπηλαιοις και καθηνται εις τους κρυπτηρας δια να ενεδρευωσι;
41 Chi prepara al corvo il suo pasto,
quando i suoi piccoli gridano verso Dio
e vagano qua e là per mancanza di cibo?
41 Τις ετοιμαζει εις τον κορακα την τροφην αυτου, οταν οι νεοσσοι αυτου κραζωσι προς τον Θεον, περιπλανωμενοι δι' ελλειψιν τροφης;