Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Giobbe 9


font
BIBBIA CEI 2008GREEK BIBLE
1 Giobbe prese a dire:
1 Και απεκριθη ο Ιωβ και ειπεν?
2 «In verità io so che è così:
e come può un uomo aver ragione dinanzi a Dio?
2 Αληθως εξευρω οτι ουτως εχει? αλλα πως ο ανθρωπος θελει δικαιωθη ενωπιον του Θεου;
3 Se uno volesse disputare con lui,
non sarebbe in grado di rispondere una volta su mille.
3 Εαν θεληση να διαδικασθη μετ' αυτου δεν δυναται να αποκριθη προς αυτον εν εκ χιλιων.
4 Egli è saggio di mente, potente di forza:
chi si è opposto a lui ed è rimasto salvo?
4 Ειναι σοφος την καρδιαν και κραταιος την δυναμιν? τις εσκληρυνθη εναντιον αυτου και ευτυχησεν;
5 Egli sposta le montagne ed esse non lo sanno,
nella sua ira egli le sconvolge.
5 Αυτος μετακινει τα ορη, και δεν γνωριζουσι τις εστρεψεν αυτα εν τη οργη αυτου.
6 Scuote la terra dal suo posto
e le sue colonne tremano.
6 Αυτος σειει την γην απο του τοπου αυτης, και οι στυλοι αυτης σαλευονται.
7 Comanda al sole ed esso non sorge
e mette sotto sigillo le stelle.
7 Αυτος προσταζει τον ηλιον, και δεν ανατελλει? και κρυπτει υπο σφραγιδα τα αστρα.
8 Lui solo dispiega i cieli
e cammina sulle onde del mare.
8 Αυτος μονος εκτεινει τους ουρανους και πατει επι τα υψη της θαλασσης.
9 Crea l’Orsa e l’Orione,
le Plèiadi e le costellazioni del cielo australe.
9 Αυτος καμνει τον Αρκτουρον, τον Ωριωνα και την Πλειαδα και τα ταμεια του νοτου.
10 Fa cose tanto grandi che non si possono indagare,
meraviglie che non si possono contare.
10 Αυτος καμνει μεγαλεια ανεξιχνιαστα και θαυμασια αναριθμητα.
11 Se mi passa vicino e non lo vedo,
se ne va e di lui non mi accorgo.
11 Ιδου, διαβαινει πλησιον μου, και δεν βλεπω αυτον? διερχεται, και δεν εννοω αυτον.
12 Se rapisce qualcosa, chi lo può impedire?
Chi gli può dire: “Cosa fai?”.
12 Ιδου, αφαιρει? τις θελει εμποδισει αυτον; τις θελει ειπει προς αυτον, Τι καμνεις;
13 Dio non ritira la sua collera:
sotto di lui sono fiaccati i sostenitori di Raab.
13 Εαν ο Θεος δεν συρη την οργην αυτου, οι επηρμενοι βοηθοι καταβαλλονται υποκατω αυτου.
14 Tanto meno potrei rispondergli io,
scegliendo le parole da dirgli;
14 Ποσον ολιγωτερον εγω ηθελον αποκριθη προς αυτον, εκλεγων τους προς αυτον λογους μου;
15 io, anche se avessi ragione, non potrei rispondergli,
al mio giudice dovrei domandare pietà.
15 προς τον οποιον, και αν ημην δικαιος, δεν ηθελον αποκριθη, αλλ' ηθελον ζητησει ελεος παρα του Κριτου μου.
16 Se lo chiamassi e mi rispondesse,
non credo che darebbe ascolto alla mia voce.
16 Εαν κραξω, και μοι αποκριθη, δεν ηθελον πιστευσει οτι εισηκουσε της φωνης μου.
17 Egli con una tempesta mi schiaccia,
moltiplica le mie piaghe senza ragione,
17 Διοτι με κατασυντριβει με ανεμοστροβιλον και πληθυνει τας πληγας μου αναιτιως.
18 non mi lascia riprendere il fiato,
anzi mi sazia di amarezze.
18 Δεν με αφινει να αναπνευσω, αλλα με χορταζει απο πικριας.
19 Se si tratta di forza, è lui il potente;
se di giustizia, chi potrà citarlo in giudizio?
19 Εαν προκηται περι δυναμεως, ιδου, ειναι δυνατος? και εαν περι κρισεως, τις θελει μαρτυρησει υπερ εμου;
20 Se avessi ragione, la mia bocca mi condannerebbe;
se fossi innocente, egli mi dichiarerebbe colpevole.
20 Εαν ηθελον να δικαιωσω εμαυτον, το στομα μου ηθελε με καταδικασει? εαν ηθελον ειπει, ειμαι αμεμπτος, ηθελε με αποδειξει διεφθαρμενον.
21 Benché innocente, non mi curo di me stesso,
detesto la mia vita!
21 Και αν ημην αμεμπτος, δεν ηθελον φροντισει περι εμαυτου? ηθελον καταφρονησει την ζωην μου.
22 Per questo io dico che è la stessa cosa:
egli fa perire l’innocente e il reo!
22 Εν τουτο ειναι, δια τουτο ειπα, αυτος αφανιζει τον αμεμπτον και τον ασεβη.
23 Se un flagello uccide all’improvviso,
della sciagura degli innocenti egli ride.
23 Και αν η μαστιξ αυτου θανατονη ευθυς, γελα ομως εις την δοκιμασιαν των αθωων.
24 La terra è lasciata in balìa del malfattore:
egli vela il volto dei giudici;
chi, se non lui, può fare questo?
24 Η γη παρεδοθη εις τας χειρας του ασεβους? αυτος σκεπαζει τα προσωπα των κριτων αυτης? αν ουχι αυτος, που και τις ειναι;
25 I miei giorni passano più veloci d’un corriere,
fuggono senza godere alcun bene,
25 Αι δε ημεραι μου ειναι ταχυδρομου ταχυτεραι? φευγουσι και δεν βλεπουσι καλον.
26 volano come barche di papiro,
come aquila che piomba sulla preda.
26 Παρηλθον ως πλοια σπευδοντα? ως αετος πετωμενος επι το θηραμα.
27 Se dico: “Voglio dimenticare il mio gemito,
cambiare il mio volto e rasserenarmi”,
27 Εαν ειπω, Θελω λησμονησει το παραπονον μου, θελω παραιτησει το πενθος μου και παρηγορηθη?
28 mi spavento per tutti i miei dolori;
so bene che non mi dichiarerai innocente.
28 τρομαζω δια πασας τας θλιψεις μου, γνωριζων οτι δεν θελεις με αθωωσει.
29 Se sono colpevole,
perché affaticarmi invano?
29 Ειμαι ασεβης? δια τι λοιπον να κοπιαζω εις ματην;
30 Anche se mi lavassi con la neve
e pulissi con la soda le mie mani,
30 Εαν λουσθω εν υδατι χιονος και επιμελως αποκαθαρισω τας χειρας μου?
31 allora tu mi tufferesti in un pantano
e in orrore mi avrebbero le mie vesti.
31 συ ομως θελεις με βυθισει εις τον βορβορον, ωστε και αυτα μου τα ιματια θελουσι με βδελυττεσθαι.
32 Poiché non è uomo come me, al quale io possa replicare:
“Presentiamoci alla pari in giudizio”.
32 Διοτι δεν ειναι ανθρωπος ως εγω, δια να αποκριθω προς αυτον, και να ελθωμεν εις κρισιν ομου.
33 Non c’è fra noi due un arbitro
che ponga la mano su di noi.
33 Δεν υπαρχει μεσιτης μεταξυ ημων, δια να βαλη την χειρα αυτου επ' αμφοτερους ημας.
34 Allontani da me la sua verga,
che non mi spaventi il suo terrore:
34 Ας απομακρυνη απ' εμου την ραβδον αυτου, και ο φοβος αυτου ας μη με εκπληττη?
35 allora parlerei senza aver paura di lui;
poiché così non è, mi ritrovo con me solo.
35 τοτε θελω λαλησει και δεν θελω φοβηθη αυτον? διοτι ουτω δεν ειμαι εν εμαυτω.