Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Giobbe 21


font
BIBBIA CEI 2008GREEK BIBLE
1 Giobbe prese a dire:
1 Και απεκριθη ο Ιωβ και ειπεν?
2 «Ascoltate bene la mia parola
e sia questo almeno il conforto che mi date.
2 Ακουσατε μετα προσοχης την ομιλιαν μου, και τουτο ας ηναι αντι των παρηγοριων σας.
3 Tollerate che io parli
e, dopo che avrò parlato, deridetemi pure.
3 Υποφερετε με να λαλησω? και αφου λαλησω, εμπαιζετε.
4 Mi lamento forse di un uomo?
E perché non dovrei perdere la pazienza?
4 Μη εις ανθρωπον παραπονουμαι εγω; δια τι λοιπον να μη ταραχθη το πνευμα μου;
5 Statemi attenti e resterete stupiti,
mettetevi la mano sulla bocca.
5 Εμβλεψατε εις εμε και θαυμασατε, και βαλετε χειρα επι στοματος.
6 Se io ci penso, rimango turbato
e la mia carne è presa da un brivido.
6 Μονον να ενθυμηθω, ταραττομαι, και τρομος κυριευει την σαρκα μου.
7 Perché i malvagi continuano a vivere,
e invecchiando diventano più forti e più ricchi?
7 Δια τι οι ασεβεις ζωσι, γηρασκουσι, μαλιστα ακμαζουσιν εις πλουτη;
8 La loro prole prospera insieme con loro,
i loro rampolli crescono sotto i loro occhi.
8 Το σπερμα αυτων στερεουται εμπροσθεν αυτων μετ' αυτων, και τα εκγονα αυτων εμπροσθεν των οφθαλμων αυτων.
9 Le loro case sono tranquille e senza timori;
il bastone di Dio non pesa su di loro.
9 Αι οικιαι αυτων ειναι ασφαλεις απο φοβου? και ραβδος Θεου δεν ειναι επ' αυτους.
10 Il loro toro monta senza mai fallire,
la mucca partorisce senza abortire.
10 Ο βους αυτων συλλαμβανει και δεν αποτυγχανει? η δαμαλις αυτων τικτει και δεν αποβαλλει.
11 Mandano fuori, come un gregge, i loro ragazzi
e i loro figli danzano in festa.
11 Απολυουσι τα τεκνα αυτων ως προβατα, και τα παιδια αυτων σκιρτωσι.
12 Cantano al ritmo di tamburelli e di cetre,
si divertono al suono dei flauti.
12 Λαμβανουσι το τυμπανον και την κιθαραν και ευφραινονται εις τον ηχον του οργανου.
13 Finiscono nel benessere i loro giorni
e scendono tranquilli nel regno dei morti.
13 Διαγουσι τας ημερας αυτων εν αγαθοις και εν μια στιγμη καταβαινουσιν εις τον αδην.
14 Eppure dicevano a Dio: “Allontànati da noi,
non vogliamo conoscere le tue vie.
14 Και λεγουσι προς τον Θεον, αποστηθι αφ' ημων, διοτι δεν θελομεν να γνωρισωμεν τας οδους σου?
15 Chi è l’Onnipotente, perché dobbiamo servirlo?
E che giova pregarlo?”.
15 τι ειναι ο Παντοδυναμος δια να δουλευωμεν αυτον; και τι ωφελουμεθα επικαλουμενοι αυτον;
16 Essi hanno in mano il loro benessere
e il consiglio degli empi è lontano da lui.
16 Ιδου, τα αγαθα αυτων δεν ειναι εν τη χειρι αυτων? μακραν απ' εμου η βουλη των ασεβων.
17 Quante volte si spegne la lucerna degli empi,
e la sventura piomba su di loro,
e infligge loro castighi con ira?
17 Ποσακις σβυνεται ο λυχνος των ασεβων, και ερχεται η καταστροφη αυτων επ' αυτους Ο Θεος διαμοιραζει εις αυτους ωδινας εν τη οργη αυτου.
18 Sono essi come paglia sollevata al vento
o come pula in preda all’uragano?
18 Ειναι ως αχυρον εμπροσθεν του ανεμου? και ως κονιορτος, τον οποιον αρπαζει ο ανεμοστροβιλος.
19 “Dio – si dirà – riserva il castigo per i figli dell’empio”.
No, lo subisca e lo senta lui il castigo!
19 Ο Θεος φυλαττει την ποινην της ανομιας αυτων δια τους υιους αυτων? ανταποδιδει εις αυτους, και θελουσι γνωρισει τουτο.
20 Veda con i suoi occhi la sua rovina
e beva dell’ira dell’Onnipotente!
20 Οι οφθαλμοι αυτων θελουσιν ιδει την καταστροφην αυτων, και θελουσι πιει απο του θυμου του Παντοδυναμου.
21 Che cosa gli importa infatti della sua casa quando è morto,
quando il numero dei suoi mesi è finito?
21 Διοτι ο ασεβης ποιαν ηδονην εχει μεθ' εαυτον εν τω οικω αυτου, αφου κοπη εις το μεσον ο αριθμος των μηνων αυτου;
22 S’insegna forse la scienza a Dio,
a lui che giudica gli esseri celesti?
22 Θελει διδαξει τις τον Θεον γνωσιν; και αυτος κρινει τους υψηλους.
23 Uno muore in piena salute,
tutto tranquillo e prospero;
23 Ο μεν αποθνησκει εν τω ακρω της ευδαιμονιας αυτου, ενω ειναι κατα παντα ευτυχης και ησυχος?
24 i suoi fianchi sono coperti di grasso
e il midollo delle sue ossa è ben nutrito.
24 τα πλευρα αυτου ειναι πληρη παχους, και τα οστα αυτου ποτιζονται μυελον.
25 Un altro muore con l’amarezza in cuore,
senza aver mai assaporato la gioia.
25 Ο δε αποθνησκει εν πικρια ψυχης, και ποτε δεν εφαγεν εν ευφροσυνη.
26 Eppure entrambi giacciono insieme nella polvere
e i vermi li ricoprono.
26 Θελουσι κοιτεσθαι ομου εν τω χωματι, και σκωληκες θελουσι σκεπασει αυτους.
27 Ecco, io conosco bene i vostri pensieri
e i progetti che tramate contro di me!
27 Ιδου, γνωριζω τους διαλογισμους σας, και τας πονηριας τας οποιας μηχανασθε κατ' εμου.
28 Infatti voi dite: “Dov’è la casa del nobile,
dove sono le tende degli empi?”.
28 Διοτι λεγετε, Που ο οικος του αρχοντος; και που η σκηνη της κατοικησεως των ασεβων;
29 Perché non avete chiesto a chi ha viaggiato
e non avete considerato attentamente le loro prove?
29 Δεν ηρωτησατε τους διαβαινοντας την οδον; και τα σημεια αυτων δεν καταλαμβανετε;
30 Cioè che nel giorno della sciagura è risparmiato il malvagio
e nel giorno dell’ira egli trova scampo?
30 Οτι ο ασεβης φυλαττεται εις ημεραν αφανισμου, εις ημεραν οργης φερεται.
31 Chi gli rimprovera in faccia la sua condotta
e di quel che ha fatto chi lo ripaga?
31 Τις θελει φανερωσει εμπροσθεν αυτου την οδον αυτου; και τις θελει ανταποδωσει εις αυτον ο, τι αυτος επραξε;
32 Egli sarà portato al sepolcro,
sul suo tumulo si veglia
32 και αυτος θελει φερθη εις τον ταφον, και θελει διαμενει εν τω μνηματι.
33 e gli sono lievi le zolle della valle.
Camminano dietro a lui tutti gli uomini
e innanzi a sé ha una folla senza numero.
33 Οι βωλοι της κοιλαδος θελουσιν εισθαι γλυκεις εις αυτον, και πας ανθρωπος θελει υπαγει κατοπιν αυτου, καθως αναριθμητοι προπορευονται αυτου.
34 E voi vorreste consolarmi con argomenti vani!
Nelle vostre risposte non c’è altro che inganno».
34 Πως λοιπον με παρηγορειτε ματαιως, αφου εις τας αποκρισεις σας μενει ψευδος;