Giobbe 21
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
BIBBIA CEI 2008 | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Giobbe prese a dire: | 1 Και απεκριθη ο Ιωβ και ειπεν? |
2 «Ascoltate bene la mia parola e sia questo almeno il conforto che mi date. | 2 Ακουσατε μετα προσοχης την ομιλιαν μου, και τουτο ας ηναι αντι των παρηγοριων σας. |
3 Tollerate che io parli e, dopo che avrò parlato, deridetemi pure. | 3 Υποφερετε με να λαλησω? και αφου λαλησω, εμπαιζετε. |
4 Mi lamento forse di un uomo? E perché non dovrei perdere la pazienza? | 4 Μη εις ανθρωπον παραπονουμαι εγω; δια τι λοιπον να μη ταραχθη το πνευμα μου; |
5 Statemi attenti e resterete stupiti, mettetevi la mano sulla bocca. | 5 Εμβλεψατε εις εμε και θαυμασατε, και βαλετε χειρα επι στοματος. |
6 Se io ci penso, rimango turbato e la mia carne è presa da un brivido. | 6 Μονον να ενθυμηθω, ταραττομαι, και τρομος κυριευει την σαρκα μου. |
7 Perché i malvagi continuano a vivere, e invecchiando diventano più forti e più ricchi? | 7 Δια τι οι ασεβεις ζωσι, γηρασκουσι, μαλιστα ακμαζουσιν εις πλουτη; |
8 La loro prole prospera insieme con loro, i loro rampolli crescono sotto i loro occhi. | 8 Το σπερμα αυτων στερεουται εμπροσθεν αυτων μετ' αυτων, και τα εκγονα αυτων εμπροσθεν των οφθαλμων αυτων. |
9 Le loro case sono tranquille e senza timori; il bastone di Dio non pesa su di loro. | 9 Αι οικιαι αυτων ειναι ασφαλεις απο φοβου? και ραβδος Θεου δεν ειναι επ' αυτους. |
10 Il loro toro monta senza mai fallire, la mucca partorisce senza abortire. | 10 Ο βους αυτων συλλαμβανει και δεν αποτυγχανει? η δαμαλις αυτων τικτει και δεν αποβαλλει. |
11 Mandano fuori, come un gregge, i loro ragazzi e i loro figli danzano in festa. | 11 Απολυουσι τα τεκνα αυτων ως προβατα, και τα παιδια αυτων σκιρτωσι. |
12 Cantano al ritmo di tamburelli e di cetre, si divertono al suono dei flauti. | 12 Λαμβανουσι το τυμπανον και την κιθαραν και ευφραινονται εις τον ηχον του οργανου. |
13 Finiscono nel benessere i loro giorni e scendono tranquilli nel regno dei morti. | 13 Διαγουσι τας ημερας αυτων εν αγαθοις και εν μια στιγμη καταβαινουσιν εις τον αδην. |
14 Eppure dicevano a Dio: “Allontànati da noi, non vogliamo conoscere le tue vie. | 14 Και λεγουσι προς τον Θεον, αποστηθι αφ' ημων, διοτι δεν θελομεν να γνωρισωμεν τας οδους σου? |
15 Chi è l’Onnipotente, perché dobbiamo servirlo? E che giova pregarlo?”. | 15 τι ειναι ο Παντοδυναμος δια να δουλευωμεν αυτον; και τι ωφελουμεθα επικαλουμενοι αυτον; |
16 Essi hanno in mano il loro benessere e il consiglio degli empi è lontano da lui. | 16 Ιδου, τα αγαθα αυτων δεν ειναι εν τη χειρι αυτων? μακραν απ' εμου η βουλη των ασεβων. |
17 Quante volte si spegne la lucerna degli empi, e la sventura piomba su di loro, e infligge loro castighi con ira? | 17 Ποσακις σβυνεται ο λυχνος των ασεβων, και ερχεται η καταστροφη αυτων επ' αυτους Ο Θεος διαμοιραζει εις αυτους ωδινας εν τη οργη αυτου. |
18 Sono essi come paglia sollevata al vento o come pula in preda all’uragano? | 18 Ειναι ως αχυρον εμπροσθεν του ανεμου? και ως κονιορτος, τον οποιον αρπαζει ο ανεμοστροβιλος. |
19 “Dio – si dirà – riserva il castigo per i figli dell’empio”. No, lo subisca e lo senta lui il castigo! | 19 Ο Θεος φυλαττει την ποινην της ανομιας αυτων δια τους υιους αυτων? ανταποδιδει εις αυτους, και θελουσι γνωρισει τουτο. |
20 Veda con i suoi occhi la sua rovina e beva dell’ira dell’Onnipotente! | 20 Οι οφθαλμοι αυτων θελουσιν ιδει την καταστροφην αυτων, και θελουσι πιει απο του θυμου του Παντοδυναμου. |
21 Che cosa gli importa infatti della sua casa quando è morto, quando il numero dei suoi mesi è finito? | 21 Διοτι ο ασεβης ποιαν ηδονην εχει μεθ' εαυτον εν τω οικω αυτου, αφου κοπη εις το μεσον ο αριθμος των μηνων αυτου; |
22 S’insegna forse la scienza a Dio, a lui che giudica gli esseri celesti? | 22 Θελει διδαξει τις τον Θεον γνωσιν; και αυτος κρινει τους υψηλους. |
23 Uno muore in piena salute, tutto tranquillo e prospero; | 23 Ο μεν αποθνησκει εν τω ακρω της ευδαιμονιας αυτου, ενω ειναι κατα παντα ευτυχης και ησυχος? |
24 i suoi fianchi sono coperti di grasso e il midollo delle sue ossa è ben nutrito. | 24 τα πλευρα αυτου ειναι πληρη παχους, και τα οστα αυτου ποτιζονται μυελον. |
25 Un altro muore con l’amarezza in cuore, senza aver mai assaporato la gioia. | 25 Ο δε αποθνησκει εν πικρια ψυχης, και ποτε δεν εφαγεν εν ευφροσυνη. |
26 Eppure entrambi giacciono insieme nella polvere e i vermi li ricoprono. | 26 Θελουσι κοιτεσθαι ομου εν τω χωματι, και σκωληκες θελουσι σκεπασει αυτους. |
27 Ecco, io conosco bene i vostri pensieri e i progetti che tramate contro di me! | 27 Ιδου, γνωριζω τους διαλογισμους σας, και τας πονηριας τας οποιας μηχανασθε κατ' εμου. |
28 Infatti voi dite: “Dov’è la casa del nobile, dove sono le tende degli empi?”. | 28 Διοτι λεγετε, Που ο οικος του αρχοντος; και που η σκηνη της κατοικησεως των ασεβων; |
29 Perché non avete chiesto a chi ha viaggiato e non avete considerato attentamente le loro prove? | 29 Δεν ηρωτησατε τους διαβαινοντας την οδον; και τα σημεια αυτων δεν καταλαμβανετε; |
30 Cioè che nel giorno della sciagura è risparmiato il malvagio e nel giorno dell’ira egli trova scampo? | 30 Οτι ο ασεβης φυλαττεται εις ημεραν αφανισμου, εις ημεραν οργης φερεται. |
31 Chi gli rimprovera in faccia la sua condotta e di quel che ha fatto chi lo ripaga? | 31 Τις θελει φανερωσει εμπροσθεν αυτου την οδον αυτου; και τις θελει ανταποδωσει εις αυτον ο, τι αυτος επραξε; |
32 Egli sarà portato al sepolcro, sul suo tumulo si veglia | 32 και αυτος θελει φερθη εις τον ταφον, και θελει διαμενει εν τω μνηματι. |
33 e gli sono lievi le zolle della valle. Camminano dietro a lui tutti gli uomini e innanzi a sé ha una folla senza numero. | 33 Οι βωλοι της κοιλαδος θελουσιν εισθαι γλυκεις εις αυτον, και πας ανθρωπος θελει υπαγει κατοπιν αυτου, καθως αναριθμητοι προπορευονται αυτου. |
34 E voi vorreste consolarmi con argomenti vani! Nelle vostre risposte non c’è altro che inganno». | 34 Πως λοιπον με παρηγορειτε ματαιως, αφου εις τας αποκρισεις σας μενει ψευδος; |