Giobbe 19
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
BIBBIA CEI 2008 | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Giobbe prese a dire: | 1 Και απεκριθη ο Ιωβ και ειπεν? |
2 «Fino a quando mi tormenterete e mi opprimerete con le vostre parole? | 2 Εως ποτε θελετε θλιβει την ψυχην μου, και θελετε με κατασυντριβει με λογους; |
3 Sono dieci volte che mi insultate e mi maltrattate in modo sfacciato. | 3 Δεκακις ηδη με ωνειδισατε? δεν αισχυνεσθε να σκληρυνησθε εναντιον μου; |
4 È poi vero che io abbia sbagliato e che persista nel mio errore? | 4 Και εαν τωοντι εσφαλα, το σφαλμα μου μενει εν εμοι. |
5 Davvero voi pensate di prevalere su di me, rinfacciandomi la mia vergogna? | 5 Αλλ' εαν θελητε εξαπαντος να μεγαλυνθητε εναντιον μου, και να ριπτητε κατ' εμου το ονειδος μου, |
6 Sappiate dunque che Dio mi ha schiacciato e mi ha avvolto nella sua rete. | 6 μαθετε τωρα οτι ο Θεος με κατεστρεψε, και με περιεκυκλωσε με το δικτυον αυτου. |
7 Ecco, grido: “Violenza!”, ma non ho risposta, chiedo aiuto, ma non c’è giustizia! | 7 Ιδου, φωναζω, Αδικια? αλλα δεν εισακουομαι? επικαλουμαι, αλλ' ουδεμια κρισις. |
8 Mi ha sbarrato la strada perché io non passi e sui miei sentieri ha disteso le tenebre. | 8 Εφραξε την οδον μου, και δεν δυναμαι να περασω, και εθεσε σκοτος εις τας τριβους μου. |
9 Mi ha spogliato della mia gloria e mi ha tolto dal capo la corona. | 9 Με εξεδυσε την δοξαν μου, και αφηρεσε τον στεφανον της κεφαλης μου. |
10 Mi ha distrutto da ogni parte e io sparisco, ha strappato, come un albero, la mia speranza. | 10 Με ηφανισε πανταχοθεν, και χανομαι? και εξερριζωσε την ελπιδα μου ως δενδρον. |
11 Ha acceso contro di me la sua ira e mi considera come suo nemico. | 11 Και εξηψε κατ' εμου τον θυμον αυτου, και με στοχαζεται ως εχθρον αυτου. |
12 Insieme sono accorse le sue schiere e si sono tracciate la strada contro di me; si sono accampate intorno alla mia tenda. | 12 Τα ταγματα αυτου ηλθον ομου και ητοιμασαν την οδον αυτων εναντιον μου, και εστρατοπεδευσαν περιξ της σκηνης μου. |
13 I miei fratelli si sono allontanati da me, persino i miei familiari mi sono diventati estranei. | 13 Απεμακρυνεν απ' εμου τους αδελφους μου, και ηλλοτριωθησαν ολως απ' εμου οι γνωριμοι μου. |
14 Sono scomparsi vicini e conoscenti, mi hanno dimenticato | 14 Οι πλησιον μου με αφηκαν, και οι γνωστοι μου με ελησμονησαν. |
15 gli ospiti di casa; da estraneo mi trattano le mie ancelle, sono un forestiero ai loro occhi. | 15 Οι κατοικουντες εν τω οικω μου και αι θεραπαιναι μου με στοχαζονται ως ξενον? ξενος κατεσταθην εις τους οφθαλμους αυτων. |
16 Chiamo il mio servo ed egli non risponde, devo supplicarlo con la mia bocca. | 16 Καλω τον υπηρετην μου, και δεν αποκρινεται? με το στομα μου ικετευσα αυτον. |
17 Il mio fiato è ripugnante per mia moglie e faccio ribrezzo ai figli del mio grembo. | 17 Η πνοη μου εγεινε ξενη εις την γυναικα μου, και αι παρακλησεις μου εις τα τεκνα της κοιλιας μου. |
18 Anche i ragazzi mi disprezzano: se tento di alzarmi, mi coprono di insulti. | 18 Και αυτα τα παιδαρια με κατεφρονησαν? εσηκωθην, και ελαλησαν εναντιον μου. |
19 Mi hanno in orrore tutti i miei confidenti: quelli che amavo si rivoltano contro di me. | 19 Παντες οι μυστικοι φιλοι μου με εβδελυχθησαν? και εκεινοι, τους οποιους ηγαπησα, εστραφησαν εναντιον μου. |
20 Alla pelle si attaccano le mie ossa e non mi resta che la pelle dei miei denti. | 20 Τα οστα μου εκολληθησαν εις το δερμα μου και εις την σαρκα μου και διεσωθην με το δερμα των οδοντων μου. |
21 Pietà, pietà di me, almeno voi, amici miei, perché la mano di Dio mi ha percosso! | 21 Ελεησατε με, ελεησατε με, σεις φιλοι μου? διοτι χειρ Θεου με επληγωσε. |
22 Perché vi accanite contro di me, come Dio, e non siete mai sazi della mia carne? | 22 Δια τι με κατατρεχετε ως ο Θεος, και δεν εχορτασθητε απο των σαρκων μου; |
23 Oh, se le mie parole si scrivessero, se si fissassero in un libro, | 23 Ω και να εγραφοντο οι λογοι μου? να ενετυπουντο εν βιβλιω? |
24 fossero impresse con stilo di ferro e con piombo, per sempre s’incidessero sulla roccia! | 24 να ενεχαραττοντο επι βραχον δια σιδηρας γραφιδος και μολυβδου διαπαντος |
25 Io so che il mio redentore è vivo e che, ultimo, si ergerà sulla polvere! | 25 Διοτι εξευρω οτι ζη ο Λυτρωτης μου, και θελει εγερθη εν τοις εσχατοις καιροις επι της γης? |
26 Dopo che questa mia pelle sarà strappata via, senza la mia carne, vedrò Dio. | 26 και αφου μετα το δερμα μου το σωμα τουτο φθαρη, παλιν με την σαρκα μου θελω ιδη τον Θεον? |
27 Io lo vedrò, io stesso, i miei occhi lo contempleranno e non un altro. Languisco dentro di me. | 27 τον οποιον αυτος εγω θελω ιδει, και θελουσι θεωρησει οι οφθαλμοι μου, και ουχι αλλος? οι νεφροι μου κατατηκονται εν τω κολπω μου. |
28 Voi che dite: “Come lo perseguitiamo noi, se la radice del suo danno è in lui?”, | 28 Αλλα σεις επρεπε να ειπητε, Δια τι κατατρεχομεν αυτον; επειδη η ριζα του πραγματος ευρισκεται εν εμοι. |
29 temete per voi la spada, perché è la spada che punisce l’iniquità, e saprete che c’è un giudice». | 29 Φοβηθητε την ρομφαιαν? διοτι η ρομφαια ειναι ο εκδικητης των ανομιων, δια να γνωρισητε οτι υπαρχει κρισις. |