Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Salmi 107


font
BIBBIA CEI 1974GREEK BIBLE
1 Alleluia.

Celebrate il Signore perché è buono,
perché eterna è la sua misericordia.
1 Δοξολογειτε τον Κυριον, διοτι ειναι αγαθος, διοτι το ελεος αυτου μενει εις τον αιωνα.
2 Lo dicano i riscattati del Signore,
che egli liberò dalla mano del nemico
2 Ας λεγωσιν ουτως οι λελυτρωμενοι του Κυριου, τους οποιους ελυτρωσεν εκ χειρος του εχθρου?
3 e radunò da tutti i paesi,
dall'oriente e dall'occidente,
dal settentrione e dal mezzogiorno.

3 και συνηγαγεν αυτους εκ των χωρων, απο ανατολης και δυσεως απο βορρα και απο νοτου.
4 Vagavano nel deserto, nella steppa,
non trovavano il cammino per una città dove abitare.
4 Περιεπλανωντο εν τη ερημω, εν οδω ανυδρω? ουδε ευρισκον πολιν δια κατοικησιν.
5 Erano affamati e assetati,
veniva meno la loro vita.
5 Ησαν πεινωντες και διψωντες? η ψυχη αυτων απεκαμνεν εν αυτοις.
6 Nell'angoscia gridarono al Signore
ed egli li liberò dalle loro angustie.
6 Τοτε εβοησαν προς τον Κυριον εν τη θλιψει αυτων? και ηλευθερωσεν αυτους απο των αναγκων αυτων.
7 Li condusse sulla via retta,
perché camminassero verso una città dove abitare.
7 Και ωδηγησεν αυτους δι' ευθειας οδου, δια να υπαγωσιν εις πολιν κατοικιας.
8 Ringrazino il Signore per la sua misericordia,
per i suoi prodigi a favore degli uomini;
8 Ας υμνολογωσιν εις τον Κυριον τα ελεη αυτου και τα θαυμασια αυτου τα προς τους υιους των ανθρωπων?
9 poiché saziò il desiderio dell'assetato,
e l'affamato ricolmò di beni.

9 Διοτι εχορτασε ψυχην διψωσαν, και ψυχην πεινωσαν ενεπλησεν απο αγαθων.
10 Abitavano nelle tenebre e nell'ombra di morte,
prigionieri della miseria e dei ceppi,
10 Τους καθημενους εν σκοτει και σκια θανατου, τους δεδεμενους εν θλιψει και εν σιδηρω?
11 perché si erano ribellati alla parola di Dio
e avevano disprezzato il disegno dell'Altissimo.
11 διοτι ηπειθησαν εις τα λογια του Θεου και την βουλην του Υψιστου κατεφρονησαν?
12 Egli piegò il loro cuore sotto le sventure;
cadevano e nessuno li aiutava.

12 δια τουτο εταπεινωσε την καρδιαν αυτων εν κοπω? επεσον, και δεν υπηρχεν ο βοηθων.
13 Nell'angoscia gridarono al Signore
ed egli li liberò dalle loro angustie.
13 Τοτε εβοησαν προς τον Κυριον εν τη θλιψει αυτων, και εσωσεν αυτους απο των αναγκων αυτων?
14 Li fece uscire dalle tenebre e dall'ombra di morte
e spezzò le loro catene.
14 εξηγαγεν αυτους εκ του σκοτους και εκ της σκιας του θανατου και τα δεσμα αυτων συνετριψεν.
15 Ringrazino il Signore per la sua misericordia,
per i suoi prodigi a favore degli uomini;
15 Ας υμνολογωσιν εις τον Κυριον τα ελεη αυτου και τα θαυμασια αυτου τα προς τους υιους των ανθρωπων?
16 perché ha infranto le porte di bronzo
e ha spezzato le barre di ferro.

16 διοτι συνετριψε πυλας χαλκινας και μοχλους σιδηρους κατεκοψεν.
17 Stolti per la loro iniqua condotta,
soffrivano per i loro misfatti;
17 Οι αφρονες βασανιζονται δια τας παραβασεις αυτων και δια τας ανομιας αυτων.
18 rifiutavano ogni nutrimento
e già toccavano le soglie della morte.
18 Παν φαγητον βδελυττεται η ψυχη αυτων, και πλησιαζουσιν εως των πυλων του θανατου.
19 Nell'angoscia gridarono al Signore
ed egli li liberò dalle loro angustie.

19 Τοτε βοωσι προς τον Κυριον εν τη θλιψει αυτων, και σωζει αυτους απο των αναγκων αυτων?
20 Mandò la sua parola e li fece guarire,
li salvò dalla distruzione.
20 αποστελλει τον λογον αυτου και ιατρευει αυτους και ελευθερονει απο της φθορας αυτων.
21 Ringrazino il Signore per la sua misericordia
e per i suoi prodigi a favore degli uomini.
21 Ας υμνολογωσιν εις τον Κυριον τα ελεη αυτου, και τα θαυμασια αυτου τα προς τους υιους των ανθρωπων?
22 Offrano a lui sacrifici di lode,
narrino con giubilo le sue opere.

22 και ας θυσιαζωσι θυσιας αινεσεως και ας κηρυττωσι τα εργα αυτου εν αγαλλιασει.
23 Coloro che solcavano il mare sulle navi
e commerciavano sulle grandi acque,
23 Οι καταβαινοντες εις την θαλασσαν με πλοια, καμνοντες εργασιας εν υδασι πολλοις,
24 videro le opere del Signore,
i suoi prodigi nel mare profondo.
24 αυτοι βλεπουσι τα εργα του Κυριου και τα θαυμασια αυτου τα γινομενα εις τα βαθη?
25 Egli parlò e fece levare
un vento burrascoso che sollevò i suoi flutti.
25 Διοτι προσταζει, και εγειρεται ανεμος καταιγιδος, και υψονει τα κυματα αυτης.
26 Salivano fino al cielo,
scendevano negli abissi;
la loro anima languiva nell'affanno.
26 Αναβαινουσιν εως των ουρανων και καταβαινουσιν εως των αβυσσων? η ψυχη αυτων τηκεται υπο της συμφορας.
27 Ondeggiavano e barcollavano come ubriachi,
tutta la loro perizia era svanita.
27 Σειονται και κλονιζονται ως ο μεθυων, και πασα η σοφια αυτων χανεται.
28 Nell'angoscia gridarono al Signore
ed egli li liberò dalle loro angustie.

28 Τοτε κραζουσι προς τον Κυριον εν τη θλιψει αυτων, και εξαγει αυτους απο των αναγκων αυτων.
29 Ridusse la tempesta alla calma,
tacquero i flutti del mare.
29 Κατασιγαζει την ανεμοζαλην, και σιωπωσι τα κυματα αυτης.
30 Si rallegrarono nel vedere la bonaccia
ed egli li condusse al porto sospirato.

30 Και ευφραινονται, διοτι ησυχασαν? και οδηγει αυτους εις τον επιθυμητον λιμενα αυτων.
31 Ringrazino il Signore per la sua misericordia
e per i suoi prodigi a favore degli uomini.
31 Ας υμνολογωσιν εις τον Κυριον τα ελεη αυτου και τα θαυμασια αυτου τα προς τους υιους των ανθρωπων?
32 Lo esaltino nell'assemblea del popolo,
lo lodino nel consesso degli anziani.

32 και ας υψονωσιν αυτον εν τη συναξει του λαου, και εν τω συνεδριω των πρεσβυτερων ας αινωσιν αυτον.
33 Ridusse i fiumi a deserto,
a luoghi aridi le fonti d'acqua
33 Μεταβαλλει ποταμους εις ερημον και πηγας υδατων εις ξηρασιαν?
34 e la terra fertile a palude
per la malizia dei suoi abitanti.
34 την καρποφορον γην εις αλμυραν, δια την κακιαν των κατοικουντων εν αυτη.
35 Ma poi cambiò il deserto in lago,
e la terra arida in sorgenti d'acqua.

35 Μεταβαλλει την ερημον εις λιμνας υδατων και την ξηραν γην εις πηγας υδατων.
36 Là fece dimorare gli affamati
ed essi fondarono una città dove abitare.
36 Και εκει κατοικιζει τους πεινωντας, και συγκροτουσι πολεις εις κατοικησιν?
37 Seminarono campi e piantarono vigne,
e ne raccolsero frutti abbondanti.
37 και σπειρουσιν αγρους και φυτευουσιν αμπελωνας, οιτινες καμνουσι καρπους γεννηματος.
38 Li benedisse e si moltiplicarono,
non lasciò diminuire il loro bestiame.
38 Και ευλογει αυτους, και πληθυνονται σφοδρα, και δεν ολιγοστευει τα κτηνη αυτων.
39 Ma poi, ridotti a pochi, furono abbattuti,
perché oppressi dalle sventure e dal dolore.
39 Ολιγοστευουσιν ομως επειτα και ταπεινονονται, απο της στενοχωριας, της συμφορας και του πονου.
40 Colui che getta il disprezzo sui potenti,
li fece vagare in un deserto senza strade.

40 Επιχεει καταφρονησιν επι τους αρχοντας και καμνει αυτους να περιπλανωνται εν ερημω αβατω.
41 Ma risollevò il povero dalla miseria
e rese le famiglie numerose come greggi.
41 Τον δε πενητα υψονει απο της πτωχειας και καθιστα ως ποιμνια τας οικογενειας.
42 Vedono i giusti e ne gioiscono
e ogni iniquo chiude la sua bocca.
42 Οι ευθεις βλεπουσι και ευφραινονται? πασα δε ανομια θελει εμφραξει το στομα αυτης.
43 Chi è saggio osservi queste cose
e comprenderà la bontà del Signore.
43 Οστις ειναι σοφος ας παρατηρη ταυτα? και θελουσιν εννοησει τα ελεη του Κυριου.