Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Salmi 104


font
BIBBIA CEI 1974GREEK BIBLE
1 Benedici il Signore, anima mia,
Signore, mio Dio, quanto sei grande!
Rivestito di maestà e di splendore,
1 Ευλογει, η ψυχη μου, τον Κυριον. Κυριε Θεε μου, εμεγαλυνθης σφοδρα? τιμην και μεγαλοπρεπειαν εισαι ενδεδυμενος?
2 avvolto di luce come di un manto.
Tu stendi il cielo come una tenda,
2 ο περιτυλιττομενος το φως ως ιματιον, ο εκτεινων τον ουρανον ως καταπετασμα?
3 costruisci sulle acque la tua dimora,
fai delle nubi il tuo carro,
cammini sulle ali del vento;
3 ο στεγαζων με υδατα τα υπερωα αυτου? ο ποιων τα νεφη αμαξαν αυτου? ο περιπατων επι πτερυγων ανεμων?
4 fai dei venti i tuoi messaggeri,
delle fiamme guizzanti i tuoi ministri.

4 ο ποιων τους αγγελους αυτου πνευματα, τους λειτουργους αυτου πυρος φλογα?
5 Hai fondato la terra sulle sue basi,
mai potrà vacillare.
5 ο θεμελιων την γην επι την βασιν αυτης, δια να μη σαλευθη εις τον αιωνα του αιωνος.
6 L'oceano l'avvolgeva come un manto,
le acque coprivano le montagne.
6 Με την αβυσσον, ως με ιματιον, εκαλυψας αυτην? τα υδατα εσταθησαν επι των ορεων?
7 Alla tua minaccia sono fuggite,
al fragore del tuo tuono hanno tremato.
7 απο επιτιμησεως σου εφυγον? απο της φωνης της βροντης σου εσυρθησαν εν βια?
8 Emergono i monti, scendono le valli
al luogo che hai loro assegnato.
8 ανεβησαν εις τα ορη, κατεβησαν εις τας κοιλαδας, εις τοπον, τον οποιον διωρισας δι' αυτα?
9 Hai posto un limite alle acque: non lo passeranno,
non torneranno a coprire la terra.

9 εθεσας οριον, το οποιον δεν θελουσιν υπερβη ουδε θελουσιν επιστρεψει δια να σκεπασωσι την γην.
10 Fai scaturire le sorgenti nelle valli
e scorrono tra i monti;
10 Ο εξαποστελλων πηγας εις τας φαραγγας, δια να ρεωσιν αναμεσον των ορεων?
11 ne bevono tutte le bestie selvatiche
e gli ònagri estinguono la loro sete.
11 ποτιζουσι παντα τα θηρια του αγρου? οι αγριοι ονοι σβυνουσι την διψαν αυτων?
12 Al di sopra dimorano gli uccelli del cielo,
cantano tra le fronde.

12 πλησιον αυτων τα πετεινα του ουρανου κατασκηνουσι, και αναμεσον των κλαδων κελαδουσιν.
13 Dalle tue alte dimore irrighi i monti,
con il frutto delle tue opere sazi la terra.
13 Ο ποτιζων τα ορη εκ των υπερωων αυτου? απο του καρπου των εργων σου χορταινει η γη.
14 Fai crescere il fieno per gli armenti
e l'erba al servizio dell'uomo,
perché tragga alimento dalla terra:
14 Ο αναδιδων χορτον δια τα κτηνη και βοτανην προς χρησιν του ανθρωπου, δια να εξαγη τροφην εκ της γης,
15 il vino che allieta il cuore dell'uomo;
l'olio che fa brillare il suo volto
e il pane che sostiene il suo vigore.

15 και οινον ευφραινοντα την καρδιαν του ανθρωπου, ελαιον δια να λαμπρυνη το προσωπον αυτου, και αρτον στηριζοντα την καρδιαν του ανθρωπου.
16 Si saziano gli alberi del Signore,
i cedri del Libano da lui piantati.
16 Εχορτασθησαν τα δενδρα του Κυριου? αι κεδροι του Λιβανου, τας οποιας εφυτευσεν?
17 Là gli uccelli fanno il loro nido
e la cicogna sui cipressi ha la sua casa.
17 Οπου τα πετεινα καμνουσι φωλεας? αι πευκαι ειναι η κατοικια του πελαργου.
18 Per i camosci sono le alte montagne,
le rocce sono rifugio per gli iràci.

18 Τα ορη τα υψηλα ειναι δια τας δορκαδας? αι πετραι καταφυγη εις τους δασυποδας.
19 Per segnare le stagioni hai fatto la luna
e il sole che conosce il suo tramonto.
19 Εκαμε την σεληνην δια τους καιρους? ο ηλιος γνωριζει την δυσιν αυτου.
20 Stendi le tenebre e viene la notte
e vagano tutte le bestie della foresta;
20 Φερεις σκοτος, και γινεται νυξ? εν αυτη περιφερονται παντα τα θηρια του δασους?
21 ruggiscono i leoncelli in cerca di preda
e chiedono a Dio il loro cibo.
21 οι σκυμνοι βρυχωνται δια να αρπασωσι, και να ζητησωσι παρα του Θεου την τροφην αυτων.
22 Sorge il sole, si ritirano
e si accovacciano nelle tane.
22 Ο ηλιος ανατελλει? συναγονται και πλαγιαζουσιν εν τοις σπηλαιοις αυτων?
23 Allora l'uomo esce al suo lavoro,
per la sua fatica fino a sera.

23 εξερχεται ο ανθρωπος εις το εργον αυτου και εις την εργασιαν αυτου εως εσπερας.
24 Quanto sono grandi, Signore,
le tue opere!
Tutto hai fatto con saggezza,
la terra è piena delle tue creature.
24 Ποσον μεγαλα ειναι τα εργα σου, Κυριε? τα παντα εν σοφια εποιησας? η γη ειναι πληρης των ποιηματων σου?
25 Ecco il mare spazioso e vasto:
lì guizzano senza numero
animali piccoli e grandi.
25 αυτη η θαλασσα η μεγαλη και ευρυχωρος. Εκει ειναι ερπετα αναριθμητα, ζωα μικρα μετα μεγαλων?
26 Lo solcano le navi,
il Leviatàn che hai plasmato
perché in esso si diverta.

26 εκει διατρεχουσι τα πλοια? εκει ο Λευιαθαν ουτος, τον οποιον επλασας δια να παιζη εν αυτη.
27 Tutti da te aspettano
che tu dia loro il cibo in tempo opportuno.
27 Παντα ταυτα επι σε ελπιζουσι, δια να δωσης εν καιρω την τροφην αυτων.
28 Tu lo provvedi, essi lo raccolgono,
tu apri la mano, si saziano di beni.
28 Διδεις εις αυτα, συναγουσιν? ανοιγεις την χειρα σου, χορταινουσιν αγαθα.
29 Se nascondi il tuo volto, vengono meno,
togli loro il respiro, muoiono
e ritornano nella loro polvere.
29 Αποστρεφεις το προσωπον σου, ταραττονται? σηκονεις την πνοην αυτων, αποθνησκουσι και εις το χωμα αυτων επιστρεφουσιν?
30 Mandi il tuo spirito, sono creati,
e rinnovi la faccia della terra.

30 εξαποστελλεις το πνευμα σου, κτιζονται, και ανανεονεις το προσωπον της γης.
31 La gloria del Signore sia per sempre;
gioisca il Signore delle sue opere.
31 Η δοξα του Κυριου εστω εις τον αιωνα? ας ευφραινεται ο Κυριος εις τα εργα αυτου?
32 Egli guarda la terra e la fa sussultare,
tocca i monti ed essi fumano.
32 ο επιβλεπων επι την γην και καμνων αυτην να τρεμη? εγγιζει τα ορη, και καπνιζουσι.
33 Voglio cantare al Signore finché ho vita,
cantare al mio Dio finché esisto.
33 Θελω ψαλλει εις τον Κυριον ενοσω ζω? θελω ψαλμωδει εις τον Θεον μου ενοσω υπαρχω.
34 A lui sia gradito il mio canto;
la mia gioia è nel Signore.

34 Η εις αυτον μελετη μου θελει εισθαι γλυκεια? εγω θελω ευφραινεσθαι εις τον Κυριον.
35 Scompaiano i peccatori dalla terra
e più non esistano gli empi.
Benedici il Signore, anima mia.
35 Ας εκλειψωσιν οι αμαρτωλοι απο της γης και οι ασεβεις ας μη υπαρχωσι πλεον. Ευλογει, η ψυχη μου, τον Κυριον. Αλληλουια.