Salmi 102
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
BIBBIA CEI 1974 | GREEK BIBLE |
---|---|
1 'Preghiera di un afflitto che è stanco' 'e sfoga dinanzi a Dio la sua angoscia'. | 1 Προσευχη του τεθλιμμενου, οταν αδημονη, και εκχεη το παραπονον αυτου ενωπιον του Κυριου.>> Κυριε, εισακουσον της προσευχης μου, και η κραυγη μου ας ελθη προς σε. |
2 Signore, ascolta la mia preghiera, a te giunga il mio grido. | 2 Μη κρυψης το προσωπον σου απ' εμου? καθ' ην ημεραν θλιβομαι, κλινον προς εμε το ωτιον σου? καθ' ην ημεραν σε επικαλουμαι, ταχεως επακουε μου. |
3 Non nascondermi il tuo volto; nel giorno della mia angoscia piega verso di me l'orecchio. Quando ti invoco: presto, rispondimi. | 3 Διοτι εξελιπον ως καπνος αι ημεραι μου, και τα οστα μου ως φρυγανον κατεξηρανθησαν. |
4 Si dissolvono in fumo i miei giorni e come brace ardono le mie ossa. | 4 Επληγωθη η καρδια μου και εξηρανθη ως χορτος, ωστε ελησμονησα να τρωγω τον αρτον μου. |
5 Il mio cuore abbattuto come erba inaridisce, dimentico di mangiare il mio pane. | 5 Απο φωνης του στεναγμου μου εκολληθησαν τα οστα μου εις το δερμα μου. |
6 Per il lungo mio gemere aderisce la mia pelle alle mie ossa. | 6 Κατεσταθην ομοιος του ερημικου πελεκανος? εγεινα ως νυκτοκοραξ εν ταις ερημοις. |
7 Sono simile al pellicano del deserto, sono come un gufo tra le rovine. | 7 Αγρυπνω και ειμαι ως στρουθιον μοναζον επι δωματος. |
8 Veglio e gemo come uccello solitario sopra un tetto. | 8 Ολην την ημεραν με ονειδιζουσιν οι εχθροι μου? οι μαινομενοι ομνυουσι κατ' εμου. |
9 Tutto il giorno mi insultano i miei nemici, furenti imprecano contro il mio nome. | 9 Διοτι εφαγον στακτην ως αρτον και συνεκερασα με δακρυα το ποτον μου, |
10 Di cenere mi nutro come di pane, alla mia bevanda mescolo il pianto, | 10 Εξ αιτιας της οργης σου και της αγανακτησεως σου? διοτι σηκωσας με ερριψας κατω. |
11 davanti alla tua collera e al tuo sdegno, perché mi sollevi e mi scagli lontano. | 11 Αι ημεραι μου παρερχονται ως σκια, και εγω εξηρανθην ως χορτος. |
12 I miei giorni sono come ombra che declina, e io come erba inaridisco. | 12 Συ δε, Κυριε, εις τον αιωνα διαμενεις, και το μνημοσυνον σου εις γενεαν και γενεαν. |
13 Ma tu, Signore, rimani in eterno, il tuo ricordo per ogni generazione. | 13 Συ θελεις σηκωθη, θελεις σπλαγχνισθη την Σιων? διοτι ειναι καιρος να ελεησης αυτην, διοτι ο διωρισμενος καιρος εφθασεν. |
14 Tu sorgerai, avrai pietà di Sion, perché è tempo di usarle misericordia: l'ora è giunta. | 14 Επειδη οι δουλοι σου αρεσκονται εις τους λιθους αυτης και σπλαγχνιζονται το χωμα αυτης. |
15 Poiché ai tuoi servi sono care le sue pietre e li muove a pietà la sua rovina. | 15 Τοτε τα εθνη θελουσι φοβηθη το ονομα του Κυριου, και παντες οι βασιλεις της γης την δοξαν σου. |
16 I popoli temeranno il nome del Signore e tutti i re della terra la tua gloria, | 16 Οταν ο Κυριος οικοδομηση την Σιων θελει φανη εν τη δοξα αυτου. |
17 quando il Signore avrà ricostruito Sion e sarà apparso in tutto il suo splendore. | 17 Θελει επιβλεψει επι την προσευχην των εγκαταλελειμμενων και δεν θελει καταφρονησει την δεησιν αυτων. |
18 Egli si volge alla preghiera del misero e non disprezza la sua supplica. | 18 Τουτο θελει γραφθη δια την γενεαν την επερχομενην? και ο λαος, οστις θελει δημιουργηθη, θελει αινει τον Κυριον. |
19 Questo si scriva per la generazione futura e un popolo nuovo darà lode al Signore. | 19 Διοτι εκυψεν εκ του υψους του αγιαστηριου αυτου, εξ ουρανου επεβλεψεν ο Κυριος επι την γην, |
20 Il Signore si è affacciato dall'alto del suo santuario, dal cielo ha guardato la terra, | 20 δια να ακουση τον στεναγμον των δεσμιων, δια να λυση τους καταδεδικασμενους εις θανατον? |
21 per ascoltare il gemito del prigioniero, per liberare i condannati a morte; | 21 δια να κηρυττωσιν εν Σιων το ονομα του Κυριου και την αινεσιν αυτου εν Ιερουσαλημ, |
22 perché sia annunziato in Sion il nome del Signore e la sua lode in Gerusalemme, | 22 οταν συναχθωσιν ομου οι λαοι και αι βασιλειαι, δια να δουλευσωσι τον Κυριον. |
23 quando si aduneranno insieme i popoli e i regni per servire il Signore. | 23 Ηδυνατισεν εν τη οδω την ισχυν μου? συνετεμε τας ημερας μου. |
24 Ha fiaccato per via la mia forza, ha abbreviato i miei giorni. | 24 Εγω ειπα, μη με αρπασης, Θεε μου, εν τω ημισει των ημερων μου? τα ετη σου ειναι εις γενεας γενεων. |
25 Io dico: Mio Dio, non rapirmi a metà dei miei giorni; i tuoi anni durano per ogni generazione. | 25 Κατ' αρχας συ, Κυριε, την γην εθεμελιωσας, και εργα των χειρων σου ειναι οι ουρανοι. |
26 In principio tu hai fondato la terra, i cieli sono opera delle tue mani. | 26 Αυτοι θελουσιν απολεσθη, συ δε διαμενεις? και παντες ως ιματιον θελουσι παλαιωθη? ως περιενδυμα θελεις τυλιξει αυτους, και θελουσιν αλλαχθη? |
27 Essi periranno, ma tu rimani, tutti si logorano come veste, come un abito tu li muterai ed essi passeranno. | 27 συ ομως εισαι ο αυτος, και τα ετη σου δεν θελουσιν εκλειψει. |
28 Ma tu resti lo stesso e i tuoi anni non hanno fine. | 28 Οι υιοι των δουλων σου θελουσι κατοικει, και το σπερμα αυτων θελει διαμενει ενωπιον σου. |
29 I figli dei tuoi servi avranno una dimora, resterà salda davanti a te la loro discendenza. |