Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Isaia 26


font
BIBBIA CEI 2008GREEK BIBLE
1 In quel giorno si canterà questo canto nella terra di Giuda:
«Abbiamo una città forte;
mura e bastioni egli ha posto a salvezza.
1 Εν εκεινη τη ημερα το ασμα τουτο θελει ψαλη εν γη Ιουδα Εχομεν πολιν οχυραν? σωτηριαν θελει βαλει ο Θεος αντι τειχων και προτειχισματων.
2 Aprite le porte:
entri una nazione giusta,
che si mantiene fedele.
2 Ανοιξατε τας πυλας και θελει εισελθει το δικαιον εθνος το φυλαττον την αληθειαν.
3 La sua volontà è salda;
tu le assicurerai la pace,
pace perché in te confida.
3 Θελεις φυλαξει εν τελεια ειρηνη το πνευμα το επι σε επιστηριζομενον, διοτι επι σε θαρρει.
4 Confidate nel Signore sempre,
perché il Signore è una roccia eterna,
4 Θαρρειτε επι τον Κυριον παντοτε? διοτι εν Κυριω τω Θεω ειναι αιωνιος δυναμις.
5 perché egli ha abbattuto
coloro che abitavano in alto,
ha rovesciato la città eccelsa,
l’ha rovesciata fino a terra,
l’ha rasa al suolo.
5 Διοτι ταπεινονει τους κατοικουντας εν υψηλοις? κρημνιζει την υψηλην πολιν? κρημνιζει αυτην εως εδαφους? καταβαλλει αυτην εως χωματος.
6 I piedi la calpestano:
sono i piedi degli oppressi,
i passi dei poveri».
6 Ο πους θελει καταπατησει αυτην, οι ποδες του πτωχου, τα βηματα του ενδεους.
7 Il sentiero del giusto è diritto,
il cammino del giusto tu rendi piano.
7 Η οδος του δικαιου ειναι η ευθυτης? συ, ευθυτατε, σταθμιζεις την οδον του δικαιου.
8 Sì, sul sentiero dei tuoi giudizi,
Signore, noi speriamo in te;
al tuo nome e al tuo ricordo
si volge tutto il nostro desiderio.
8 Ναι, εν τη οδω, των κρισεων σου, Κυριε, σε περιεμειναμεν? ο ποθος της ψυχης ημων ειναι εις το ονομα σου και εις την ενθυμησιν σου.
9 Di notte anela a te l’anima mia,
al mattino dentro di me il mio spirito ti cerca,
perché quando eserciti i tuoi giudizi sulla terra,
imparano la giustizia gli abitanti del mondo.
9 Με την ψυχην μου σε εποθησα την νυκτα? ναι, με το πνευμα μου εντος μου σε εξεζητησα το πρωι? διοτι οταν αι κρισεις σου ηναι εν τη γη, οι κατοικοι του κοσμου θελουσι μαθει δικαιοσυνην.
10 Si usi pure clemenza al malvagio:
non imparerà la giustizia;
sulla terra egli distorce le cose diritte
e non guarda alla maestà del Signore.
10 Και αν ελεηθη ο ασεβης, δεν θελει μαθει δικαιοσυνην? εν τη γη της ευθυτητος θελει πραξει αδικως και δεν θελει εμβλεψει εις την μεγαλειοτητα του Κυριου.
11 Signore, si era alzata la tua mano,
ma essi non la videro.
Vedranno, arrossendo, il tuo amore geloso per il popolo,
e il fuoco preparato per i tuoi nemici li divorerà.
11 Η χειρ σου, Κυριε, υψουται, αλλ' αυτοι δεν θελουσιν ιδει? θελουσιν ομως ιδει και καταισχυνθη? ο ζηλος ο υπερ του λαου σου, μαλιστα το πυρ το κατα των εχθρων σου θελει καταφαγει αυτους.
12 Signore, ci concederai la pace,
perché tutte le nostre imprese tu compi per noi.
12 Κυριε, ειρηνην θελεις δωσει εις ημας? διοτι συ εκαμες και παντα ημων τα εργα δια ημας.
13 Signore, nostro Dio, altri padroni,
diversi da te, ci hanno dominato,
ma noi te soltanto, il tuo nome invocheremo.
13 Κυριε ο Θεος ημων, αλλοι κυριοι, πλην σου, εξουσιασαν εφ' ημας? αλλα τωρα δια σου μονον θελομεν αναφερει το ονομα σου.
14 I morti non vivranno più,
le ombre non risorgeranno;
poiché tu li hai puniti e distrutti,
hai fatto svanire ogni loro ricordo.
14 Απεθανον, δεν θελουσιν αναζησει? ετελευτησαν, δεν θελουσιν αναστηθη? δια τουτο επεσκεφθης και εξωλοθρευσας αυτους και εξηλειψας παν το μνημοσυνον αυτων.
15 Hai fatto crescere la nazione, Signore,
hai fatto crescere la nazione, ti sei glorificato,
hai dilatato tutti i confini della terra.
15 Επληθυνας το εθνος, Κυριε, επληθυνας το εθνος? εδοξασθης? εμακρυνας αυτο εις παντα τα εσχατα της γης.
16 Signore, nella tribolazione ti hanno cercato;
a te hanno gridato nella prova, che è la tua correzione per loro.
16 Κυριε, εν τη θλιψει προσετρεξαν προς σε? εξεχεαν στεναγμον, οτε η παιδεια σου ητο επ' αυτους.
17 Come una donna incinta che sta per partorire
si contorce e grida nei dolori,
così siamo stati noi di fronte a te, Signore.
17 Ως εγκυος γυνη, οταν πλησιαση εις την γενναν, κοιλοπονει, φωναζουσα εν τοις πονοις αυτης, ουτως εγειναμεν ενωπιον σου, Κυριε.
18 Abbiamo concepito,
abbiamo sentito i dolori
quasi dovessimo partorire:
era solo vento;
non abbiamo portato salvezza alla terra
e non sono nati abitanti nel mondo.
18 Συνελαβομεν, εκοιλοπονησαμεν, πλην ως να εγεννησαμεν ανεμον? ουδεμιαν ελευθερωσιν κατωρθωσαμεν εν τη γη? ουδε επεσαν οι κατοικοι του κοσμου.
19 Ma di nuovo vivranno i tuoi morti.
I miei cadaveri risorgeranno!
Svegliatevi ed esultate
voi che giacete nella polvere.
Sì, la tua rugiada è rugiada luminosa,
la terra darà alla luce le ombre.
19 Οι νεκροι σου θελουσι ζησει, μετα του νεκρου σωματος μου θελουσιν αναστηθη? εξεγερθητε και ψαλλετε, σεις οι κατοικουντες εν τω χωματι? διοτι η δροσος σου ειναι ως η δροσος των χορτων, και η γη θελει εκριψει τους νεκρους.
20 Va’, popolo mio, entra nelle tue stanze
e chiudi la porta dietro di te.
Nasconditi per un momento,
finché non sia passato lo sdegno.
20 Ελθε, λαε μου, εισελθε εις τα ταμεια σου και κλεισον τας θυρας σου οπισω σου? κρυφθητι δια ολιγον καιρον, εωσου παρελθη η οργη.
21 Perché ecco, il Signore esce dalla sua dimora
per punire le offese fatte a lui dagli abitanti della terra;
la terra ributterà fuori il sangue assorbito
e più non coprirà i suoi cadaveri.
21 Διοτι, ιδου, ο Κυριος εξερχεται απο του τοπου αυτου δια να παιδευση τους κατοικους της γης ενεκεν της ανομιας αυτων? η δε γη θελει ανακαλυψει τα αιματα αυτης και δεν θελει σκεπασει πλεον τους πεφονευμενους αυτης.