Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Psalmi 77


font
VULGATALXX
1 Intellectus Asaph. Attendite, popule meus, legem meam ;
inclinate aurem vestram in verba oris mei.
1 συνεσεως τω ασαφ προσεχετε λαος μου τον νομον μου κλινατε το ους υμων εις τα ρηματα του στοματος μου
2 Aperiam in parabolis os meum ;
loquar propositiones ab initio.
2 ανοιξω εν παραβολαις το στομα μου φθεγξομαι προβληματα απ' αρχης
3 Quanta audivimus, et cognovimus ea,
et patres nostri narraverunt nobis.
3 οσα ηκουσαμεν και εγνωμεν αυτα και οι πατερες ημων διηγησαντο ημιν
4 Non sunt occultata a filiis eorum in generatione altera,
narrantes laudes Domini et virtutes ejus,
et mirabilia ejus quæ fecit.
4 ουκ εκρυβη απο των τεκνων αυτων εις γενεαν ετεραν απαγγελλοντες τας αινεσεις του κυριου και τας δυναστειας αυτου και τα θαυμασια αυτου α εποιησεν
5 Et suscitavit testimonium in Jacob,
et legem posuit in Israël,
quanta mandavit patribus nostris
nota facere ea filiis suis :
5 και ανεστησεν μαρτυριον εν ιακωβ και νομον εθετο εν ισραηλ οσα ενετειλατο τοις πατρασιν ημων του γνωρισαι αυτα τοις υιοις αυτων
6 ut cognoscat generatio altera :
filii qui nascentur et exsurgent,
et narrabunt filiis suis,
6 οπως αν γνω γενεα ετερα υιοι οι τεχθησομενοι και αναστησονται και απαγγελουσιν αυτα τοις υιοις αυτων
7 ut ponant in Deo spem suam,
et non obliviscantur operum Dei,
et mandata ejus exquirant :
7 ινα θωνται επι τον θεον την ελπιδα αυτων και μη επιλαθωνται των εργων του θεου και τας εντολας αυτου εκζητησουσιν
8 ne fiant, sicut patres eorum,
generatio prava et exasperans ;
generatio quæ non direxit cor suum,
et non est creditus cum Deo spiritus ejus.
8 ινα μη γενωνται ως οι πατερες αυτων γενεα σκολια και παραπικραινουσα γενεα ητις ου κατηυθυνεν την καρδιαν αυτης και ουκ επιστωθη μετα του θεου το πνευμα αυτης
9 Filii Ephrem, intendentes et mittentes arcum,
conversi sunt in die belli.
9 υιοι εφραιμ εντεινοντες και βαλλοντες τοξοις εστραφησαν εν ημερα πολεμου
10 Non custodierunt testamentum Dei,
et in lege ejus noluerunt ambulare.
10 ουκ εφυλαξαν την διαθηκην του θεου και εν τω νομω αυτου ουκ ηθελον πορευεσθαι
11 Et obliti sunt benefactorum ejus,
et mirabilium ejus quæ ostendit eis.
11 και επελαθοντο των ευεργεσιων αυτου και των θαυμασιων αυτου ων εδειξεν αυτοις
12 Coram patribus eorum fecit mirabilia
in terra Ægypti, in campo Taneos.
12 εναντιον των πατερων αυτων α εποιησεν θαυμασια εν γη αιγυπτω εν πεδιω τανεως
13 Interrupit mare, et perduxit eos,
et statuit aquas quasi in utre :
13 διερρηξεν θαλασσαν και διηγαγεν αυτους εστησεν υδατα ωσει ασκον
14 et deduxit eos in nube diei,
et tota nocte in illuminatione ignis.
14 και ωδηγησεν αυτους εν νεφελη ημερας και ολην την νυκτα εν φωτισμω πυρος
15 Interrupit petram in eremo,
et adaquavit eos velut in abysso multa.
15 διερρηξεν πετραν εν ερημω και εποτισεν αυτους ως εν αβυσσω πολλη
16 Et eduxit aquam de petra,
et deduxit tamquam flumina aquas.
16 και εξηγαγεν υδωρ εκ πετρας και κατηγαγεν ως ποταμους υδατα
17 Et apposuerunt adhuc peccare ei ;
in iram excitaverunt Excelsum in inaquoso.
17 και προσεθεντο ετι του αμαρτανειν αυτω παρεπικραναν τον υψιστον εν ανυδρω
18 Et tentaverunt Deum in cordibus suis,
ut peterent escas animabus suis.
18 και εξεπειρασαν τον θεον εν ταις καρδιαις αυτων του αιτησαι βρωματα ταις ψυχαις αυτων
19 Et male locuti sunt de Deo ;
dixerunt : Numquid poterit Deus parare mensam in deserto ?
19 και κατελαλησαν του θεου και ειπαν μη δυνησεται ο θεος ετοιμασαι τραπεζαν εν ερημω
20 quoniam percussit petram, et fluxerunt aquæ,
et torrentes inundaverunt.
Numquid et panem poterit dare,
aut parare mensam populo suo ?
20 επει επαταξεν πετραν και ερρυησαν υδατα και χειμαρροι κατεκλυσθησαν μη και αρτον δυναται δουναι η ετοιμασαι τραπεζαν τω λαω αυτου
21 Ideo audivit Dominus et distulit ;
et ignis accensus est in Jacob,
et ira ascendit in Israël :
21 δια τουτο ηκουσεν κυριος και ανεβαλετο και πυρ ανηφθη εν ιακωβ και οργη ανεβη επι τον ισραηλ
22 quia non crediderunt in Deo,
nec speraverunt in salutari ejus.
22 οτι ουκ επιστευσαν εν τω θεω ουδε ηλπισαν επι το σωτηριον αυτου
23 Et mandavit nubibus desuper,
et januas cæli aperuit.
23 και ενετειλατο νεφελαις υπερανωθεν και θυρας ουρανου ανεωξεν
24 Et pluit illis manna ad manducandum,
et panem cæli dedit eis.
24 και εβρεξεν αυτοις μαννα φαγειν και αρτον ουρανου εδωκεν αυτοις
25 Panem angelorum manducavit homo ;
cibaria misit eis in abundantia.
25 αρτον αγγελων εφαγεν ανθρωπος επισιτισμον απεστειλεν αυτοις εις πλησμονην
26 Transtulit austrum de cælo,
et induxit in virtute sua africum.
26 απηρεν νοτον εξ ουρανου και επηγαγεν εν τη δυναστεια αυτου λιβα
27 Et pluit super eos sicut pulverem carnes,
et sicut arenam maris volatilia pennata.
27 και εβρεξεν επ' αυτους ωσει χουν σαρκας και ωσει αμμον θαλασσων πετεινα πτερωτα
28 Et ceciderunt in medio castrorum eorum,
circa tabernacula eorum.
28 και επεπεσον εις μεσον της παρεμβολης αυτων κυκλω των σκηνωματων αυτων
29 Et manducaverunt, et saturati sunt nimis,
et desiderium eorum attulit eis :
29 και εφαγοσαν και ενεπλησθησαν σφοδρα και την επιθυμιαν αυτων ηνεγκεν αυτοις
30 non sunt fraudati a desiderio suo.
Adhuc escæ eorum erant in ore ipsorum,
30 ουκ εστερηθησαν απο της επιθυμιας αυτων ετι της βρωσεως αυτων ουσης εν τω στοματι αυτων
31 et ira Dei ascendit super eos :
et occidit pingues eorum,
et electos Israël impedivit.
31 και οργη του θεου ανεβη επ' αυτους και απεκτεινεν εν τοις πιοσιν αυτων και τους εκλεκτους του ισραηλ συνεποδισεν
32 In omnibus his peccaverunt adhuc,
et non crediderunt in mirabilibus ejus.
32 εν πασιν τουτοις ημαρτον ετι και ουκ επιστευσαν εν τοις θαυμασιοις αυτου
33 Et defecerunt in vanitate dies eorum,
et anni eorum cum festinatione.
33 και εξελιπον εν ματαιοτητι αι ημεραι αυτων και τα ετη αυτων μετα σπουδης
34 Cum occideret eos, quærebant eum et revertebantur,
et diluculo veniebant ad eum.
34 οταν απεκτεννεν αυτους εξεζητουν αυτον και επεστρεφον και ωρθριζον προς τον θεον
35 Et rememorati sunt quia Deus adjutor est eorum,
et Deus excelsus redemptor eorum est.
35 και εμνησθησαν οτι ο θεος βοηθος αυτων εστιν και ο θεος ο υψιστος λυτρωτης αυτων εστιν
36 Et dilexerunt eum in ore suo,
et lingua sua mentiti sunt ei ;
36 και ηπατησαν αυτον εν τω στοματι αυτων και τη γλωσση αυτων εψευσαντο αυτω
37 cor autem eorum non erat rectum cum eo,
nec fideles habiti sunt in testamento ejus.
37 η δε καρδια αυτων ουκ ευθεια μετ' αυτου ουδε επιστωθησαν εν τη διαθηκη αυτου
38 Ipse autem est misericors,
et propitius fiet peccatis eorum,
et non disperdet eos.
Et abundavit ut averteret iram suam,
et non accendit omnem iram suam.
38 αυτος δε εστιν οικτιρμων και ιλασεται ταις αμαρτιαις αυτων και ου διαφθερει και πληθυνει του αποστρεψαι τον θυμον αυτου και ουχι εκκαυσει πασαν την οργην αυτου
39 Et recordatus est quia caro sunt,
spiritus vadens et non rediens.
39 και εμνησθη οτι σαρξ εισιν πνευμα πορευομενον και ουκ επιστρεφον
40 Quoties exacerbaverunt eum in deserto ;
in iram concitaverunt eum in inaquoso ?
40 ποσακις παρεπικραναν αυτον εν τη ερημω παρωργισαν αυτον εν γη ανυδρω
41 Et conversi sunt, et tentaverunt Deum,
et sanctum Israël exacerbaverunt.
41 και επεστρεψαν και επειρασαν τον θεον και τον αγιον του ισραηλ παρωξυναν
42 Non sunt recordati manus ejus,
die qua redemit eos de manu tribulantis :
42 ουκ εμνησθησαν της χειρος αυτου ημερας ης ελυτρωσατο αυτους εκ χειρος θλιβοντος
43 sicut posuit in Ægypto signa sua,
et prodigia sua in campo Taneos ;
43 ως εθετο εν αιγυπτω τα σημεια αυτου και τα τερατα αυτου εν πεδιω τανεως
44 et convertit in sanguinem flumina eorum,
et imbres eorum, ne biberent.
44 και μετεστρεψεν εις αιμα τους ποταμους αυτων και τα ομβρηματα αυτων οπως μη πιωσιν
45 Misit in eos c?nomyiam, et comedit eos,
et ranam, et disperdidit eos ;
45 εξαπεστειλεν εις αυτους κυνομυιαν και κατεφαγεν αυτους και βατραχον και διεφθειρεν αυτους
46 et dedit ærugini fructus eorum,
et labores eorum locustæ ;
46 και εδωκεν τη ερυσιβη τον καρπον αυτων και τους πονους αυτων τη ακριδι
47 et occidit in grandine vineas eorum,
et moros eorum in pruina ;
47 απεκτεινεν εν χαλαζη την αμπελον αυτων και τας συκαμινους αυτων εν τη παχνη
48 et tradidit grandini jumenta eorum,
et possessionem eorum igni ;
48 και παρεδωκεν εις χαλαζαν τα κτηνη αυτων και την υπαρξιν αυτων τω πυρι
49 misit in eos iram indignationis suæ,
indignationem, et iram, et tribulationem,
immissiones per angelos malos.
49 εξαπεστειλεν εις αυτους οργην θυμου αυτου θυμον και οργην και θλιψιν αποστολην δι' αγγελων πονηρων
50 Viam fecit semitæ iræ suæ :
non pepercit a morte animabus eorum,
et jumenta eorum in morte conclusit :
50 ωδοποιησεν τριβον τη οργη αυτου ουκ εφεισατο απο θανατου των ψυχων αυτων και τα κτηνη αυτων εις θανατον συνεκλεισεν
51 et percussit omne primogenitum in terra Ægypti ;
primitias omnis laboris eorum in tabernaculis Cham :
51 και επαταξεν παν πρωτοτοκον εν αιγυπτω απαρχην των πονων αυτων εν τοις σκηνωμασι χαμ
52 et abstulit sicut oves populum suum,
et perduxit eos tamquam gregem in deserto :
52 και απηρεν ως προβατα τον λαον αυτου και ανηγαγεν αυτους ως ποιμνιον εν ερημω
53 et deduxit eos in spe, et non timuerunt,
et inimicos eorum operuit mare.
53 και ωδηγησεν αυτους εν ελπιδι και ουκ εδειλιασαν και τους εχθρους αυτων εκαλυψεν θαλασσα
54 Et induxit eos in montem sanctificationis suæ,
montem quem acquisivit dextera ejus ;
et ejecit a facie eorum gentes,
et sorte divisit eis terram in funiculo distributionis ;
54 και εισηγαγεν αυτους εις οριον αγιασματος αυτου ορος τουτο ο εκτησατο η δεξια αυτου
55 et habitare fecit in tabernaculis eorum tribus Israël.
55 και εξεβαλεν απο προσωπου αυτων εθνη και εκληροδοτησεν αυτους εν σχοινιω κληροδοσιας και κατεσκηνωσεν εν τοις σκηνωμασιν αυτων τας φυλας του ισραηλ
56 Et tentaverunt, et exacerbaverunt Deum excelsum,
et testimonia ejus non custodierunt.
56 και επειρασαν και παρεπικραναν τον θεον τον υψιστον και τα μαρτυρια αυτου ουκ εφυλαξαντο
57 Et averterunt se, et non servaverunt pactum :
quemadmodum patres eorum, conversi sunt in arcum pravum.
57 και απεστρεψαν και ησυνθετησαν καθως και οι πατερες αυτων και μετεστραφησαν εις τοξον στρεβλον
58 In iram concitaverunt eum in collibus suis,
et in sculptilibus suis ad æmulationem eum provocaverunt.
58 και παρωργισαν αυτον εν τοις βουνοις αυτων και εν τοις γλυπτοις αυτων παρεζηλωσαν αυτον
59 Audivit Deus, et sprevit,
et ad nihilum redegit valde Israël.
59 ηκουσεν ο θεος και υπερειδεν και εξουδενωσεν σφοδρα τον ισραηλ
60 Et repulit tabernaculum Silo,
tabernaculum suum, ubi habitavit in hominibus.
60 και απωσατο την σκηνην σηλωμ σκηνωμα αυτου ου κατεσκηνωσεν εν ανθρωποις
61 Et tradidit in captivitatem virtutem eorum,
et pulchritudinem eorum in manus inimici.
61 και παρεδωκεν εις αιχμαλωσιαν την ισχυν αυτων και την καλλονην αυτων εις χειρας εχθρου
62 Et conclusit in gladio populum suum,
et hæreditatem suam sprevit.
62 και συνεκλεισεν εις ρομφαιαν τον λαον αυτου και την κληρονομιαν αυτου υπερειδεν
63 Juvenes eorum comedit ignis,
et virgines eorum non sunt lamentatæ.
63 τους νεανισκους αυτων κατεφαγεν πυρ και αι παρθενοι αυτων ουκ επενθηθησαν
64 Sacerdotes eorum in gladio ceciderunt,
et viduæ eorum non plorabantur.
64 οι ιερεις αυτων εν ρομφαια επεσαν και αι χηραι αυτων ου κλαυσθησονται
65 Et excitatus est tamquam dormiens Dominus,
tamquam potens crapulatus a vino.
65 και εξηγερθη ως ο υπνων κυριος ως δυνατος κεκραιπαληκως εξ οινου
66 Et percussit inimicos suos in posteriora ;
opprobrium sempiternum dedit illis.
66 και επαταξεν τους εχθρους αυτου εις τα οπισω ονειδος αιωνιον εδωκεν αυτοις
67 Et repulit tabernaculum Joseph,
et tribum Ephraim non elegit :
67 και απωσατο το σκηνωμα ιωσηφ και την φυλην εφραιμ ουκ εξελεξατο
68 sed elegit tribum Juda,
montem Sion, quem dilexit.
68 και εξελεξατο την φυλην ιουδα το ορος το σιων ο ηγαπησεν
69 Et ædificavit sicut unicornium sanctificium suum,
in terra quam fundavit in sæcula.
69 και ωκοδομησεν ως μονοκερωτων το αγιασμα αυτου εν τη γη εθεμελιωσεν αυτην εις τον αιωνα
70 Et elegit David, servum suum,
et sustulit eum de gregibus ovium ;
de post f?tantes accepit eum :
70 και εξελεξατο δαυιδ τον δουλον αυτου και ανελαβεν αυτον εκ των ποιμνιων των προβατων
71 pascere Jacob servum suum,
et Israël hæreditatem suam.
71 εξοπισθεν των λοχευομενων ελαβεν αυτον ποιμαινειν ιακωβ τον λαον αυτου και ισραηλ την κληρονομιαν αυτου
72 Et pavit eos in innocentia cordis sui,
et in intellectibus manuum suarum deduxit eos.
72 και εποιμανεν αυτους εν τη ακακια της καρδιας αυτου και εν ταις συνεσεσι των χειρων αυτου ωδηγησεν αυτους