Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Giobbe 34


font
NOVA VULGATAGREEK BIBLE
1 Pronuntians itaque Eliu etiam haec locutus est:
1 Επανελαβε δε ο Ελιου και ειπεν?
2 “ Audite, sapientes, verba mea;
et eruditi, auscultate me.
2 Ακουσατε τους λογους μου, ω σοφοι? και δοτε ακροασιν εις εμε, οι νοημονες?
3 Auris enim verba probat,
et guttur escas gustu diiudicat.
3 Διοτι το ωτιον δοκιμαζει τους λογους, ο δε ουρανισκος γευεται το φαγητον.
4 Iudicium eligamus nobis
et inter nos videamus quid sit melius.
4 Ας εκλεξωμεν εις εαυτους κρισιν? ας γνωρισωμεν μεταξυ ημων τι το καλον.
5 Quia dixit Iob: “Iustus sum,
et Deus avertit iudicium meum;
5 Διοτι ο Ιωβ ειπεν, Ειμαι δικαιος? και ο Θεος αφηρεσε την κρισιν μου?
6 in iudicando enim me mendacium est,
violenta sagitta mea absque ullo peccato”.
6 εψευσθην εις την κρισιν μου? η πληγη μου ειναι ανιατος, ανευ παραβασεως.
7 Quis est vir, ut est Iob,
qui bibit subsannationem quasi aquam,
7 Τις ανθρωπος ως ο Ιωβ, οστις καταπινει τον χλευασμον ως υδωρ?
8 qui graditur una cum operantibus iniquitatem
et ambulat cum viris impiis?
8 και υπαγει εν συνοδια μετα των εργατων της ανομιας, και περιπατει μετα ανθρωπων ασεβων;
9 Dixit enim: “Non prodest viro,
etiamsi cum Deo familiariter agit”.
9 Διοτι ειπεν, ουδεν ωφελει τον ανθρωπον το να ευαρεστη εις τον Θεον.
10 Ideo, viri cordati, audite me:
Absit a Deo impietas, et ab Omnipotente iniquitas.
10 Δια τουτο ακουσατε μου, ανδρες συνετοι? μη γενοιτο να υπαρχη εις τον Θεον αδικια, και εις τον Παντοδυναμον ανομια.
11 Opus enim hominis reddet ei
et iuxta vias singulorum restituet eis.
11 Επειδη κατα το εργον του ανθρωπου θελει αποδωσει εις αυτον, και θελει καμει εκαστον να ευρη κατα την οδον αυτου.
12 Vere enim Deus non operatur malum,
nec Omnipotens subvertet iudicium.
12 Ναι, βεβαιως ο Θεος δεν θελει πραξει ασεβως, ουδε θελει διαστρεψει ο Παντοδυναμος την κρισιν.
13 Quis commisit ei terram suam,
aut quis posuit totum orbem?
13 Τις κατεστησεν αυτον επιτηρητην της γης; η τις διεταξε πασαν την οικουμενην;
14 Si direxerit ad se cor suum,
spiritum illius et halitum ad se trahat,
14 Εαν βαλη την καρδιαν αυτου επι τον ανθρωπον, θελει συρει εις εαυτον το πνευμα αυτου και την πνοην αυτου?
15 deficiet omnis caro simul,
et homo in cinerem revertetur.
15 πασα σαρξ θελει εκπνευσει ομου, και ο ανθρωπος θελει επιστρεψει εις το χωμα.
16 Si habes ergo intellectum, audi hoc
et ausculta vocem eloquii mei:
16 Εαν τωρα εχης συνεσιν? ακουσον τουτο? ακροαθητι της φωνης των λογων μου.
17 Numquid, qui non amat iudicium, reget imperio?
Num iustum magnum condemnabis,
17 Μηπως κυβερνα ο μισων την ευθυτητα; και θελεις καταδικασει τον κατ' εξοχην δικαιον;
18 qui dicet regi: “Nequam!”,
qui vocabit duces: “Impios!”,
18 οστις λεγει προς βασιλεα, Εισαι ασεβης, προς αρχοντας, Εισθε κακοι;
19 qui non accipit personas principum
nec cognovit opulentum,
cum disceptaret contra pauperem?
Opus enim manuum eius sunt universi.
19 Οστις δεν προσωποληπτει εις αρχοντας ουδε αποβλεπει εις τον πλουσιον μαλλον παρα εις τον πτωχον; επειδη παντες ουτοι ειναι εργον των χειρων αυτου.
20 Subito morientur; et in media nocte
turbabuntur populi et pertransibunt,
et auferent violentum absque conatu.
20 Εν μια στιγμη θελουσιν αποθανει, και το μεσονυκτιον ο λαος θελει ταραχθη και θελει παρελθει? και ο ισχυρος θελει αναρπαχθη, ουχι υπο χειρος.
21 Oculi enim eius super vias hominum,
et omnes gressus eorum considerat.
21 Διοτι οι οφθαλμοι αυτου ειναι επι τας οδους του ανθρωπου, Και βλεπει παντα τα βηματα αυτου.
22 Non sunt tenebrae, et non est umbra mortis,
ut abscondantur ibi, qui operantur iniquitatem.
22 Δεν ειναι σκοτος ουδε σκια θανατου, οπου οι εργαται της ανομιας να κρυφθωσιν.
23 Nec enim ultra homini ponit conveniendi locum,
ut veniat ad Deum in iudicium.
23 Επειδη δεν θελει αφησει πλεον τον ανθρωπον να ελθη εις κρισιν μετα του Θεου.
24 Conteret potentes sine inquisitione
et stare faciet alios pro eis.
24 Θελει συντριψει αναριθμητους ισχυρους και βαλει αλλους αντ' αυτων
25 Novit enim opera eorum
et idcirco inducet noctem, et conterentur.
25 διοτι γνωριζει τα εργα αυτων, και ανατρεπει αυτους την νυκτα, και συντριβονται.
26 Quasi impios percussit eos
in loco videntium,
26 Κτυπα αυτους ως ασεβεις εν τω τοπω των θεατων?
27 qui quasi de industria recesserunt ab eo
et omnes vias eius intellegere noluerunt,
27 επειδη εξεκλιναν απ' αυτου και δεν εθεωρησαν ουδεμιαν των οδων αυτου?
28 cum induceret ad se clamorem egeni et audiret vocem pauperum.
28 και εκαμον να ελθη προς αυτον η κραυγη των πτωχων, και ηκουσε την φωνην των τεθλιμμενων.
29 Ipse enim si quieverit, quis est qui condemnet?
Et si absconderit vultum, quis est qui contempletur eum,
super gentem et super homines simul?
29 Και οταν αυτος διδη ησυχιαν, τις θελει διαταραξει αυτην; και οταν κρυπτη το προσωπον αυτου, τις δυναται να ιδη αυτον; ειτε επι εθνος ειτε επι ανθρωπον ομου?
30 Ne regnet homo impius,
ne sint laquei populo.
30 ωστε να μη βασιλευη υποκριτης, δια να μη παγιδευηται ο λαος.
31 Si enim dixit quispiam Deo:
“Ferre debui! Iam non perverse agam.
31 Βεβαιως πρεπει να λεγη τις προς τον Θεον, Επαθον, δεν θελω πλεον πραξει κακως?
32 Dum videam, tu doce me;
si iniquitatem operatus sum, ultra non addam”.
32 ο, τι δεν βλεπω, συ διδαξον με? εαν επραξα ανομιαν, δεν θελω πραξει πλεον.
33 Numquid pro te Deus satisfaciet,
quia respuisti?
Tu enim eliges, et non ego;
et si quid nosti melius, loquere.
33 Αλλα μηπως θελει γεινει κατα τον στοχασμον σου; ειτε συ αποβαλης ειτε εκλεξης, αυτος θελει ανταποδωσει, και ουχι εγω? λεγε λοιπον ο, τι εξευρεις.
34 Viri intellegentes loquentur mihi,
et vir sapiens, qui audiet me:
34 Ανδρες συνετοι θελουσιν ειπει προς εμε, και ο σοφος ανθρωπος οστις με ακουει,
35 “Iob autem non in sapientia locutus est,
et verba illius non sonant disciplinam”.
35 Ο Ιωβ δεν ελαλησεν εν γνωσει, και οι λογοι αυτου δεν ησαν μετα συνεσεως.
36 Utique, probetur Iob usque ad finem
de responsionibus hominum iniquitatis.
36 Η επιθυμια μου ειναι, ο Ιωβ να εξετασθη εως τελους? επειδη απεκριθη ως οι ανθρωποι οι ασεβεις.
37 Quia addit super peccata sua delictum,
inter nos plaudit manibus
et multiplicat sermones suos contra Deum ”.
37 Διοτι εις την αμαρτιαν αυτου προσθετει ασεβειαν? καυχαται μεταξυ ημων, και πολλαπλασιαζει τους λογους αυτου εναντιον του Θεου.