Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Giobbe 6


font
BIBBIA CEI 2008GREEK BIBLE
1 Giobbe prese a dire:
1 Ο δε Ιωβ απεκριθη και ειπεν?
2 «Se ben si pesasse la mia angoscia
e sulla stessa bilancia si ponesse la mia sventura,
2 Ειθε να εζυγιζετο τωοντι η λυπη μου, και η συμφορα μου να ετιθετο ολη ομου εν τη πλαστιγγι.
3 certo sarebbe più pesante della sabbia del mare!
Per questo le mie parole sono così avventate,
3 Επειδη τωρα ηθελεν εισθαι βαρυτερα υπερ την αμμον της θαλασσης? δια τουτο οι λογοι μου καταπινονται.
4 perché le saette dell’Onnipotente mi stanno infitte,
sicché il mio spirito ne beve il veleno
e i terrori di Dio mi si schierano contro!
4 Διοτι τα βελη του Παντοδυναμου ειναι εντος μου, των οποιων το φαρμακιον εκπινει το πνευμα μου? οι τρομοι του Θεου παραταττονται εναντιον μου.
5 Raglia forse l’asino selvatico con l’erba davanti
o muggisce il bue sopra il suo foraggio?
5 Ογκαται ο αγριος ονος παρα τη χλοη; η μυκαται ο βους παρα τη φατνη αυτου;
6 Si mangia forse un cibo insipido, senza sale?
O che gusto c’è nel succo di malva?
6 Τρωγεται το ανοστον χωρις αλατος; η υπαρχει γευσις εν τω λευκωματι του ωου;
7 Ciò che io ricusavo di toccare
ora è il mio cibo nauseante!
7 Τα πραγματα, τα οποια η ψυχη μου απεστρεφετο να εγγιση, εγειναν ως το αηδες φαγητον μου.
8 Oh, mi accadesse quello che invoco
e Dio mi concedesse quello che spero!
8 Ειθε να απελαμβανον την αιτησιν μου, και να μοι εδιδεν ο Θεος την Επιθυμιαν μου.
9 Volesse Dio schiacciarmi,
stendere la mano e sopprimermi!
9 Και να ηθελεν ευδοκησει ο Θεος να με αφανιση? να απολυση την χειρα αυτου και να με κοψη.
10 Questo sarebbe il mio conforto,
e io gioirei, pur nell’angoscia senza pietà,
perché non ho rinnegato i decreti del Santo.
10 Και θελει εισθαι ετι η παρηγορια μου, οτι, και αν καταναλωθω εν τη θλιψει και αυτος δεν με λυπηθη, εγω δεν εκρυψα τους λογους του Αγιου.
11 Qual è la mia forza, perché io possa aspettare,
o qual è la mia fine, perché io debba pazientare?
11 Ποια η δυναμις μου, ωστε να εγκαρτερω; και ποιον το τελος μου, ωστε να υποφερη η ψυχη μου;
12 La mia forza è forse quella dei macigni?
E la mia carne è forse di bronzo?
12 Μηπως η δυναμις μου ειναι δυναμις λιθων; η η σαρξ μου χαλκος;
13 Nulla c’è in me che mi sia di aiuto?
Ogni successo mi è precluso?
13 Μηπως δεν εξελιπεν εν εμοι η βοηθεια μου και απεμακρυνθη απ' εμου η σωτηρια;
14 A chi è sfinito dal dolore è dovuto l’affetto degli amici,
anche se ha abbandonato il timore di Dio.
14 Εις τον τεθλιμμενον ελεος πρεπει παρα του φιλου αυτου? αλλ' αυτος εγκατελιπε τον φοβον του Παντοδυναμου.
15 I miei fratelli sono incostanti come un torrente,
come l’alveo dei torrenti che scompaiono:
15 Οι αδελφοι μου εφερθησαν απατηλως ως χειμαρρος, ως ρευμα χειμαρρων παρηλθον?
16 sono torbidi per il disgelo,
si gonfiano allo sciogliersi della neve,
16 οιτινες θολονονται εκ του παγου, εις τους οποιους διαλυεται η χιων?
17 ma al tempo della siccità svaniscono
e all’arsura scompaiono dai loro letti.
17 οταν θερμανθωσιν, εκλειπουσιν? οταν γεινη θερμοτης, εξαλειφονται απο του τοπου αυτων.
18 Le carovane deviano dalle loro piste,
avanzano nel deserto e vi si perdono;
18 Τα ιχνη της πορειας αυτων συστρεφονται? καταντωσιν εις το μηδεν και χανονται?
19 le carovane di Tema li cercano con lo sguardo,
i viandanti di Saba sperano in essi:
19 τα πληθη της Θαιμα εθεωρουν, οι συνοδοιποροι της Σεβα περιεμενον αυτους?
20 ma rimangono delusi d’aver sperato,
giunti fin là, ne restano confusi.
20 Εψευσθησαν της ελπιδος αυτων? ηλθον εκει και ενετραπησαν.
21 Così ora voi non valete niente:
vedete una cosa che fa paura e vi spaventate.
21 Τωρα και σεις εισθε ως αυτοι? ειδετε την πληγην μου και ετρομαξατε.
22 Vi ho detto forse: “Datemi qualcosa”,
o “Con i vostri beni pagate il mio riscatto”,
22 Μηπως εγω ειπα, Φερετε προς εμε; η, Δοτε δωρον εις εμε απο της περιουσιας υμων;
23 o “Liberatemi dalle mani di un nemico”,
o “Salvatemi dalle mani dei violenti”?
23 η, Ελευθερωσατε με εκ της χειρος του εχθρου; η, Λυτρωσατε με εκ της χειρος των ισχυρων;
24 Istruitemi e allora io tacerò,
fatemi capire in che cosa ho sbagliato.
24 Διδαξατε με, και εγω θελω σιωπησει? και δειξατε μοι κατα τι εσφαλα.
25 Che hanno di offensivo le mie sincere parole
e che cosa dimostrano le vostre accuse?
25 Ποσον ισχυροι ειναι οι ορθοι λογοι? αλλ' ο ελεγχος σας, τι αποδεικνυει;
26 Voi pretendete di confutare le mie ragioni,
e buttate al vento i detti di un disperato.
26 Φανταζεσθε να ελεγξητε λογους, ενω αι ομιλιαι του απηλπισμενου ειναι ως ανεμος;
27 Persino su un orfano gettereste la sorte
e fareste affari a spese di un vostro amico.
27 Τωοντι, σεις επιπιπτετε επι τον ορφανον, και σκαπτετε λακκον εις τον φιλον σας.
28 Ma ora degnatevi di volgervi verso di me:
davanti a voi non mentirò.
28 Τωρα λοιπον ευαρεστηθητε να εμβλεψητε εις εμε, διοτι εμπροσθεν υμων κειται αν εγω ψευδωμαι.
29 Su, ricredetevi: non siate ingiusti!
Ricredetevi: io sono nel giusto!
29 Επιστρεψατε, παρακαλω? ας μη γεινη αδικια? ναι, επιστρεψατε παλιν? η δικαιοσυνη μου ειναι εν τουτω.
30 C’è forse iniquità sulla mia lingua
o il mio palato non sa distinguere il male?
30 Υπαρχει αδικια εν τη γλωσση μου; δεν δυναται ο ουρανισκος μου να διακρινη τα διεφθαρμενα;