Giobbe 6
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
BIBBIA CEI 2008 | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Giobbe prese a dire: | 1 Ο δε Ιωβ απεκριθη και ειπεν? |
2 «Se ben si pesasse la mia angoscia e sulla stessa bilancia si ponesse la mia sventura, | 2 Ειθε να εζυγιζετο τωοντι η λυπη μου, και η συμφορα μου να ετιθετο ολη ομου εν τη πλαστιγγι. |
3 certo sarebbe più pesante della sabbia del mare! Per questo le mie parole sono così avventate, | 3 Επειδη τωρα ηθελεν εισθαι βαρυτερα υπερ την αμμον της θαλασσης? δια τουτο οι λογοι μου καταπινονται. |
4 perché le saette dell’Onnipotente mi stanno infitte, sicché il mio spirito ne beve il veleno e i terrori di Dio mi si schierano contro! | 4 Διοτι τα βελη του Παντοδυναμου ειναι εντος μου, των οποιων το φαρμακιον εκπινει το πνευμα μου? οι τρομοι του Θεου παραταττονται εναντιον μου. |
5 Raglia forse l’asino selvatico con l’erba davanti o muggisce il bue sopra il suo foraggio? | 5 Ογκαται ο αγριος ονος παρα τη χλοη; η μυκαται ο βους παρα τη φατνη αυτου; |
6 Si mangia forse un cibo insipido, senza sale? O che gusto c’è nel succo di malva? | 6 Τρωγεται το ανοστον χωρις αλατος; η υπαρχει γευσις εν τω λευκωματι του ωου; |
7 Ciò che io ricusavo di toccare ora è il mio cibo nauseante! | 7 Τα πραγματα, τα οποια η ψυχη μου απεστρεφετο να εγγιση, εγειναν ως το αηδες φαγητον μου. |
8 Oh, mi accadesse quello che invoco e Dio mi concedesse quello che spero! | 8 Ειθε να απελαμβανον την αιτησιν μου, και να μοι εδιδεν ο Θεος την Επιθυμιαν μου. |
9 Volesse Dio schiacciarmi, stendere la mano e sopprimermi! | 9 Και να ηθελεν ευδοκησει ο Θεος να με αφανιση? να απολυση την χειρα αυτου και να με κοψη. |
10 Questo sarebbe il mio conforto, e io gioirei, pur nell’angoscia senza pietà, perché non ho rinnegato i decreti del Santo. | 10 Και θελει εισθαι ετι η παρηγορια μου, οτι, και αν καταναλωθω εν τη θλιψει και αυτος δεν με λυπηθη, εγω δεν εκρυψα τους λογους του Αγιου. |
11 Qual è la mia forza, perché io possa aspettare, o qual è la mia fine, perché io debba pazientare? | 11 Ποια η δυναμις μου, ωστε να εγκαρτερω; και ποιον το τελος μου, ωστε να υποφερη η ψυχη μου; |
12 La mia forza è forse quella dei macigni? E la mia carne è forse di bronzo? | 12 Μηπως η δυναμις μου ειναι δυναμις λιθων; η η σαρξ μου χαλκος; |
13 Nulla c’è in me che mi sia di aiuto? Ogni successo mi è precluso? | 13 Μηπως δεν εξελιπεν εν εμοι η βοηθεια μου και απεμακρυνθη απ' εμου η σωτηρια; |
14 A chi è sfinito dal dolore è dovuto l’affetto degli amici, anche se ha abbandonato il timore di Dio. | 14 Εις τον τεθλιμμενον ελεος πρεπει παρα του φιλου αυτου? αλλ' αυτος εγκατελιπε τον φοβον του Παντοδυναμου. |
15 I miei fratelli sono incostanti come un torrente, come l’alveo dei torrenti che scompaiono: | 15 Οι αδελφοι μου εφερθησαν απατηλως ως χειμαρρος, ως ρευμα χειμαρρων παρηλθον? |
16 sono torbidi per il disgelo, si gonfiano allo sciogliersi della neve, | 16 οιτινες θολονονται εκ του παγου, εις τους οποιους διαλυεται η χιων? |
17 ma al tempo della siccità svaniscono e all’arsura scompaiono dai loro letti. | 17 οταν θερμανθωσιν, εκλειπουσιν? οταν γεινη θερμοτης, εξαλειφονται απο του τοπου αυτων. |
18 Le carovane deviano dalle loro piste, avanzano nel deserto e vi si perdono; | 18 Τα ιχνη της πορειας αυτων συστρεφονται? καταντωσιν εις το μηδεν και χανονται? |
19 le carovane di Tema li cercano con lo sguardo, i viandanti di Saba sperano in essi: | 19 τα πληθη της Θαιμα εθεωρουν, οι συνοδοιποροι της Σεβα περιεμενον αυτους? |
20 ma rimangono delusi d’aver sperato, giunti fin là, ne restano confusi. | 20 Εψευσθησαν της ελπιδος αυτων? ηλθον εκει και ενετραπησαν. |
21 Così ora voi non valete niente: vedete una cosa che fa paura e vi spaventate. | 21 Τωρα και σεις εισθε ως αυτοι? ειδετε την πληγην μου και ετρομαξατε. |
22 Vi ho detto forse: “Datemi qualcosa”, o “Con i vostri beni pagate il mio riscatto”, | 22 Μηπως εγω ειπα, Φερετε προς εμε; η, Δοτε δωρον εις εμε απο της περιουσιας υμων; |
23 o “Liberatemi dalle mani di un nemico”, o “Salvatemi dalle mani dei violenti”? | 23 η, Ελευθερωσατε με εκ της χειρος του εχθρου; η, Λυτρωσατε με εκ της χειρος των ισχυρων; |
24 Istruitemi e allora io tacerò, fatemi capire in che cosa ho sbagliato. | 24 Διδαξατε με, και εγω θελω σιωπησει? και δειξατε μοι κατα τι εσφαλα. |
25 Che hanno di offensivo le mie sincere parole e che cosa dimostrano le vostre accuse? | 25 Ποσον ισχυροι ειναι οι ορθοι λογοι? αλλ' ο ελεγχος σας, τι αποδεικνυει; |
26 Voi pretendete di confutare le mie ragioni, e buttate al vento i detti di un disperato. | 26 Φανταζεσθε να ελεγξητε λογους, ενω αι ομιλιαι του απηλπισμενου ειναι ως ανεμος; |
27 Persino su un orfano gettereste la sorte e fareste affari a spese di un vostro amico. | 27 Τωοντι, σεις επιπιπτετε επι τον ορφανον, και σκαπτετε λακκον εις τον φιλον σας. |
28 Ma ora degnatevi di volgervi verso di me: davanti a voi non mentirò. | 28 Τωρα λοιπον ευαρεστηθητε να εμβλεψητε εις εμε, διοτι εμπροσθεν υμων κειται αν εγω ψευδωμαι. |
29 Su, ricredetevi: non siate ingiusti! Ricredetevi: io sono nel giusto! | 29 Επιστρεψατε, παρακαλω? ας μη γεινη αδικια? ναι, επιστρεψατε παλιν? η δικαιοσυνη μου ειναι εν τουτω. |
30 C’è forse iniquità sulla mia lingua o il mio palato non sa distinguere il male? | 30 Υπαρχει αδικια εν τη γλωσση μου; δεν δυναται ο ουρανισκος μου να διακρινη τα διεφθαρμενα; |