Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Psalmi 9


font
VULGATALXX
1 In finem, pro occultis filii. Psalmus David.1 εις το τελος υπερ των κρυφιων του υιου ψαλμος τω δαυιδ
2 Confitebor tibi, Domine, in toto corde meo ;
narrabo omnia mirabilia tua.
2 εξομολογησομαι σοι κυριε εν ολη καρδια μου διηγησομαι παντα τα θαυμασια σου
3 Lætabor et exsultabo in te ;
psallam nomini tuo, Altissime.
3 ευφρανθησομαι και αγαλλιασομαι εν σοι ψαλω τω ονοματι σου υψιστε
4 In convertendo inimicum meum retrorsum ;
infirmabuntur, et peribunt a facie tua.
4 εν τω αποστραφηναι τον εχθρον μου εις τα οπισω ασθενησουσιν και απολουνται απο προσωπου σου
5 Quoniam fecisti judicium meum et causam meam ;
sedisti super thronum, qui judicas justitiam.
5 οτι εποιησας την κρισιν μου και την δικην μου εκαθισας επι θρονου ο κρινων δικαιοσυνην
6 Increpasti gentes, et periit impius :
nomen eorum delesti in æternum, et in sæculum sæculi.
6 επετιμησας εθνεσιν και απωλετο ο ασεβης το ονομα αυτων εξηλειψας εις τον αιωνα και εις τον αιωνα του αιωνος
7 Inimici defecerunt frameæ in finem,
et civitates eorum destruxisti.
Periit memoria eorum cum sonitu ;
7 του εχθρου εξελιπον αι ρομφαιαι εις τελος και πολεις καθειλες απωλετο το μνημοσυνον αυτων μετ' ηχους
8 et Dominus in æternum permanet.
Paravit in judicio thronum suum,
8 και ο κυριος εις τον αιωνα μενει ητοιμασεν εν κρισει τον θρονον αυτου
9 et ipse judicabit orbem terræ in æquitate :
judicabit populos in justitia.
9 και αυτος κρινει την οικουμενην εν δικαιοσυνη κρινει λαους εν ευθυτητι
10 Et factus est Dominus refugium pauperi ;
adjutor in opportunitatibus, in tribulatione.
10 και εγενετο κυριος καταφυγη τω πενητι βοηθος εν ευκαιριαις εν θλιψει
11 Et sperent in te qui noverunt nomen tuum,
quoniam non dereliquisti quærentes te, Domine.
11 και ελπισατωσαν επι σε οι γινωσκοντες το ονομα σου οτι ουκ εγκατελιπες τους εκζητουντας σε κυριε
12 Psallite Domino qui habitat in Sion ;
annuntiate inter gentes studia ejus :
12 ψαλατε τω κυριω τω κατοικουντι εν σιων αναγγειλατε εν τοις εθνεσιν τα επιτηδευματα αυτου
13 quoniam requirens sanguinem eorum recordatus est ;
non est oblitus clamorem pauperum.
13 οτι εκζητων τα αιματα αυτων εμνησθη ουκ επελαθετο της κραυγης των πενητων
14 Miserere mei, Domine :
vide humilitatem meam de inimicis meis,
14 ελεησον με κυριε ιδε την ταπεινωσιν μου εκ των εχθρων μου ο υψων με εκ των πυλων του θανατου
15 qui exaltas me de portis mortis,
ut annuntiem omnes laudationes tuas in portis filiæ Sion :
15 οπως αν εξαγγειλω πασας τας αινεσεις σου εν ταις πυλαις της θυγατρος σιων αγαλλιασομαι επι τω σωτηριω σου
16 exultabo in salutari tuo.
Infixæ sunt gentes in interitu quem fecerunt ;
in laqueo isto quem absconderunt
comprehensus est pes eorum.
16 ενεπαγησαν εθνη εν διαφθορα η εποιησαν εν παγιδι ταυτη η εκρυψαν συνελημφθη ο πους αυτων
17 Cognoscetur Dominus judicia faciens ;
in operibus manuum suarum comprehensus est peccator.
17 γινωσκεται κυριος κριματα ποιων εν τοις εργοις των χειρων αυτου συνελημφθη ο αμαρτωλος ωδη διαψαλματος
18 Convertantur peccatores in infernum,
omnes gentes quæ obliviscuntur Deum.
18 αποστραφητωσαν οι αμαρτωλοι εις τον αδην παντα τα εθνη τα επιλανθανομενα του θεου
19 Quoniam non in finem oblivio erit pauperis ;
patientia pauperum non peribit in finem.
19 οτι ουκ εις τελος επιλησθησεται ο πτωχος η υπομονη των πενητων ουκ απολειται εις τον αιωνα
20 Exsurge, Domine ; non confortetur homo :
judicentur gentes in conspectu tuo.
20 αναστηθι κυριε μη κραταιουσθω ανθρωπος κριθητωσαν εθνη ενωπιον σου
21 Constitue, Domine, legislatorem super eos,
ut sciant gentes quoniam homines sunt.
21 καταστησον κυριε νομοθετην επ' αυτους γνωτωσαν εθνη οτι ανθρωποι εισιν διαψαλμα
22 Ut quid, Domine, recessisti longe ;
despicis in opportunitatibus, in tribulatione ?
22 ινα τι κυριε αφεστηκας μακροθεν υπερορας εν ευκαιριαις εν θλιψει
23 Dum superbit impius, incenditur pauper :
comprehenduntur in consiliis quibus cogitant.
23 εν τω υπερηφανευεσθαι τον ασεβη εμπυριζεται ο πτωχος συλλαμβανονται εν διαβουλιοις οις διαλογιζονται
24 Quoniam laudatur peccator in desideriis animæ suæ,
et iniquus benedicitur.
24 οτι επαινειται ο αμαρτωλος εν ταις επιθυμιαις της ψυχης αυτου και ο αδικων ενευλογειται
25 Exacerbavit Dominum peccator :
secundum multitudinem iræ suæ, non quæret.
25 παρωξυνεν τον κυριον ο αμαρτωλος κατα το πληθος της οργης αυτου ουκ εκζητησει ουκ εστιν ο θεος ενωπιον αυτου
26 Non est Deus in conspectu ejus ;
inquinatæ sunt viæ illius in omni tempore.
Auferuntur judicia tua a facie ejus ;
omnium inimicorum suorum dominabitur.
26 βεβηλουνται αι οδοι αυτου εν παντι καιρω ανταναιρειται τα κριματα σου απο προσωπου αυτου παντων των εχθρων αυτου κατακυριευσει
27 Dixit enim in corde suo : Non movebor
a generatione in generationem, sine malo.
27 ειπεν γαρ εν καρδια αυτου ου μη σαλευθω απο γενεας εις γενεαν ανευ κακου
28 Cujus maledictione os plenum est, et amaritudine, et dolo ;
sub lingua ejus labor et dolor.
28 ου αρας το στομα αυτου γεμει και πικριας και δολου υπο την γλωσσαν αυτου κοπος και πονος
29 Sedet in insidiis cum divitibus in occultis,
ut interficiat innocentem.
29 εγκαθηται ενεδρα μετα πλουσιων εν αποκρυφοις αποκτειναι αθωον οι οφθαλμοι αυτου εις τον πενητα αποβλεπουσιν
30 Oculi ejus in pauperem respiciunt ;
insidiatur in abscondito, quasi leo in spelunca sua.
Insidiatur ut rapiat pauperem ;
rapere pauperem dum attrahit eum.
30 ενεδρευει εν αποκρυφω ως λεων εν τη μανδρα αυτου ενεδρευει του αρπασαι πτωχον αρπασαι πτωχον εν τω ελκυσαι αυτον
31 In laqueo suo humiliabit eum ;
inclinabit se, et cadet cum dominatus fuerit pauperum.
31 εν τη παγιδι αυτου ταπεινωσει αυτον κυψει και πεσειται εν τω αυτον κατακυριευσαι των πενητων
32 Dixit enim in corde suo : Oblitus est Deus ;
avertit faciem suam, ne videat in finem.
32 ειπεν γαρ εν καρδια αυτου επιλελησται ο θεος απεστρεψεν το προσωπον αυτου του μη βλεπειν εις τελος
33 Exsurge, Domine Deus, exaltetur manus tua ;
ne obliviscaris pauperum.
33 αναστηθι κυριε ο θεος υψωθητω η χειρ σου μη επιλαθη των πενητων
34 Propter quid irritavit impius Deum ?
dixit enim in corde suo : Non requiret.
34 ενεκεν τινος παρωξυνεν ο ασεβης τον θεον ειπεν γαρ εν καρδια αυτου ουκ εκζητησει
35 Vides, quoniam tu laborem et dolorem consideras,
ut tradas eos in manus tuas.
Tibi derelictus est pauper ;
orphano tu eris adjutor.
35 βλεπεις οτι συ πονον και θυμον κατανοεις του παραδουναι αυτους εις χειρας σου σοι ουν εγκαταλελειπται ο πτωχος ορφανω συ ησθα βοηθων
36 Contere brachium peccatoris et maligni ;
quæretur peccatum illius, et non invenietur.
36 συντριψον τον βραχιονα του αμαρτωλου και πονηρου ζητηθησεται η αμαρτια αυτου και ου μη ευρεθη δι' αυτην
37 Dominus regnabit in æternum, et in sæculum sæculi ;
peribitis, gentes, de terra illius.
37 βασιλευσει κυριος εις τον αιωνα και εις τον αιωνα του αιωνος απολεισθε εθνη εκ της γης αυτου
38 Desiderium pauperum exaudivit Dominus ;
præparationem cordis eorum audivit auris tua :
38 την επιθυμιαν των πενητων εισηκουσεν κυριος την ετοιμασιαν της καρδιας αυτων προσεσχεν το ους σου
39 judicare pupillo et humili,
ut non apponat ultra magnificare se homo super terram.
39 κριναι ορφανω και ταπεινω ινα μη προσθη ετι του μεγαλαυχειν ανθρωπος επι της γης