Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Isaia 49


font
BIBBIA CEI 2008GREEK BIBLE
1 Ascoltatemi, o isole,
udite attentamente, nazioni lontane;
il Signore dal seno materno mi ha chiamato,
fino dal grembo di mia madre ha pronunciato il mio nome.
1 Ακουσατε μου, αι νησοι? και προσεξατε, λαοι μακρυνοι? Ο Κυριος με εκαλεσεν εκ κοιλιας? εκ των σπλαγχνων της μητρος μου ανεφερε το ονομα μου.
2 Ha reso la mia bocca come spada affilata,
mi ha nascosto all’ombra della sua mano,
mi ha reso freccia appuntita,
mi ha riposto nella sua faretra.
2 Και εκαμε το στομα μου ως μαχαιραν οξειαν? υπο την σκιαν της χειρος αυτου με εκρυψε, και με εκαμεν ως βελος εκλεκτον, και εν τη φαρετρα αυτου με εκρυψε,
3 Mi ha detto: «Mio servo tu sei, Israele,
sul quale manifesterò la mia gloria».
3 και ειπε προς εμε, Συ εισαι ο δουλος μου, Ισραηλ, εις τον οποιον θελω δοξασθη.
4 Io ho risposto: «Invano ho faticato,
per nulla e invano ho consumato le mie forze.
Ma, certo, il mio diritto è presso il Signore,
la mia ricompensa presso il mio Dio».
4 Και εγω ειπα, Ματαιως εκοπιασα? εις ουδεν και εις ματην κατηναλωσα την δυναμιν μου? πλην η κρισις μου ειναι μετα του Κυριου και το εργον μου μετα του Θεου μου.
5 Ora ha parlato il Signore,
che mi ha plasmato suo servo dal seno materno
per ricondurre a lui Giacobbe
e a lui riunire Israele
– poiché ero stato onorato dal Signore
e Dio era stato la mia forza –
5 Τωρα λοιπον λεγει Κυριος, ο πλασας με εκ κοιλιας δουλον αυτου, δια να επαναφερω τον Ιακωβ προς αυτον και δια να συναχθη προς αυτον ο Ισραηλ, και θελω δοξασθη εις τους οφθαλμους του Κυριου, και ο Θεος μου θελει εισθαι η δυναμις μου?
6 e ha detto: «È troppo poco che tu sia mio servo
per restaurare le tribù di Giacobbe
e ricondurre i superstiti d’Israele.
Io ti renderò luce delle nazioni,
perché porti la mia salvezza
fino all’estremità della terra».
6 και ειπε, Μικρον ειναι το να ησαι δουλος μου δια να ανορθωσης τας φυλας του Ιακωβ και να επαναφερης το υπολοιπον του Ισραηλ? θελω προσετι σε δωσει φως εις τα εθνη, δια να ησαι η σωτηρια μου εως εσχατου της γης.
7 Così dice il Signore,
il redentore d’Israele, il suo Santo,
a colui che è disprezzato, rifiutato dalle nazioni,
schiavo dei potenti:
«I re vedranno e si alzeranno in piedi,
i prìncipi si prostreranno,
a causa del Signore che è fedele,
del Santo d’Israele che ti ha scelto».
7 Ουτω λεγει Κυριος, ο Λυτρωτης του Ισραηλ, ο Αγιος αυτου, προς εκεινον τον οποιον καταφρονει ανθρωπος, προς εκεινον τον οποιον βδελυττεται εθνος, προς τον δουλον των εξουσιαστων? Βασιλεις θελουσι σε ιδει και σηκωθη, ηγεμονες και θελουσι σε προσκυνησει, ενεκεν του Κυριου, οστις ειναι πιστος, του Αγιου του Ισραηλ, οστις σε εξελεξεν
8 Così dice il Signore:
«Al tempo della benevolenza ti ho risposto,
nel giorno della salvezza ti ho aiutato.
Ti ho formato e ti ho stabilito
come alleanza del popolo,
per far risorgere la terra,
per farti rioccupare l’eredità devastata,
8 Ουτω λεγει Κυριος? Εν καιρω δεκτω επηκουσα σου και εν ημερα σωτηριας σε εβοηθησα? και θελω σε διαφυλαξει και θελω σε δωσει εις διαθηκην των λαων, δια να ανορθωσης την γην, να κληροδοτησης κληρονομιας ηρημωμενας?
9 per dire ai prigionieri: “Uscite”,
e a quelli che sono nelle tenebre: “Venite fuori”.
Essi pascoleranno lungo tutte le strade,
e su ogni altura troveranno pascoli.
9 λεγων προς τους δεσμιους, Εξελθετε? προς τους εν τω σκοτει, Ανακαλυφθητε. Θελουσι βοσκηθη πλησιον των οδων, και αι βοσκαι αυτων θελουσιν εισθαι εν πασι τοις υψηλοις τοποις.
10 Non avranno né fame né sete
e non li colpirà né l’arsura né il sole,
perché colui che ha misericordia di loro li guiderà,
li condurrà alle sorgenti d’acqua.
10 δεν θελουσι πεινασει ουδε διψησει? δεν θελει προσβαλλει αυτους ουτε καυσων ουτε ηλιος? διοτι ο ελεων αυτους θελει οδηγησει αυτους και δια πηγων υδατων θελει φερει αυτους.
11 Io trasformerò i miei monti in strade
e le mie vie saranno elevate.
11 Και θελω καμει παντα τα ορη μου οδους, και αι τριβοι μου θελουσιν υψωθη.
12 Ecco, questi vengono da lontano,
ed ecco, quelli vengono da settentrione e da occidente
e altri dalla regione di Sinìm».
12 Ιδου, ουτοι θελουσιν ελθει μακροθεν? και ιδου, ουτοι απο βορρα και απο νοτου και ουτοι απο της γης του Σινειμ.
13 Giubilate, o cieli,
rallégrati, o terra,
gridate di gioia, o monti,
perché il Signore consola il suo popolo
e ha misericordia dei suoi poveri.
13 Ευφραινεσθε, ουρανοι? και αγαλλου, η γη? αλαλαξατε, τα ορη? διοτι ο Κυριος παρηγορησε τον λαον αυτου και τους τεθλιμμενους αυτου ελεησεν.
14 Sion ha detto: «Il Signore mi ha abbandonato,
il Signore mi ha dimenticato».
14 Αλλ' η Σιων ειπεν, Ο Κυριος με εγκατελιπε και ο Κυριος μου με ελησμονησε.
15 Si dimentica forse una donna del suo bambino,
così da non commuoversi per il figlio delle sue viscere?
Anche se costoro si dimenticassero,
io invece non ti dimenticherò mai.
15 Δυναται γυνη να λησμονηση το θηλαζον βρεφος αυτης, ωστε να μη ελεηση το τεκνον της κοιλιας αυτης; αλλα και αν αυται λησμονησωσιν, εγω ομως δεν θελω σε λησμονησει.
16 Ecco, sulle palme delle mie mani ti ho disegnato,
le tue mura sono sempre davanti a me.
16 Ιδου, επι των παλαμων μου σε εζωγραφισα? τα τειχη σου ειναι παντοτε ενωπιον μου.
17 I tuoi figli accorrono,
i tuoi distruttori e i tuoi devastatori si allontanano da te.
17 Τα τεκνα σου θελουσιν ελθει μετα σπουδης? οι δε καταστρεφοντες σε και ερημονοντες σε θελουσιν εξελθει απο σου.
18 Alza gli occhi intorno e guarda:
tutti costoro si radunano, vengono a te.
«Com’è vero che io vivo – oracolo del Signore –,
ti vestirai di tutti loro come di ornamento,
te ne ornerai come una sposa».
18 Υψωσον κυκλω τους οφθαλμους σου και ιδε? παντες ουτοι συναθροιζονται ομου, ερχονται προς σε. Ζω εγω, λεγει Κυριος, οτι συ θελεις ενδυθη παντας τουτους ως κοσμημα, και ως νυμφη θελεις στολισθη αυτους.
19 Poiché le tue rovine e le tue devastazioni
e la tua terra desolata
saranno ora troppo stretti per i tuoi abitanti,
benché siano lontani i tuoi divoratori.
19 Διοτι οι ηφανισμενοι σου και οι ηρημωμενοι σου τοποι και η γη σου η κατεφθαρμενη θελουσιν εισθαι τωρα παραπολυ μαλιστα στενοι δια τους κατοικους σου? εκεινοι δε, οιτινες σε κατετρωγον, θελουσι μακρυνθη απο σου.
20 Di nuovo ti diranno agli orecchi
i figli di cui fosti privata:
«Troppo stretto è per me questo posto;
scòstati, perché possa stabilirmi».
20 Τα τεκνα, τα οποια θελεις αποκτησει μετα την ατεκνιαν σου, θελουσιν ειπει προσετι εις τα ωτα σου, Στενος ειναι ο τοπος δι' εμε? καμε εις εμε τοπον δια να κατοικησω.
21 Tu penserai: «Costoro, chi me li ha generati?
Io ero priva di figli e sterile, esiliata e prigioniera,
e questi, chi li ha allevati?
Ecco, ero rimasta sola,
e costoro dov’erano?».
21 Τοτε θελεις ειπει εν τη καρδια σου, Τις εγεννησεν εις εμε ταυτα, ενω εγω ημην ητεκνωμενη και ερημος, αιχμαλωτος και μεταφερομενη; ταυτα δε τις εξεθρεψεν; ιδου, εγω ειχον εγκαταλειφθη μονη? ταυτα που ησαν;
22 Così dice il Signore Dio:
«Ecco, io farò cenno con la mano alle nazioni,
per i popoli isserò il mio vessillo.
Riporteranno i tuoi figli in braccio,
le tue figlie saranno portate sulle spalle.
22 Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος? Ιδου, θελω υψωσει την χειρα μου προς τα εθνη και στησει την σημαιαν μου προς τους λαους, και θελουσι φερει τους υιους σου εν ταις αγκαλαις και αι θυγατερες σου θελουσι φερθη επ' ωμων?
23 I re saranno i tuoi tutori,
le loro principesse le tue nutrici.
Con la faccia a terra essi si prostreranno davanti a te,
baceranno la polvere dei tuoi piedi;
allora tu saprai che io sono il Signore
e che non saranno delusi quanti sperano in me».
23 και βασιλεις θελουσιν εισθαι οι παιδοτροφοι σου και αι βασιλισσαι αυτων αι τροφοι σου? θελουσι σε προσκυνησει με το προσωπον προς την γην και γλειφει το χωμα των ποδων σου? και θελεις γνωρισει, οτι εγω ειμαι ο Κυριος και οτι οι προσμενοντες με δεν θελουσιν αισχυνθη.
24 Si può forse strappare la preda al forte?
Oppure può un prigioniero sfuggire al tiranno?
24 Δυναται το λαφυρον να αφαιρεθη απο του ισχυρου η να ελευθερωθωσιν οι δικαιως αιχμαλωτισθεντες;
25 Eppure, dice il Signore:
«Anche il prigioniero sarà strappato al forte,
la preda sfuggirà al tiranno.
Io avverserò i tuoi avversari,
io salverò i tuoi figli.
25 Αλλ' ο Κυριος ουτω λεγει? Και οι αιχμαλωτοι του ισχυρου θελουσιν αφαιρεθη και το λαφυρον του τρομερου θελει αποσπασθη? διοτι εγω θελω δικολογησει προς τους δικολογουντας κατα σου και εγω θελω σωσει τα τεκνα σου.
26 Farò mangiare le loro stesse carni ai tuoi oppressori,
si ubriacheranno del proprio sangue come di mosto.
Allora ogni uomo saprà
che io sono il Signore, il tuo salvatore
e il tuo redentore, il Potente di Giacobbe».
26 Τους δε καταθλιβοντας σε θελω καμει να φαγωσι τας ιδιας αυτων σαρκας? και θελουσι μεθυσθη με το ιδιον αυτων αιμα, ως με νεον οινον? και θελει γνωρισει πασα σαρξ, οτι εγω ο Κυριος ειμαι ο Σωτηρ σου και ο Λυτρωτης σου, ο Ισχυρος του Ιακωβ.