Salmi 5
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
BIBBIA CEI 1974 | LXX |
---|---|
1 'Al maestro del coro. Per flauti. Salmo. Di Davide.' | 1 εις το τελος υπερ της κληρονομουσης ψαλμος τω δαυιδ |
2 Porgi l'orecchio, Signore, alle mie parole: intendi il mio lamento. | 2 τα ρηματα μου ενωτισαι κυριε συνες της κραυγης μου |
3 Ascolta la voce del mio grido, o mio re e mio Dio, perché ti prego, Signore. | 3 προσχες τη φωνη της δεησεως μου ο βασιλευς μου και ο θεος μου οτι προς σε προσευξομαι κυριε |
4 Al mattino ascolta la mia voce; fin dal mattino t'invoco e sto in attesa. | 4 το πρωι εισακουση της φωνης μου το πρωι παραστησομαι σοι και εποψομαι |
5 Tu non sei un Dio che si compiace del male; presso di te il malvagio non trova dimora; | 5 οτι ουχι θεος θελων ανομιαν συ ει ουδε παροικησει σοι πονηρευομενος |
6 gli stolti non sostengono il tuo sguardo. Tu detesti chi fa il male, | 6 ου διαμενουσιν παρανομοι κατεναντι των οφθαλμων σου εμισησας παντας τους εργαζομενους την ανομιαν |
7 fai perire i bugiardi. Il Signore detesta sanguinari e ingannatori. | 7 απολεις παντας τους λαλουντας το ψευδος ανδρα αιματων και δολιον βδελυσσεται κυριος |
8 Ma io per la tua grande misericordia entrerò nella tua casa; mi prostrerò con timore nel tuo santo tempio. | 8 εγω δε εν τω πληθει του ελεους σου εισελευσομαι εις τον οικον σου προσκυνησω προς ναον αγιον σου εν φοβω σου |
9 Signore, guidami con giustizia di fronte ai miei nemici; spianami davanti il tuo cammino. | 9 κυριε οδηγησον με εν τη δικαιοσυνη σου ενεκα των εχθρων μου κατευθυνον ενωπιον μου την οδον σου |
10 Non c'è sincerità sulla loro bocca, è pieno di perfidia il loro cuore; la loro gola è un sepolcro aperto, la loro lingua è tutta adulazione. | 10 οτι ουκ εστιν εν τω στοματι αυτων αληθεια η καρδια αυτων ματαια ταφος ανεωγμενος ο λαρυγξ αυτων ταις γλωσσαις αυτων εδολιουσαν |
11 Condannali, o Dio, soccombano alle loro trame, per tanti loro delitti disperdili, perché a te si sono ribellati. | 11 κρινον αυτους ο θεος αποπεσατωσαν απο των διαβουλιων αυτων κατα το πληθος των ασεβειων αυτων εξωσον αυτους οτι παρεπικραναν σε κυριε |
12 Gioiscano quanti in te si rifugiano, esultino senza fine. Tu li proteggi e in te si allieteranno quanti amano il tuo nome. | 12 και ευφρανθητωσαν παντες οι ελπιζοντες επι σε εις αιωνα αγαλλιασονται και κατασκηνωσεις εν αυτοις και καυχησονται εν σοι παντες οι αγαπωντες το ονομα σου |
13 Signore, tu benedici il giusto: come scudo lo copre la tua benevolenza. | 13 οτι συ ευλογησεις δικαιον κυριε ως οπλω ευδοκιας εστεφανωσας ημας |