Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Isaia 42


font
BIBBIA CEI 2008GREEK BIBLE
1 Ecco il mio servo che io sostengo,
il mio eletto di cui mi compiaccio.
Ho posto il mio spirito su di lui;
egli porterà il diritto alle nazioni.
1 Ιδου, ο δουλος μου, τον οποιον υπεστηριξα? ο εκλεκτος μου, εις τον οποιον η ψυχη μου ευηρεστηθη? εθεσα το πνευμα μου επ' αυτον? θελει εξαγγειλει κρισιν εις τα εθνη.
2 Non griderà né alzerà il tono,
non farà udire in piazza la sua voce,
2 Δεν θελει φωναξει ουδε θελει ανακραξει ουδε θελει καμει την φωνην αυτου να ακουσθη εν ταις οδοις.
3 non spezzerà una canna incrinata,
non spegnerà uno stoppino dalla fiamma smorta;
proclamerà il diritto con verità.
3 Καλαμον συντεθλασμενον δεν θελει συντριψει και λιναριον καπνιζον δεν θελει σβυσει? θελει εκφερει κρισιν εν αληθεια.
4 Non verrà meno e non si abbatterà,
finché non avrà stabilito il diritto sulla terra,
e le isole attendono il suo insegnamento.
4 Δεν θελει εκλιπει ουδε θελει μικροψυχησει, εωσου βαλη κρισιν εν τη γη? και αι νησοι θελουσι προσμενει τον νομον αυτου.
5 Così dice il Signore Dio,
che crea i cieli e li dispiega,
distende la terra con ciò che vi nasce,
dà il respiro alla gente che la abita
e l’alito a quanti camminano su di essa:
5 Ουτω λεγει ο Θεος ο Κυριος, ο ποιησας τους ουρανους και εκτεινας αυτους? ο στερεωσας την γην και τα γεννωμενα εξ αυτης? ο διδους πνοην εις τον λαον τον επ' αυτης και πνευμα εις τους περιπατουντας επ' αυτης?
6 «Io, il Signore, ti ho chiamato per la giustizia
e ti ho preso per mano;
ti ho formato e ti ho stabilito
come alleanza del popolo
e luce delle nazioni,
6 Εγω ο Κυριος σε εκαλεσα εν δικαιοσυνη, και θελω κρατει την χειρα σου και θελω σε φυλαττει και θελω σε καταστησει διαθηκην του λαου, φως των εθνων?
7 perché tu apra gli occhi ai ciechi
e faccia uscire dal carcere i prigionieri,
dalla reclusione coloro che abitano nelle tenebre.
7 δια να ανοιξης τους οφθαλμους των τυφλων, να εκβαλης τους δεσμιους εκ των δεσμων, τους καθημενους εν σκοτει εκ του οικου της φυλακης.
8 Io sono il Signore: questo è il mio nome;
non cederò la mia gloria ad altri,
né il mio onore agli idoli.
8 Εγω ειμαι ο Κυριος? τουτο ειναι το ονομα μου? και δεν θελω δωσει την δοξαν μου εις αλλον ουδε την αινεσιν μου εις τα γλυπτα.
9 I primi fatti, ecco, sono avvenuti
e i nuovi io preannuncio;
prima che spuntino,
ve li faccio sentire».
9 Ιδου, ηλθον τα απ' αρχης? και εγω αναγγελλω νεα πραγματα? πριν εκφυωσι, λαλω περι αυτων εις εσας.
10 Cantate al Signore un canto nuovo,
lodatelo dall’estremità della terra;
voi che andate per mare e quanto esso contiene,
isole e loro abitanti.
10 Ψαλλετε εις τον Κυριον ασμα νεον, την δοξαν αυτου εκ των ακρων της γης, σεις οι καταβαινοντες εις την θαλασσαν και παντα τα εν αυτη? αι νησοι και οι κατοικουντες αυτας.
11 Esultino il deserto e le sue città,
i villaggi dove abitano quelli di Kedar;
acclamino gli abitanti di Sela,
dalla cima dei monti alzino grida.
11 Η ερημος και αι πολεις αυτης ας υψωσωσι φωνην, αι κωμαι τας οποιας κατοικει ο Κηδαρ? ας ψαλλωσιν οι κατοικοι της Σελα, ας αλαλαζωσιν εκ των κορυφων των ορεων.
12 Diano gloria al Signore
e nelle isole narrino la sua lode.
12 Ας δωσωσι δοξαν εις τον Κυριον και ας αναγγειλωσι την αινεσιν αυτου εν ταις νησοις.
13 Il Signore avanza come un prode,
come un guerriero eccita il suo ardore;
urla e lancia il grido di guerra,
si mostra valoroso contro i suoi nemici.
13 Ο Κυριος θελει εξελθει ως ισχυρος? θελει διεγειρει ζηλον ως πολεμιστης? θελει φωναξει, μαλιστα θελει βρυχησει, θελει υπερισχυσει κατα των πολεμιων αυτου.
14 «Per molto tempo ho taciuto,
ho fatto silenzio, mi sono contenuto;
ora griderò come una partoriente,
gemerò e mi affannerò insieme.
14 Απο πολλου εσιωπησα? θελω μεινει ησυχος; θελω κρατησει εμαυτον; τωρα θελω φωναξει ως η τικτουσα? θελω καταστρεψει και καταπιει ομου.
15 Renderò aridi monti e colli,
farò seccare tutta la loro erba;
trasformerò i fiumi in terraferma
e prosciugherò le paludi.
15 Θελω ερημωσει ορη και λοφους και καταξηρανει παντα τον χορτον αυτων? και θελω καταστησει τους ποταμους νησους και τας λιμνας θελω ξηρανει.
16 Farò camminare i ciechi per vie che non conoscono,
li guiderò per sentieri sconosciuti;
trasformerò davanti a loro le tenebre in luce,
i luoghi aspri in pianura.
Tali cose io ho fatto e non cesserò di fare».
16 Και θελω φερει τους τυφλους δι' οδου την οποιαν δεν ηξευρον, θελω οδηγησει αυτους εις τριβους τας οποιας δεν εγνωριζον? το σκοτος θελω καμει φως εμπροσθεν αυτων και τα σκολια ευθεα. Ταυτα τα πραγματα θελω καμει εις αυτους και δεν θελω εγκαταλειψει αυτους.
17 Retrocedono pieni di vergogna
quanti sperano in un idolo,
quanti dicono alle statue: «Voi siete i nostri dèi».
17 Εστραφησαν εις τα οπισω, κατησχυνθησαν οι θαρρουντες επι τα γλυπτα, οι λεγοντες προς τα χωνευτα, σεις εισθε οι θεοι ημων.
18 Sordi, ascoltate,
ciechi, volgete lo sguardo per vedere.
18 Ακουσατε, κωφοι? και ανοιξατε τους οφθαλμους σας, τυφλοι, δια να ιδητε.
19 Chi è cieco, se non il mio servo?
Chi è sordo come il messaggero che io invio?
Chi è cieco come il mio privilegiato?
Chi è cieco come il servo del Signore?
19 Τις τυφλος, παρα ο δουλος μου; η κωφος, παρα ο μηνυτης μου, τον οποιον απεστειλα; τις τυφλος, παρα ο τελειος; και τις τυφλος, παρα ο δουλος του Κυριου;
20 Hai visto molte cose, ma senza farvi attenzione,
hai aperto gli orecchi, ma senza sentire.
20 Βλεπεις πολλα αλλα δεν παρατηρεις? ανοιγεις τα ωτα αλλα δεν ακουεις.
21 Il Signore si compiacque, per amore della sua giustizia,
di dare una legge grande e gloriosa.
21 Ο Κυριος ευνοησε προς αυτον ενεκεν της δικαιοσυνης αυτου? θελει μεγαλυνει τον νομον αυτου και καταστησει εντιμον.
22 Eppure questo è un popolo saccheggiato e spogliato;
sono tutti presi con il laccio nelle caverne,
sono rinchiusi in prigioni.
Sono divenuti preda e non c’era un liberatore,
saccheggio e non c’era chi dicesse: «Restituisci».
22 Πλην αυτος ειναι λαος διηρπαγμενος και γεγυμνωμενος? ειναι παντες πεπαγιδευμενοι εν σπηλαιοις και κεκρυμμενοι εν ταις φυλακαις? ειναι λαφυρον και δεν υπαρχει ο λυτρονων? διαρπαγμα, και ουδεις ο λεγων, Επιστρεψον αυτο.
23 Chi fra voi porge l’orecchio a questo,
vi fa attenzione e ascolta per il futuro?
23 Τις απο σας θελει δωσει ακροασιν εις τουτο; θελει προσεξει και ακουσει εις το μετα ταυτα;
24 Chi abbandonò Giacobbe al saccheggio,
Israele ai predoni?
Non è stato forse il Signore contro cui peccò,
non avendo voluto camminare per le sue vie
e non avendo osservato la sua legge?
24 Τις παρεδωκε τον Ιακωβ εις διαρπαγην και τον Ισραηλ εις λεηλατιστας; ουχι ο Κυριος, αυτος εις τον οποιον ημαρτησαμεν; διοτι δεν ηθελησαν να περιπατησωσιν εν ταις οδοις αυτου ουδε υπηκουσαν εις τον νομον αυτου.
25 Egli, perciò, ha riversato su di lui
la sua ira ardente e la violenza della guerra,
che lo ha avvolto nelle sue fiamme
senza che egli se ne accorgesse,
lo ha bruciato, senza che vi facesse attenzione.
25 Δια τουτο εξεχεεν επ' αυτον την σφοδροτητα της οργης αυτου και την ορμην του πολεμου? και συνεφλεξεν αυτον πανταχοθεν αλλ' αυτος δεν ενοησε? και εκαυσεν αυτον αλλ' αυτος δεν εβαλε τουτο εν τη καρδια αυτου.