Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Isaia 29


font
BIBBIA CEI 2008GREEK BIBLE
1 Guai ad Arièl, ad Arièl,
città dove si accampò Davide!
Aggiungete anno ad anno,
si avvicendino i cicli festivi.
1 Ουαι εις την Αριηλ, την Αριηλ, την πολιν οπου κατωκησεν ο Δαβιδ? προσθεσατε ενιαυτον επι ενιαυτον? ας σφαζωσιν εορταστικας θυσιας.
2 Io metterò alle strette Arièl,
ci saranno gemiti e lamenti.
Sarà per me come Arièl:
2 Αλλ' εγω θελω στενοχωρησει την Αριηλ, και εκει θελει εισθαι βαρος και θλιψις? και εις εμε θελει εισθαι ως Αριηλ.
3 io mi accamperò tutt’intorno contro di te
e ti circonderò di trincee,
innalzerò contro di te un vallo.
3 Και θελω στρατοπεδευσει εναντιον σου κυκλω, και θελω στησει πολιορκιαν κατα σου με χαρακωμα, και θελω ανεγειρει φρουρια εναντιον σου.
4 Allora prostrata parlerai dalla terra,
e dalla polvere saliranno le tue parole;
sembrerà di un fantasma la tua voce dalla terra,
e dalla polvere la tua parola risuonerà come bisbiglio.
4 Και θελεις ριφθη κατω, θελεις λαλει απο του εδαφους και η λαλια σου θελει εισθαι ταπεινη εκ του χωματος, και η φωνη σου εκ του εδαφους θελει εισθαι ως του εγγαστριμυθου και η λαλια σου θελει ψιθυριζει εκ του χωματος.
5 Sarà come polvere fine la massa dei tuoi nemici
e come pula dispersa la massa dei tuoi tiranni.
Ma d’improvviso, subito,
5 Το δε πληθος των εχθρων σου θελει εισθαι ως κονιορτος και το πληθος των φοβερων ως αχυρον φερομενον υπο ανεμου? ναι, τουτο θελει γεινει αιφνιδιως εν μια στιγμη.
6 dal Signore degli eserciti sarai visitata
con tuoni, rimbombi e rumore assordante,
con uragano e tempesta e fiamma di fuoco divoratore.
6 Θελει γεινει εις σε επισκεψις παρα του Κυριου των δυναμεων, μετα βροντης και μετα σεισμου και φωνης μεγαλης, μετα ανεμοζαλης και ανεμοστροβιλου και φλογος πυρος κατατρωγοντος.
7 E sarà come un sogno,
come una visione notturna,
la massa di tutte le nazioni
che marciano contro Arièl,
di quanti l’attaccano
e la stringono d’assedio.
7 Και το πληθος παντων των εθνων των πολεμουντων εναντιον της Αριηλ, παντες βεβαιως οι μαχομενοι εναντιον αυτης και των οχυρωματων αυτης και οι στενοχωρουντες αυτην θελουσιν εισθαι ως ονειρον νυκτερινου οραματος.
8 Avverrà come quando un affamato sogna di mangiare,
ma si sveglia con lo stomaco vuoto,
e come quando un assetato sogna di bere,
ma si sveglia stanco e con la gola riarsa:
così succederà alla massa di tutte le nazioni
che marciano contro il monte Sion.
8 Καθως μαλιστα ο πεινων ονειρευεται οτι ιδου, τρωγει? πλην εξεγειρεται και η ψυχη αυτου ειναι κενη? η καθως ο διψων ονειρευεται οτι ιδου, πινει? πλην εξεγειρεται και ιδου, ειναι ητονημενος και η ψυχη αυτου διψα? ουτω θελουσιν εισθαι τα πληθη παντων των εθνων των πολεμουντων εναντιον του ορους Σιων.
9 Fermatevi e stupitevi,
accecatevi e rimanete ciechi;
ubriacatevi ma non di vino,
barcollate ma non per effetto di bevande inebrianti.
9 Στητε και θαυμασατε? αναβοησατε και ανακραξατε? ουτοι μεθυουσιν αλλ' ουχι υπο οινου? παραφερονται αλλ' ουχι υπο σικερα.
10 Poiché il Signore ha versato su di voi
uno spirito di torpore,
ha chiuso i vostri occhi, cioè i profeti,
e ha velato i vostri capi, cioè i veggenti.
10 Διοτι ο Κυριος εξεχεεν εφ' υμας πνευμα βαθεος υπνου και εκλεισε τους οφθαλμους υμων? περιεκαλυψε τους προφητας και τους αρχοντας υμων, τους βλεποντας ορασεις.
11 Per voi ogni visione sarà come le parole di un libro sigillato: si dà a uno che sappia leggere dicendogli: «Per favore, leggilo», ma quegli risponde: «Non posso, perché è sigillato».11 Και πασα ορασις θελει εισθαι εις εσας ως λογια εσφραγισμενου βιβλιου, το οποιον ηθελον δωσει εις τινα εξευροντα να αναγινωσκη, λεγοντες, Αναγνωθι τουτο, παρακαλω? και εκεινος λεγει, Δεν δυναμαι, διοτι ειναι εσφραγισμενον?
12 Oppure si dà il libro a chi non sa leggere dicendogli: «Per favore, leggilo», ma quegli risponde: «Non so leggere».
12 και διδουσι το βιβλιον εις μη εξευροντα να αναγινωσκη και λεγουσιν, Αναγνωθι τουτο, παρακαλω? και εκεινος λεγει, δεν εξευρω να αναγινωσκω.
13 Dice il Signore: «Poiché questo popolo
si avvicina a me solo con la sua bocca
e mi onora con le sue labbra,
mentre il suo cuore è lontano da me
e la venerazione che ha verso di me
è un imparaticcio di precetti umani,
13 Δια τουτο ο Κυριος λεγει, Επειδη ο λαος ουτος με πλησιαζει δια του στοματος αυτου και με τιμα δια των χειλεων αυτου, αλλ' η καρδια αυτου απεχει μακραν απ' εμου, και με σεβονται, διδασκοντες διδασκαλιας, ενταλματα ανθρωπων?
14 perciò, eccomi, continuerò
a operare meraviglie e prodigi con questo popolo;
perirà la sapienza dei suoi sapienti
e si eclisserà l’intelligenza dei suoi intelligenti».
14 δια τουτο, ιδου, θελω προσθεσει να καμω θαυμαστον εργον μεταξυ τουτου του λαου, θαυμαστον εργον και εξαισιον? διοτι η σοφια των σοφων αυτου θελει χαθη και η συνεσις των συνετων αυτου θελει κρυφθη.
15 Guai a quanti vogliono sottrarsi alla vista del Signore
per dissimulare i loro piani,
a coloro che agiscono nelle tenebre, dicendo:
«Chi ci vede? Chi ci conosce?».
15 Ουαι εις τους σκαπτοντας βαθεως δια να κρυψωσι την βουλην αυτων απο του Κυριου, και των οποιων τα εργα ειναι εν τω σκοτει, και λεγουσι, Τις βλεπει ημας; και τις εξευρει ημας;
16 Che perversità! Forse che il vasaio
è stimato pari alla creta?
Un oggetto può dire del suo autore:
«Non mi ha fatto lui»?
E un vaso può dire del vasaio: «Non capisce»?
16 Ω διεστραμμενοι, ο κεραμευς θελει νομισθη ως πηλος; το πλασμα θελει ειπει περι του πλασαντος αυτο, ουτος δεν με επλασεν; η το ποιημα θελει ειπει περι του ποιησαντος αυτο, Ουτος δεν ειχε νοησιν;
17 Certo, ancora un po’
e il Libano si cambierà in un frutteto
e il frutteto sarà considerato una selva.
17 Δεν θελει εισθαι ετι πολυ ολιγος καιρος και ο Λιβανος θελει μεταβληθη εις καρποφορον πεδιαδα, και η καρποφορος πεδιας θελει λογισθη ως δασος;
18 Udranno in quel giorno i sordi le parole del libro;
liberati dall’oscurità e dalle tenebre,
gli occhi dei ciechi vedranno.
18 Και εν εκεινη τη ημερα οι κωφοι θελουσιν ακουσει τους λογους του βιβλιου, και οι οφθαλμοι των τυφλων θελουσιν ιδει, ελευθερωθεντες εκ του σκοτους και εκ της ομιχλης.
19 Gli umili si rallegreranno di nuovo nel Signore,
i più poveri gioiranno nel Santo d’Israele.
19 Και οι πραεις θελουσιν επαυξησει την χαραν αυτων εν Κυριω, και οι πτωχοι των ανθρωπων θελουσιν ευφρανθη δια τον Αγιον του Ισραηλ.
20 Perché il tiranno non sarà più, sparirà l’arrogante,
saranno eliminati quanti tramano iniquità,
20 Διοτι ο τρομερος εξελιπε και ο χλευαστης εξωλοθρευθη και παντες οι παραφυλαττοντες την ανομιαν εξηλειφθησαν?
21 quanti con la parola rendono colpevoli gli altri,
quanti alla porta tendono tranelli al giudice
e rovinano il giusto per un nulla.
21 οιτινες καμνουσι τον ανθρωπον πταιστην δια ενα λογον, και στηνουσι παγιδα εις τον ελεγχοντα εν τη πυλη, και με ψευδος διαστρεφουσι το δικαιον.
22 Pertanto, dice alla casa di Giacobbe il Signore,
che riscattò Abramo:
«D’ora in poi Giacobbe non dovrà più arrossire,
il suo viso non impallidirà più,
22 Οθεν ο Κυριος ο λυτρωσας τον Αβρααμ ουτω λεγει περι του οικου Ιακωβ? ο Ιακωβ δεν θελει πλεον αισχυνθη, και το προσωπον αυτου δεν θελει πλεον ωχριασει.
23 poiché vedendo i suoi figli l’opera delle mie mani tra loro,
santificheranno il mio nome,
santificheranno il Santo di Giacobbe
e temeranno il Dio d’Israele.
23 Αλλ' οταν ιδη τα τεκνα αυτου, το εργον των χειρων μου, εν μεσω αυτου, θελουσιν αγιασει το ονομα μου και θελουσιν αγιασει τον Αγιον του Ιακωβ και θελουσι φοβεισθαι τον Θεον του Ισραηλ.
24 Gli spiriti traviati apprenderanno la sapienza,
quelli che mormorano impareranno la lezione».
24 Οι δε πλανωμενοι κατα το πνευμα θελουσιν ελθει εις συνεσιν, και οι γογγυζοντες θελουσι μαθει διδασκαλιαν.