Psalmen 105
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150
Gen
Ex
Lev
Num
Dtn
Jos
Ri
Rut
1Sam
2Sam
1Kön
2Kön
1Chr
2Chr
Esra
Neh
Tob
Jdt
Est
1Makk
2Makk
Ijob
Ps
Spr
Koh
Hld
Weish
Sir
Jes
Jer
Klgl
Bar
Ez
Dan
Hos
Joel
Am
Obd
Jona
Mi
Nah
Hab
Zef
Hag
Sach
Mal
Mt
Mk
Lk
Joh
Apg
Röm
1Kor
2Kor
Gal
Eph
Phil
Kol
1Thess
2Thess
1Tim
2Tim
Tit
Phlm
Hebr
Jak
1Petr
2Petr
1Joh
2Joh
3Joh
Jud
Offb
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
EINHEITSUBERSETZUNG BIBEL | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Dankt dem Herrn! Ruft seinen Namen an! Macht unter den Völkern seine Taten bekannt! | 1 Δοξολογειτε τον Κυριον? επικαλεισθε το ονομα αυτου? καμετε γνωστα εν τοις λαοις τα εργα αυτου. |
2 Singt ihm und spielt ihm, sinnt nach über all seine Wunder! | 2 Ψαλλετε εις αυτον? ψαλμωδειτε εις αυτον? λαλειτε περι παντων των θαυμασιων αυτου. |
3 Rühmt euch seines heiligen Namens! Alle, die den Herrn suchen, sollen sich von Herzen freuen. | 3 Καυχασθε εις το αγιον αυτου ονομα? ας ευφραινεται η καρδια των εκζητουντων τον Κυριον. |
4 Fragt nach dem Herrn und seiner Macht; sucht sein Antlitz allezeit! | 4 Ζητειτε τον Κυριον και την δυναμιν αυτου? εκζητειτε το προσωπον αυτου διαπαντος. |
5 Denkt an die Wunder, die er getan hat, an seine Zeichen und die Beschlüsse aus seinem Mund. | 5 Μνημονευετε των θαυμασιων αυτου τα οποια εκαμε? των τεραστιων αυτου και των κρισεων του στοματος αυτου? |
6 Bedenkt es, ihr Nachkommen seines Knechtes Abraham, ihr Kinder Jakobs, die er erwählt hat. | 6 Σπερμα Αβρααμ του δουλου αυτου, υιοι Ιακωβ, οι εκλεκτοι αυτου. |
7 Er, der Herr, ist unser Gott. Seine Herrschaft umgreift die Erde. | 7 Αυτος ειναι Κυριος ο Θεος ημων? εν παση τη γη ειναι αι κρισεις αυτου. |
8 Ewig denkt er an seinen Bund, an das Wort, das er gegeben hat für tausend Geschlechter, | 8 Μνημονευετε παντοτε της διαθηκης αυτου, του λογου, τον οποιον προσεταξεν εις χιλιας γενεας, |
9 an den Bund, den er mit Abraham geschlossen, an den Eid, den er Isaak geschworen hat. | 9 της διαθηκης, την οποιαν εκαμε προς τον Αβρααμ, και του ορκου αυτου προς τον Ισαακ? |
10 Er bestimmte ihn als Satzung für Jakob, als ewigen Bund für Israel. | 10 και εβεβαιωσεν αυτον προς τον Ιακωβ δια νομου, προς τον Ισραηλ δια διαθηκην αιωνιον, |
11 Er sprach: Dir will ich Kanaan geben, das Land, das dir als Erbe bestimmt ist. | 11 λεγων, Εις σε θελω δωσει την γην Χανααν, μεριδα της κληρονομιας σας. |
12 Als sie noch gering waren an Zahl, nur wenige und fremd im Land, | 12 Ενω ησαν αυτοι ολιγοστοι τον αριθμον, ολιγοι, και παροικοι εν αυτη, |
13 und noch zogen von Volk zu Volk, von einem Reich zum andern, | 13 και διηρχοντο απο εθνους εις εθνος, απο βασιλειου εις αλλον λαον, |
14 da ließ er sie von niemand bedrücken, wies ihretwegen Könige zurecht: | 14 δεν αφηκεν ανθρωπον να αδικηση αυτους? μαλιστα υπερ αυτων ηλεγξε βασιλεις, |
15 «Tastet meine Gesalbten nicht an, tut meinen Propheten nichts zuleide!» | 15 λεγων, μη εγγισητε τους κεχρισμενους μου και μη κακοποιησητε τους προφητας μου. |
16 Dann aber rief er den Hunger ins Land, entzog ihnen allen Vorrat an Brot. | 16 Και εκαλεσε πειναν επι την γην? συνετριψε παν στηριγμα αρτου. |
17 Doch hatte er ihnen einen Mann vorausgesandt: Josef wurde als Sklave verkauft. | 17 Απεστειλεν εμπροσθεν αυτων ανθρωπον, Ιωσηφ τον πωληθεντα ως δουλον? |
18 Man spannte seine Füße in Fesseln und zwängte seinen Hals ins Eisen | 18 του οποιου τους ποδας εσφιγξαν εν δεσμοις? εβαλον αυτον εις τα σιδηρα? |
19 bis zu der Zeit, als sein Wort sich erfüllte und der Spruch des Herrn ihm Recht gab. | 19 εωσου ελθη ο λογος αυτου? ο λογος του Κυριου εδοκιμασεν αυτον. |
20 Da sandte der König einen Boten und ließ ihn frei, der Herrscher der Völker ließ ihn heraus. | 20 Απεστειλεν ο βασιλευς και ελυσεν αυτον? ο αρχων των λαων, και ηλευθερωσεν αυτον. |
21 Er bestellte ihn zum Herrn über sein Haus, zum Gebieter über seinen ganzen Besitz. | 21 Κατεστησεν αυτον κυριον του οικου αυτου, και αρχοντα επι παντων των κτηματων αυτου? |
22 Er sollte die Fürsten lenken nach seinem Sinn und die Ältesten Weisheit lehren. | 22 δια να παιδευη τους αρχοντας αυτου κατα την αρεσκειαν αυτου, και να διδαξη σοφιαν τους πρεσβυτερους αυτου. |
23 Und Israel kam nach Ägypten, Jakob wurde Gast im Lande Hams. | 23 Τοτε ηλθεν ο Ισραηλ εις την Αιγυπτον, και ο Ιακωβ παρωκησεν εν γη Χαμ. |
24 Da mehrte Gott sein Volk gewaltig, machte es stärker als das Volk der Bedrücker. | 24 Και ο Κυριος ηυξησε σφοδρα τον λαον αυτου, και εκραταιωσεν αυτον υπερ τους εχθρους αυτου. |
25 Er wandelte ihren Sinn zum Hass gegen sein Volk, sodass sie an seinen Knechten tückisch handelten. | 25 Εστραφη η καρδια αυτων εις το να μισωσι τον λαον αυτου, εις το να δολιευωνται εναντιον των δουλων αυτου. |
26 Dann sandte er Mose, seinen Knecht, und Aaron, den Gott sich erwählte. | 26 Εξαπεστειλε Μωυσην τον δουλον αυτου, και Ααρων, τον οποιον εξελεξεν. |
27 Sie wirkten unter ihnen seine Zeichen, im Lande Hams seine Wunder. | 27 Εξετελεσαν εν μεσω αυτων τους λογους των σημειων αυτου και τα θαυμασια αυτου εν γη Χαμ. |
28 Er sandte Finsternis, da wurde es dunkel; doch achteten sie nicht auf sein Wort. | 28 Εξαπεστειλε σκοτος, και εσκοτασε? και δεν ηπειθησαν εις τους λογους αυτου. |
29 Er verwandelte ihre Gewässer in Blut und ließ ihre Fische sterben. | 29 Μετεβαλε τα υδατα αυτων εις αιμα και εθανατωσε τους ιχθυας αυτων. |
30 Ihr Land wimmelte von Fröschen bis hinein in den Palast des Königs. | 30 Η γη αυτων ανεβρυσε βατραχους, εως των ταμειων των βασιλεων αυτων. |
31 Er gebot, da kamen Schwärme von Fliegen und von Stechmücken über das ganze Gebiet. | 31 Ειπε, και ηλθε κυνομυια, και σκνιπες εις παντα τα ορια αυτων. |
32 Er schickte ihnen Hagel statt Regen, flammendes Feuer auf ihr Land. | 32 Εδωκεν εις αυτους χαλαζαν αντι βροχης, και πυρ φλογερον εις την γην αυτων? |
33 Er zerschlug ihnen Weinstock und Feigenbaum und knickte in ihrem Gebiet die Bäume um. | 33 και επαταξε τας αμπελους αυτων και τας συκεας αυτων, και συνετριψε τα δενδρα των οριων αυτων. |
34 Er gebot, da kamen Schwärme von Grillen und Wanderheuschrecken in gewaltiger Zahl. | 34 Ειπε, και ηλθεν ακρις, και βρουχος αναριθμητος? |
35 Sie fraßen alles Grün in ihrem Land, sie fraßen die Frucht ihrer Felder. | 35 και κατεφαγε παντα τον χορτον εν τη γη αυτων, και κατεφαγε τον καρπον της γης αυτων. |
36 Er erschlug im Land jede Erstgeburt, die ganze Blüte der Jugend. | 36 Και επαταξε παν πρωτοτοκον εν τη γη αυτων, την απαρχην πασης δυναμεως αυτων. |
37 Er führte sein Volk heraus mit Silber und Gold; in seinen Stämmen fand sich kein Schwächling. | 37 Και εξηγαγεν αυτους μετα αργυριου και χρυσιου, και δεν υπηρχεν ασθενης εν ταις φυλαις αυτων. |
38 Bei ihrem Auszug waren die Ägypter froh; denn Schrecken vor ihnen hatte sie alle befallen. | 38 Ευφρανθη η Αιγυπτος εις την εξοδον αυτων? διοτι ο φοβος αυτων ειχεν επιπεσει επ' αυτους. |
39 Eine Wolke breitete er aus, um sie zu decken, und Feuer, um die Nacht zu erleuchten. | 39 Εξηπλωσε νεφελην δια να σκεπαζη αυτους, και πυρ δια να φεγγη την νυκτα. |
40 Als sie ihn baten, schickte er Wachteln und sättigte sie mit Brot vom Himmel. | 40 Εζητησαν, και εφερεν ορτυκια? και αρτον ουρανου εχορτασεν αυτους. |
41 Er öffnete den Felsen und Wasser entquoll ihm, wie ein Strom floss es dahin in der Wüste. | 41 Διηνοιξε την πετραν, και ανεβλυσαν υδατα, και διερρευσαν ποταμοι εν τοποις ανυδροις. |
42 Denn er dachte an sein heiliges Wort und an Abraham, seinen Knecht. | 42 Διοτι ενεθυμηθη τον λογον τον αγιον αυτου, τον προς Αβρααμ τον δουλον αυτου. |
43 Er führte sein Volk heraus in Freude, seine Erwählten in Jubel. | 43 Και εξηγαγε τον λαον αυτου εν αγαλλιασει, τους εκλεκτους αυτου εν χαρα? |
44 Er gab ihnen die Länder der Völker und ließ sie den Besitz der Nationen gewinnen, | 44 και εδωκεν εις αυτους τας γαιας των εθνων, και εκληρονομησαν τους κοπους των λαων? |
45 damit sie seine Satzungen hielten und seine Gebote befolgten. Halleluja! | 45 δια να φυλαττωσι τα διαταγματα αυτου, και να εκτελωσι τους νομους αυτου. Αλληλουια. |