Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Salmi 18


font
BIBBIA CEI 1974GREEK BIBLE
1 'Al maestro del coro. Di Davide, servo del Signore, che rivolse al Signore le parole di questo canto, quando il Signore lo liberò dal potere di tutti i suoi nemici,1 Εις τον πρωτον μουσικον. Ψαλμος του Δαβιδ δουλου του Κυριου, οστις ελαλησε προς τον Κυριον τους λογους της ωδης ταυτης, καθ' ην ημεραν ηλευθερωσεν αυτον ο Κυριος εκ της χειρος παντων των εχθρων αυτου και εκ της χειρος του Σαουλ? και ειπε,>> Θελω σε αγαπα, Κυριε, η ισχυς μου.
2 e dalla mano di Saul. Disse dunque:'

Ti amo, Signore, mia forza,
2 Ο Κυριος ειναι πετρα μου και φρουριον μου και ελευθερωτης μου? Θεος μου, βραχος μου? επ' αυτον θελω ελπιζει? η ασπις μου και το κερας της σωτηριας μου? υψηλος πυργος μου.
3 Signore, mia roccia, mia fortezza, mio liberatore;
mio Dio, mia rupe, in cui trovo riparo;
mio scudo e baluardo, mia potente salvezza.
3 Θελω επικαλεσθη τον αξιυμνητον Κυριον, και εκ των εχθρων μου θελω σωθη.
4 Invoco il Signore, degno di lode,
e sarò salvato dai miei nemici.

4 Πονοι θανατου με περιεκυκλωσαν, και χειμαρροι ανομιας με κατετρομαξαν?
5 Mi circondavano flutti di morte,
mi travolgevano torrenti impetuosi;
5 Πονοι του αδου με περιεκυκλωσαν, παγιδες θανατου με εφθασαν.
6 già mi avvolgevano i lacci degli inferi,
già mi stringevano agguati mortali.
6 Εν τη στενοχωρια μου επεκαλεσθην τον Κυριον, και προς τον Θεον μου εβοησα. Ηκουσεν εκ του ναου αυτου της φωνης μου, και η κραυγη μου ηλθεν ενωπιον αυτου εις τα ωτα αυτου.
7 Nel mio affanno invocai il Signore,
nell'angoscia gridai al mio Dio:
dal suo tempio ascoltò la mia voce,
al suo orecchio pervenne il mio grido.

7 Τοτε εσαλευθη και εντρομος εγεινεν η γη, και τα θεμελια των ορεων εταραχθησαν και εσαλευθησαν, διοτι ωργισθη.
8 La terra tremò e si scosse;
vacillarono le fondamenta dei monti,
si scossero perché egli era sdegnato.
8 Καπνος ανεβαινεν εκ των μυκτηρων αυτου, και πυρ κατατρωγον εκ του στοματος αυτου? ανθρακες ανηφθησαν απ' αυτου.
9 Dalle sue narici saliva fumo,
dalla sua bocca un fuoco divorante;
da lui sprizzavano carboni ardenti.
9 Και εκλινε τους ουρανους και κατεβη, και γνοφος υπο τους ποδας αυτου.
10 Abbassò i cieli e discese,
fosca caligine sotto i suoi piedi.

10 Και επεβη επι χερουβειμ και επετασθη? και επεταξεν επι πτερυγων ανεμων.
11 Cavalcava un cherubino e volava,
si librava sulle ali del vento.
11 Εθεσε το σκοτος αποκρυφον τοπον αυτου? η σκηνη αυτου, περιξ αυτου ησαν υδατα σκοτεινα, νεφη πυκνα των αερων.
12 Si avvolgeva di tenebre come di velo,
acque oscure e dense nubi lo coprivano.
12 Εκ της λαμψεως της εμπροσθεν αυτου διηλθον τα νεφη αυτου, χαλαζα και ανθρακες πυρος.
13 Davanti al suo fulgore si dissipavano le nubi
con grandine e carboni ardenti.
13 Και εβροντησεν εν ουρανοις ο Κυριος, και ο Υψιστος εδωκε την φωνην αυτου? χαλαζα και ανθρακες πυρος.
14 Il Signore tuonò dal cielo,
l'Altissimo fece udire la sua voce:
grandine e carboni ardenti.
14 Και απεστειλε τα βελη αυτου και εσκορπισεν αυτους? και αστραπας επληθυνε και συνεταραξεν αυτους.
15 Scagliò saette e li disperse,
fulminò con folgori e li sconfisse.
15 Και εφανησαν τα βαθη των υδατων και ανεκαλυφθησαν τα θεμελια της οικουμενης, απο της επιτιμησεως σου, Κυριε, απο του φυσηματος της πνοης των μυκτηρων σου.
16 Allora apparve il fondo del mare,
si scoprirono le fondamenta del mondo,
per la tua minaccia, Signore,
per lo spirare del tuo furore.

16 Εξαπεστειλεν εξ υψους? ελαβε με? ειλκυσε με εξ υδατων πολλων.
17 Stese la mano dall'alto e mi prese,
mi sollevò dalle grandi acque,
17 Ηλευθερωσε με εκ του δυνατου εχθρου μου, και εκ των μισουντων με, διοτι ησαν δυνατωτεροι μου.
18 mi liberò da nemici potenti,
da coloro che mi odiavano
ed eran più forti di me.
18 Προεφθασαν με εν τη ημερα της θλιψεως μου? αλλ' ο Κυριος εσταθη το αντιστηριγμα μου?
19 Mi assalirono nel giorno di sventura,
ma il Signore fu mio sostegno;
19 και εξηγαγε με εις ευρυχωριαν? ηλευθερωσε με διοτι ηυδοκησεν εις εμε.
20 mi portò al largo,
mi liberò perché mi vuol bene.

20 Αντημειψε με ο Κυριος κατα την δικαιοσυνην μου? κατα την καθαροτητα των χειρων μου ανταπεδωκεν εις εμε.
21 Il Signore mi tratta secondo la mia giustizia,
mi ripaga secondo l'innocenza delle mie mani;
21 Διοτι εφυλαξα τας οδους του Κυριου, και δεν ησεβησα εκκλινας απο του Θεου μου.
22 perché ho custodito le vie del Signore,
non ho abbandonato empiamente il mio Dio.
22 Διοτι πασαι αι κρισεις αυτου ησαν εμπροσθεν μου, και τα διαταγματα αυτου δεν απεμακρυνα απ' εμου?
23 I suoi giudizi mi stanno tutti davanti,
non ho respinto da me la sua legge;
23 και εσταθην αμεμπτος προς αυτον, και εφυλαχθην απο της ανομιας μου.
24 ma integro sono stato con lui
e mi sono guardato dalla colpa.
24 Και ανταπεδωκεν εις εμε ο Κυριος κατα την δικαιοσυνην μου, κατα την καθαροτητα των χειρων μου εμπροσθεν των οφθαλμων αυτου.
25 Il Signore mi rende secondo la mia giustizia,
secondo l'innocenza delle mie mani davanti ai suoi occhi.

25 Μετα οσιου οσιος θελεις εισθαι? μετα ανδρος τελειου τελειος θελεις εισθαι?
26 Con l'uomo buono tu sei buono
con l'uomo integro tu sei integro,
26 μετα καθαρου, καθαρος θελεις εισθαι? και μετα διεστραμμενου διεστραμμενως θελεις φερθη.
27 con l'uomo puro tu sei puro,
con il perverso tu sei astuto.
27 Διοτι συ θελεις σωσει λαον τεθλιμμενον? οφθαλμους δε υπερηφανων θελεις ταπεινωσει.
28 Perché tu salvi il popolo degli umili,
ma abbassi gli occhi dei superbi.
28 Διοτι συ θελεις φωτισει τον λυχνον μου? Κυριος ο Θεος μου θελει φωτισει το σκοτος μου.
29 Tu, Signore, sei luce alla mia lampada;
il mio Dio rischiara le mie tenebre.
29 Διοτι δια σου θελω διασπασει στρατευμα, και δια του Θεου μου θελω υπερπηδησει τειχος.
30 Con te mi lancerò contro le schiere,
con il mio Dio scavalcherò le mura.

30 Του Θεου, η οδος αυτου ειναι αμωμος? ο λογος του Κυριου ειναι δεδοκιμασμενος? ειναι ασπις παντων των ελπιζοντων επ' αυτον.
31 La via di Dio è diritta,
la parola del Signore è provata al fuoco;
egli è scudo per chi in lui si rifugia.
31 Διοτι τις Θεος πλην του Κυριου; και τις φρουριον πλην του Θεου ημων;
32 Infatti, chi è Dio, se non il Signore?
O chi è rupe, se non il nostro Dio?
32 Ο Θεος ειναι ο περιζωννυων με δυναμιν, και καθιστων αμωμον την οδον μου.
33 Il Dio che mi ha cinto di vigore
e ha reso integro il mio cammino;
33 Καμνει τους ποδας μου ως των ελαφων και με στηνει επι τους υψηλους τοπους μου.
34 mi ha dato agilità come di cerve,
sulle alture mi ha fatto stare saldo;
34 Διδασκει τας χειρας μου εις πολεμον, και εκαμε τοξον χαλκουν τους βραχιονας μου.
35 ha addestrato le mie mani alla battaglia,
le mie braccia a tender l'arco di bronzo.

35 Και εδωκας εις εμε την ασπιδα της σωτηριας σου? και η δεξια σου με υπεστηριξε και η αγαθοτης σου με εμεγαλυνεν.
36 Tu mi hai dato il tuo scudo di salvezza,
la tua destra mi ha sostenuto,
la tua bontà mi ha fatto crescere.
36 Επλατυνας τα βηματα μου υποκατω μου, και οι ποδες μου δεν εκλονισθησαν.
37 Hai spianato la via ai miei passi,
i miei piedi non hanno vacillato.
37 Κατεδιωξα τους εχθρους μου και εφθασα αυτους? και δεν επεστρεψα εωσου συνετελεσα αυτους.
38 Ho inseguito i miei nemici e li ho raggiunti,
non sono tornato senza averli annientati.
38 Συνετριψα αυτους και δεν ηδυνηθησαν να ανεγερθωσιν? επεσον υπο τους ποδας μου.
39 Li ho colpiti e non si sono rialzati,
sono caduti sotto i miei piedi.
39 Και περιεζωσας με δυναμιν εις πολεμον? συνεκαμψας υποκατω μου τους επανισταμενους επ' εμε.
40 Tu mi hai cinto di forza per la guerra,
hai piegato sotto di me gli avversari.

40 Και εκαμες τους εχθρους μου να τρεψωσιν εις εμε τα νωτα, και εξωλοθρευσα τους μισουντας με.
41 Dei nemici mi hai mostrato le spalle,
hai disperso quanti mi odiavano.
41 Εβοησαν, και ουδεις ο σωζων? προς τον Κυριον, και δεν εισηκουσεν αυτων.
42 Hanno gridato e nessuno li ha salvati,
al Signore, ma non ha risposto.
42 Και κατελεπτυνα αυτους ως κονιν κατα προσωπον ανεμου? απετιναξα αυτους ως τον πηλον των οδων.
43 Come polvere al vento li ho dispersi,
calpestati come fango delle strade.
43 Ηλευθερωσας με εκ των αντιλογιων του λαου? κατεστησας με κεφαλην εθνων? λαος, τον οποιον δεν εγνωρισα, εδουλευσεν εις εμε.
44 Mi hai scampato dal popolo in rivolta,
mi hai posto a capo delle nazioni.
Un popolo che non conoscevo mi ha servito;
44 Μολις ηκουσαν, και υπηκουσαν εις εμε? ξενοι υπεταχθησαν εις εμε.
45 all'udirmi, subito mi obbedivano,
stranieri cercavano il mio favore,
45 Ξενοι παρελυθησαν και κατετρομαξαν εκ των αποκρυφων τοπων αυτων.
46 impallidivano uomini stranieri
e uscivano tremanti dai loro nascondigli.

46 Ζη Κυριος, και ευλογημενον το φρουριον μου? και ας υψωθη ο Θεος της σωτηριας μου?
47 Viva il Signore e benedetta la mia rupe,
sia esaltato il Dio della mia salvezza.
47 ο Θεος ο εκδικων με και υποτασσων λαους υποκατω μου?
48 Dio, tu mi accordi la rivincita
e sottometti i popoli al mio giogo,
48 οστις με ελευθερονει εκ των εχθρων μου. Ναι, με υψονεις υπερανω των επανισταμενων επ' εμε? ηλευθερωσας με απο ανδρος αδικου.
49 mi scampi dai nemici furenti,
dei miei avversari mi fai trionfare
e mi liberi dall'uomo violento.

49 Δια τουτο θελω σε υμνει, Κυριε, μεταξυ των εθνων, και εις το ονομα σου θελω ψαλλει.
50 Per questo, Signore, ti loderò tra i popoli
e canterò inni di gioia al tuo nome.
50 Αυτος μεγαλυνει τας σωτηριας του βασιλεως αυτου, και καμνει ελεος εις τον κεχρισμενον αυτου, εις τον Δαβιδ και εις το σπερμα αυτου εως αιωνος.
51 Egli concede al suo re grandi vittorie,
si mostra fedele al suo consacrato,
a Davide e alla sua discendenza per sempre.