Salmi 73
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
BIBBIA TINTORI | LXX |
---|---|
1 (Meditazione. di Asaf). Perchè, o Dio, ci hai rigettati per sempre? Perchè il tuo furore divampa contro le pecorelle da te pascolate ? | 1 συνεσεως τω ασαφ ινα τι απωσω ο θεος εις τελος ωργισθη ο θυμος σου επι προβατα νομης σου |
2 Ricordati del tuo popolo che ab antico hai fatto tuo. Lo redimesti come scettro della tua eredità: il monte Sion fu il luogo della tua dimora, | 2 μνησθητι της συναγωγης σου ης εκτησω απ' αρχης ελυτρωσω ραβδον κληρονομιας σου ορος σιων τουτο ο κατεσκηνωσας εν αυτω |
3 Alza le tue mani contro la loro superbia senza limiti. Quanti mali ha fatti il nemico nel santuario! | 3 επαρον τας χειρας σου επι τας υπερηφανιας αυτων εις τελος οσα επονηρευσατο ο εχθρος εν τοις αγιοις σου |
4 Quelli che ti odiano alzano gridi di trionfo nel luogo delle tue solennità; vi han posto come insegne le loro bandiere, | 4 και ενεκαυχησαντο οι μισουντες σε εν μεσω της εορτης σου εθεντο τα σημεια αυτων σημεια και ουκ εγνωσαν |
5 E senza riflettere le han poste sulla sommità (del tempio) come alle porte. Come se fossero stati in una selva, con accetto | 5 ως εις την εισοδον υπερανω |
6 In un momento ne hanno spezzate le porte, atterrando ogni cosa con asce e scuri. | 6 ως εν δρυμω ξυλων αξιναις εξεκοψαν τας θυρας αυτης επι το αυτο εν πελεκει και λαξευτηριω κατερραξαν αυτην |
7 Han dato fuoco al tuo santuario, hanno abbattuto e profanato il Tabernacolo del tuo nome. | 7 ενεπυρισαν εν πυρι το αγιαστηριον σου εις την γην εβεβηλωσαν το σκηνωμα του ονοματος σου |
8 Disse in cuor suo tutta la loro genia: « Facciamo cessar sulla terra tutte le feste di Dio ». | 8 ειπαν εν τη καρδια αυτων η συγγενεια αυτων επι το αυτο δευτε και κατακαυσωμεν πασας τας εορτας του θεου απο της γης |
9 Non vediam più le nostre insegne, non c'è più alcun profeta, non ci riconosce più. | 9 τα σημεια ημων ουκ ειδομεν ουκ εστιν ετι προφητης και ημας ου γνωσεται ετι |
10 Fino a quando, o Dio, insulterà il nemico? L'avversario bestemmierà il tuo nome per sempre? | 10 εως ποτε ο θεος ονειδιει ο εχθρος παροξυνει ο υπεναντιος το ονομα σου εις τελος |
11 Perchè ritiri la tua mano, la tua destra? (Cavala) dal tuo seno per sempre. | 11 ινα τι αποστρεφεις την χειρα σου και την δεξιαν σου εκ μεσου του κολπου σου εις τελος |
12 Eppure Dio è stato il nostro re da secoli, ha data la salvezza in mezzo alla terra. | 12 ο δε θεος βασιλευς ημων προ αιωνος ειργασατο σωτηριαν εν μεσω της γης |
13 Tu col tuo potere desti saldezza al mare, stritolasti nelle acque le teste dei dragoni. | 13 συ εκραταιωσας εν τη δυναμει σου την θαλασσαν συ συνετριψας τας κεφαλας των δρακοντων επι του υδατος |
14 Tu fracassasti le teste del dragone, lo desti a mangiare ai popoli dell'Etiopia. | 14 συ συνεθλασας τας κεφαλας του δρακοντος εδωκας αυτον βρωμα λαοις τοις αιθιοψιν |
15 Tu facesti scaturire fonti e torrenti, tu seccasti fiumi perenni. | 15 συ διερρηξας πηγας και χειμαρρους συ εξηρανας ποταμους ηθαμ |
16 Tuo è il giorno, tua è la notte, tu facesti l'aurora e il sole. | 16 ση εστιν η ημερα και ση εστιν η νυξ συ κατηρτισω φαυσιν και ηλιον |
17 Tu fissasti i limiti della terra, opera tua son l'estate e la primavera. | 17 συ εποιησας παντα τα ορια της γης θερος και εαρ συ επλασας αυτα |
18 Ricordati di questo: il nemico ha insultato il Signore, un popolo insensato ha provocato il tuo nome. | 18 μνησθητι ταυτης εχθρος ωνειδισεν τον κυριον και λαος αφρων παρωξυνεν το ονομα σου |
19 Non abbandonare alle bestie le anime di quelli che ti lodano, non dimenticare per sempre le anime dei tuoi poveri. | 19 μη παραδως τοις θηριοις ψυχην εξομολογουμενην σοι των ψυχων των πενητων σου μη επιλαθη εις τελος |
20 Abbi riguardo al tuo patto, perchè i luoghi oscuri della terra: son pieni di covi d'iniquità. | 20 επιβλεψον εις την διαθηκην σου οτι επληρωθησαν οι εσκοτισμενοι της γης οικων ανομιων |
21 L'umile non torni via confuso: il povero e il bisognoso dian lode al tuo nome. | 21 μη αποστραφητω τεταπεινωμενος κατησχυμμενος πτωχος και πενης αινεσουσιν το ονομα σου |
22 Sorgi, o Dio, difendi la tua causa, ricordati dei tuoi oltraggi, che ti vengono di continuo dall'insensato. | 22 αναστα ο θεος δικασον την δικην σου μνησθητι των ονειδισμων σου των υπο αφρονος ολην την ημεραν |
23 Non dimenticare gli urli dei tuoi nemici: la superbia di coloro che ti odiano cresce sempre. | 23 μη επιλαθη της φωνης των ικετων σου η υπερηφανια των μισουντων σε ανεβη δια παντος προς σε |