Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Psalmen 102


font
EINHEITSUBERSETZUNG BIBELGREEK BIBLE
1 [Gebet eines Unglücklichen, wenn er in Verzweiflung ist und vor dem Herrn seine Sorge ausschüttet.]1 Προσευχη του τεθλιμμενου, οταν αδημονη, και εκχεη το παραπονον αυτου ενωπιον του Κυριου.>> Κυριε, εισακουσον της προσευχης μου, και η κραυγη μου ας ελθη προς σε.
2 Herr, höre mein Gebet!
Mein Schreien dringe zu dir.
2 Μη κρυψης το προσωπον σου απ' εμου? καθ' ην ημεραν θλιβομαι, κλινον προς εμε το ωτιον σου? καθ' ην ημεραν σε επικαλουμαι, ταχεως επακουε μου.
3 Verbirg dein Antlitz nicht vor mir!
Wenn ich in Not bin, wende dein Ohr mir zu!
Wenn ich dich anrufe, erhöre mich bald!
3 Διοτι εξελιπον ως καπνος αι ημεραι μου, και τα οστα μου ως φρυγανον κατεξηρανθησαν.
4 Meine Tage sind wie Rauch geschwunden,
meine Glieder wie von Feuer verbrannt.
4 Επληγωθη η καρδια μου και εξηρανθη ως χορτος, ωστε ελησμονησα να τρωγω τον αρτον μου.
5 Versengt wie Gras und verdorrt ist mein Herz,
sodass ich vergessen habe, mein Brot zu essen.
5 Απο φωνης του στεναγμου μου εκολληθησαν τα οστα μου εις το δερμα μου.
6 Vor lauter Stöhnen und Schreien
bin ich nur noch Haut und Knochen.
6 Κατεσταθην ομοιος του ερημικου πελεκανος? εγεινα ως νυκτοκοραξ εν ταις ερημοις.
7 Ich bin wie eine Dohle in der Wüste,
wie eine Eule in öden Ruinen.
7 Αγρυπνω και ειμαι ως στρουθιον μοναζον επι δωματος.
8 Ich liege wach und ich klage
wie ein einsamer Vogel auf dem Dach.
8 Ολην την ημεραν με ονειδιζουσιν οι εχθροι μου? οι μαινομενοι ομνυουσι κατ' εμου.
9 Den ganzen Tag schmähen mich die Feinde;
die mich verhöhnen, nennen meinen Namen beim Fluchen.
9 Διοτι εφαγον στακτην ως αρτον και συνεκερασα με δακρυα το ποτον μου,
10 Staub muss ich essen wie Brot,
mit Tränen mische ich meinen Trank;
10 Εξ αιτιας της οργης σου και της αγανακτησεως σου? διοτι σηκωσας με ερριψας κατω.
11 denn auf mir lasten dein Zorn und dein Grimm.
Du hast mich hochgerissen und zu Boden geschleudert.
11 Αι ημεραι μου παρερχονται ως σκια, και εγω εξηρανθην ως χορτος.
12 Meine Tage schwinden dahin wie Schatten,
ich verdorre wie Gras.
12 Συ δε, Κυριε, εις τον αιωνα διαμενεις, και το μνημοσυνον σου εις γενεαν και γενεαν.
13 Du aber, Herr, du thronst für immer und ewig,
dein Name dauert von Geschlecht zu Geschlecht.
13 Συ θελεις σηκωθη, θελεις σπλαγχνισθη την Σιων? διοτι ειναι καιρος να ελεησης αυτην, διοτι ο διωρισμενος καιρος εφθασεν.
14 Du wirst dich erheben, dich über Zion erbarmen;
denn es ist Zeit, ihm gnädig zu sein, die Stunde ist da.
14 Επειδη οι δουλοι σου αρεσκονται εις τους λιθους αυτης και σπλαγχνιζονται το χωμα αυτης.
15 An Zions Steinen hängt das Herz deiner Knechte,
um seine Trümmer tragen sie Leid.
15 Τοτε τα εθνη θελουσι φοβηθη το ονομα του Κυριου, και παντες οι βασιλεις της γης την δοξαν σου.
16 Dann fürchten die Völker den Namen des Herrn
und alle Könige der Erde deine Herrlichkeit.
16 Οταν ο Κυριος οικοδομηση την Σιων θελει φανη εν τη δοξα αυτου.
17 Denn der Herr baut Zion wieder auf
und erscheint in all seiner Herrlichkeit.
17 Θελει επιβλεψει επι την προσευχην των εγκαταλελειμμενων και δεν θελει καταφρονησει την δεησιν αυτων.
18 Er wendet sich dem Gebet der Verlassenen zu,
ihre Bitten verschmäht er nicht.
18 Τουτο θελει γραφθη δια την γενεαν την επερχομενην? και ο λαος, οστις θελει δημιουργηθη, θελει αινει τον Κυριον.
19 Dies sei aufgeschrieben für das kommende Geschlecht,
damit das Volk, das noch erschaffen wird, den Herrn lobpreise.
19 Διοτι εκυψεν εκ του υψους του αγιαστηριου αυτου, εξ ουρανου επεβλεψεν ο Κυριος επι την γην,
20 Denn der Herr schaut herab aus heiliger Höhe,
vom Himmel blickt er auf die Erde nieder;
20 δια να ακουση τον στεναγμον των δεσμιων, δια να λυση τους καταδεδικασμενους εις θανατον?
21 er will auf das Seufzen der Gefangenen hören
und alle befreien, die dem Tod geweiht sind,
21 δια να κηρυττωσιν εν Σιων το ονομα του Κυριου και την αινεσιν αυτου εν Ιερουσαλημ,
22 damit sie den Namen des Herrn auf dem Zion verkünden
und sein Lob in Jerusalem,
22 οταν συναχθωσιν ομου οι λαοι και αι βασιλειαι, δια να δουλευσωσι τον Κυριον.
23 wenn sich dort Königreiche und Völker versammeln,
um den Herrn zu verehren.
23 Ηδυνατισεν εν τη οδω την ισχυν μου? συνετεμε τας ημερας μου.
24 Er hat meine Kraft auf dem Weg gebrochen,
er hat meine Tage verkürzt.
24 Εγω ειπα, μη με αρπασης, Θεε μου, εν τω ημισει των ημερων μου? τα ετη σου ειναι εις γενεας γενεων.
25 Darum sage ich: Raff mich nicht weg in der Mitte des Lebens,
mein Gott, dessen Jahre Geschlecht um Geschlecht überdauern!
25 Κατ' αρχας συ, Κυριε, την γην εθεμελιωσας, και εργα των χειρων σου ειναι οι ουρανοι.
26 Vorzeiten hast du der Erde Grund gelegt,
die Himmel sind das Werk deiner Hände.
26 Αυτοι θελουσιν απολεσθη, συ δε διαμενεις? και παντες ως ιματιον θελουσι παλαιωθη? ως περιενδυμα θελεις τυλιξει αυτους, και θελουσιν αλλαχθη?
27 Sie werden vergehen, du aber bleibst;
sie alle zerfallen wie ein Gewand; du wechselst sie wie ein Kleid
und sie schwinden dahin.
27 συ ομως εισαι ο αυτος, και τα ετη σου δεν θελουσιν εκλειψει.
28 Du aber bleibst, der du bist,
und deine Jahre enden nie.
28 Οι υιοι των δουλων σου θελουσι κατοικει, και το σπερμα αυτων θελει διαμενει ενωπιον σου.
29 Die Kinder deiner Knechte werden (in Sicherheit) wohnen,
ihre Nachkommen vor deinem Antlitz bestehen.