Scrutatio

Lunedi, 29 aprile 2024 - Santa Caterina da Siena ( Letture di oggi)

Proverbi 23


font
NOVA VULGATAGREEK BIBLE
1 Quando sederis, ut comedas cum principe,
diligenter attende, quae apposita sunt ante faciem tuam,
1 Οταν καθησης να φαγης μετα αρχοντος, παρατηρει επιμελως τα παρατιθεμενα εμπροσθεν σου?
2 et statue cultrum in gutture tuo,
si avidus es.
2 και βαλε μαχαιραν εις τον λαιμον σου, εαν ησαι αδηφαγος?
3 Ne desideres de cibis eius,
quia est panis mendacii.
3 μη επιθυμει τα εδεσματα αυτου? διοτι ταυτα ειναι τροφη δολιοτητος.
4 Noli laborare, ut diteris,
sed in prudentia tua acquiesce.
4 Μη μεριμνα δια να γεινης πλουσιος? απεχε απο της σοφιας σου.
5 Si erigas oculos tuos ad opes, iam non sunt;
quia facient sibi pennas quasi aquilae et volabunt in caelum.
5 Θελεις επιστησει τους οφθαλμους σου εις το μη υπαρχον; διοτι ο πλουτος κατασκευαζει βεβαιως εις εαυτον πτερυγας ως αετου και πετα προς τον ουρανον.
6 Ne comedas cum homine invido
et ne desideres cibos eius;
6 Μη τρωγε τον αρτον του φθονερου, μηδε επιθυμει τα εδεσματα αυτου?
7 quoniam sicut aestimavit in animo suo,
ita ipse est.
“ Comede et bibe ” dicet tibi,
et mens eius non est tecum.
7 διοτι καθως φρονει εν τη ψυχη αυτου, τοιουτος ειναι? φαγε και πιε, λεγει προς σε? αλλ' η καρδια αυτου δεν ειναι μετα σου.
8 Buccellam, quam comederas, evomes
et perdes pulchros sermones tuos.
8 Το ψωμιον, το οποιον εφαγες, θελεις εξεμεσει και θελεις χασει τας γλυκειας συνομιλιας σου.
9 In auribus insipientium ne loquaris,
quia despicient doctrinam eloquii tui.
9 Μη λαλει εις τα ωτα του αφρονος? διοτι θελει καταφρονησει την σοφιαν των λογων σου.
10 Ne attingas terminos viduae
et agrum pupillorum ne introeas:
10 Μη μετακινει ορια αρχαια? και μη εισελθης εις τους αγρους των ορφανων?
11 redemptor enim illorum fortis est,
et ipse iudicabit contra te causam illorum.
11 διοτι ο Λυτρωτης αυτων ειναι ισχυρος? αυτος θελει εκδικασει την δικην αυτων εναντιον σου.
12 Introduc ad doctrinam cor tuum
et aures tuas ad verba scientiae.
12 Προσκολλησον την καρδιαν σου εις την παιδειαν και τα ωτα σου εις τους λογους της γνωσεως.
13 Noli subtrahere a puero disciplinam;
si enim percusseris eum virga, non morietur:
13 Μη φειδου να παιδευης το παιδιον? διοτι εαν κτυπησης αυτο δια της ραβδου, δεν θελει αποθανει?
14 tu virga percuties eum
et animam eius de inferno liberabis.
14 συ κτυπων αυτο δια της ραβδου, θελεις ελευθερωσει την ψυχην αυτου εκ του αδου.
15 Fili mi, si sapiens fuerit cor tuum,
gaudebit tecum et cor meum,
15 Υιε μου, εαν η καρδια σου γεινη σοφη, θελει ευφραινεσθαι και η καρδια εμου?
16 et exsultabunt renes mei,
cum locuta fuerint rectum labia tua.
16 και τα νεφρα μου θελουσιν αγαλλεσθαι, οταν τα χειλη σου λαλωσιν ορθα.
17 Non aemuletur cor tuum peccatores,
sed in timore Domini esto tota die,
17 Ας μη ζηλευη η καρδια σου τους αμαρτωλους? αλλ' εσο εν τω φοβω του Κυριου ολην την ημεραν?
18 quia est tibi posteritas,
et praestolatio tua non auferetur.
18 διοτι βεβαιως ειναι αμοιβη, και η ελπις σου δεν θελει εκκοπη.
19 Audi, fili mi, et esto sapiens
et dirige in via animum tuum.
19 Ακουε συ, υιε μου, και γινου σοφος, και κατευθυνε την καρδιαν σου εις την οδον.
20 Noli esse in conviviis potatorum
nec in comissationibus carnis,
20 Μη εσο μεταξυ οινοποτων, μεταξυ κρεοφαγων ασωτων?
21 quia vacantes potibus et comissatores consumentur,
et vestietur pannis dormitatio.
21 διοτι ο μεθυσος και ο ασωτος θελουσι πτωχευσει? και ο υπνωδης θελει ενδυθη ρακη.
22 Audi patrem tuum, qui genuit te,
et ne contemnas, cum senuerit mater tua.
22 Υπακουε εις τον πατερα σου, οστις σε εγεννησε? και μη καταφρονει την μητερα σου, οταν γηραση.
23 Veritatem eme et noli vendere;
sapientiam eme et doctrinam et intellegentiam.
23 Αγοραζε την αληθειαν και μη πωλει? την σοφιαν και την παιδειαν και την συνεσιν.
24 Exsultat gaudio pater iusti;
qui sapientem genuit, laetabitur in eo;
24 Ο πατηρ του δικαιου θελει χαρη σφοδρα? και οστις γεννα σοφον υιον, θελει ευφραινεσθαι εις αυτον.
25 gaudeat pater tuus et mater tua,
et exsultet, quae genuit te.
25 Ο πατηρ σου και η μητηρ σου θελουσιν ευφραινεσθαι? μαλιστα εκεινη, ητις σε εγεννησε, θελει χαιρει.
26 Praebe, fili mi, cor tuum mihi,
et oculi tui vias meas custodiant.
26 Υιε μου, δος την καρδιαν σου εις εμε, και ας προσεχωσιν οι οφθαλμοι σου εις τας οδους μου?
27 Fovea enim profunda est meretrix,
et puteus angustus aliena,
27 διοτι η πορνη ειναι λακκος βαθυς? και η αλλοτρια γυνη στενον φρεαρ.
28 nam insidiatur ipsa in via quasi latro
et iniquos in hominibus addet.
28 Αυτη προσετι ενεδρευει ως ληστης και πληθυνει τους παραβατας μεταξυ των ανθρωπων.
29 Cui “ Vae ”? Cui “ Eheu ”?
Cui rixae? Cui querela?
Cui sine causa vulnera? Cui suffusio oculorum?
29 Εις τινα ειναι ουαι; εις τινα στεναγμοι; εις τινα εριδες; εις τινα ματαιολογιαι; εις τινα κτυπηματα ανευ αιτιας; εις τινα φλογωσις οφθαλμων;
30 His, qui commorantur in vino
et eunt, ut scrutentur mixtum.
30 Εις τους εγχρονιζοντας εν τω οινω? εις εκεινους οιτινες διαγουσιν ανιχνευοντες οινοποσιας.
31 Ne intuearis vinum, quando flavescit,
cum splenduerit in calice color eius:
ingreditur blande,
31 Μη θεωρει τον οινον οτι κοκκινιζει, οτι διδει το χρωμα αυτου εις το ποτηριον, οτι καταβαινει ευαρεστως.
32 sed in novissimo mordebit ut coluber
et sicut regulus vulnerat.
32 Εν τω τελει αυτου δακνει ως οφις και κεντρονει ως βασιλισκος?
33 Oculi tui videbunt extranea,
et cor tuum loquetur perversa;
33 Οι οφθαλμοι σου θελουσι κυτταξει αλλοτριας γυναικας, και η καρδια σου θελει λαλησει αισχρα?
34 et eris sicut dormiens in medio mari
et quasi sopitus ad malum navis:
34 και θελεις εισθαι ως κοιμωμενος εν μεσω θαλασσης, και ως κοιτωμενος επι κορυφης, καταρτιου?
35 “ Verberaverunt me, sed non dolui,
percusserunt me, et ego non sensi;
quando evigilabo et rursus illud requiram? ”.
35 με ετυπτον, θελεις ειπει, και δεν επονεσα? με εδειραν, και δεν ησθανθην? ποτε θελω εγερθη, δια να υπαγω να ζητησω αυτον παλιν;