Sprichwörter 1
12345678910111213141516171819202122232425262728293031
Gen
Ex
Lev
Num
Dtn
Jos
Ri
Rut
1Sam
2Sam
1Kön
2Kön
1Chr
2Chr
Esra
Neh
Tob
Jdt
Est
1Makk
2Makk
Ijob
Ps
Spr
Koh
Hld
Weish
Sir
Jes
Jer
Klgl
Bar
Ez
Dan
Hos
Joel
Am
Obd
Jona
Mi
Nah
Hab
Zef
Hag
Sach
Mal
Mt
Mk
Lk
Joh
Apg
Röm
1Kor
2Kor
Gal
Eph
Phil
Kol
1Thess
2Thess
1Tim
2Tim
Tit
Phlm
Hebr
Jak
1Petr
2Petr
1Joh
2Joh
3Joh
Jud
Offb
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
EINHEITSUBERSETZUNG BIBEL | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Sprichwörter Salomos, des Sohnes Davids, des Königs von Israel: | 1 Παροιμιαι Σολομωντος, υιου του Δαβιδ, βασιλεως του Ισραηλ, |
2 um Weisheit zu lernen und Zucht, um kundige Rede zu verstehen, | 2 δια να γνωριση τις σοφιαν και παιδειαν, δια να νοηση λογους φρονησεως, |
3 um Zucht und Verständnis zu erlangen, Gerechtigkeit, Rechtssinn und Redlichkeit, | 3 δια να λαβη διδασκαλιαν συνεσεως, δικαιοσυνης και κρισεως και ευθυτητος, |
4 um Unerfahrenen Klugheit zu verleihen, der Jugend Kenntnis und Umsicht. | 4 δια να δωση νοησιν εις τους απλους, και εις τον νεον μαθησιν και διαγνωσιν. |
5 Der Weise höre und vermehre sein Wissen, der Verständige lerne kluge Führung, | 5 Ο σοφος ακουων θελει γεινει σοφωτερος, και ο νοημων θελει αποκτησει επιστημην κυβερνησεως? |
6 um Sinnspruch und Gleichnis zu verstehen, die Worte und Rätsel der Weisen. | 6 ωστε να εννοη παροιμιαν και σκοτεινον λογον, ρησεις σοφων και αινιγματα αυτων. |
7 Gottesfurcht ist Anfang der Erkenntnis, nur Toren verachten Weisheit und Zucht. | 7 Αρχη σοφιας φοβος Κυριου? οι αφρονες καταφρονουσι την σοφιαν και την διδασκαλιαν. |
8 Höre, mein Sohn, auf die Mahnung des Vaters und die Lehre deiner Mutter verwirf nicht! | 8 Ακουε, υιε μου, την διδασκαλιαν του πατρος σου, και μη απορριψης τον νομον της μητρος σου. |
9 Sie sind ein schöner Kranz auf deinem Haupt und eine Kette für deinen Hals. | 9 Διοτι ταυτα θελουσιν εισθαι στεφανος χαριτων εις την κορυφην σου και περιδεραιον περι τον τραχηλον σου. |
10 Mein Sohn, wenn dich Sünder locken, dann folg ihnen nicht, | 10 Υιε μου, εαν θελησωσιν οι αμαρτωλοι να σε δελεασωσι, μη θελησης? |
11 wenn sie sagen: Geh mit uns, wir wollen darauf lauern, Blut zu vergießen, ohne Grund dem Arglosen nachzustellen; | 11 εαν ειπωσιν, Ελθε μεθ' ημων, ας ενεδρευσωμεν δι' αιμα, ας επιβουλευθωμεν αναιτιως τον αθωον, |
12 wie die Unterwelt wollen wir sie lebendig verschlingen, Männer in ihrer Kraft, als wären sie dem Grab verfallen. | 12 Ας καταπιωμεν αυτους ζωντας, ως ο αδης, και ολοκληρους ως τους καταβαινοντας εις τον λακκον? |
13 Manch kostbares Stück werden wir finden, mit Beute unsere Häuser füllen. | 13 θελομεν ευρει παν πολυτιμον αγαθον, θελομεν γεμισει τους οικους ημων απο λαφυρων? |
14 Wirf dein Los in unserm Kreis, gemeinsam sei uns der Beutel. | 14 θες τον κληρον σου μεταξυ ημων, εν βαλαντιον ας ηναι εις παντας ημας? |
15 Mein Sohn, geh nicht mit ihnen, halte deinen Fuß fern von ihrem Pfad! | 15 υιε μου, μη περιπατησης εν οδω μετ' αυτων? απεχε τον ποδα σου απο των τριβων αυτων? |
16 Denn ihre Füße laufen dem Bösen nach, sie eilen, Blut zu vergießen. | 16 διοτι οι ποδες αυτων τρεχουσιν εις το κακον, και σπευδουσιν εις το να χυσωσιν αιμα. |
17 Umsonst wird das Netz ausgespannt vor den Augen aller Vögel; | 17 Διοτι ματαιως εξαπλονεται δικτυον εμπροσθεν των οφθαλμων παντος πτερωτου. |
18 sie aber lauern auf ihr eigenes Blut, sie trachten sich selbst nach dem Leben. | 18 Διοτι ουτοι ενεδρευουσι κατα του ιδιου αυτων αιματος, επιβουλευονται τας εαυτων ψυχας? |
19 So enden alle, die sich durch Raub bereichern: Wer ihn an sich nimmt, dem raubt er das Leben. | 19 Τοιαυται ειναι αι οδοι παντος πλεονεκτου? η πλεονεξια αφαιρει την ζωην των κυριευομενων υπ' αυτης. |
20 Die Weisheit ruft laut auf der Straße, auf den Plätzen erhebt sie ihre Stimme. | 20 Η σοφια φωναζει εξω, εκπεμπει την φωνην αυτης εν ταις πλατειαις? |
21 Am Anfang der Mauern predigt sie, an den Stadttoren hält sie ihre Reden: | 21 Κραζει επι κεφαλης των αγορων, εν ταις εισοδοις των πυλων? απαγγελλει τους λογους αυτης δια της πολεως, λεγουσα, |
22 Wie lang noch, ihr Törichten, liebt ihr Betörung, gefällt den Zuchtlosen ihr dreistes Gerede, hassen die Toren Erkenntnis? | 22 Εως ποτε, μωροι, θελετε αγαπα την μωριαν, και οι χλευασται θελουσιν ηδυνεσθαι εις τους χλευασμους αυτων, και οι αφρονες θελουσι μισει την γνωσιν; |
23 Wendet euch meiner Mahnung zu! Dann will ich auf euch meinen Geist ausgießen und meine Worte euch kundtun. | 23 Επιστρεψατε προς τους ελεγχους μου? ιδου, εγω θελω εκχεει το πνευμα μου εφ' υμας, θελω σας καμει να νοησητε τους λογους μου. |
24 Als ich rief, habt ihr euch geweigert, meine drohende Hand hat keiner beachtet; | 24 Επειδη εγω εκραζον, και σεις δεν υπηκουετε? εξετεινον την χειρα μου, και ουδεις προσειχεν? |
25 jeden Rat, den ich gab, habt ihr ausgeschlagen, meine Mahnung gefiel euch nicht. | 25 Αλλα κατεφρονειτε πασας τας συμβουλας μου και τους ελεγχους μου δεν εδεχεσθε? |
26 Darum werde auch ich lachen, wenn euch Unglück trifft, werde spotten, wenn Schrecken über euch kommt, | 26 δια τουτο και εγω θελω επιγελασει εις τον ολεθρον σας? θελω καταχαρη, οταν επελθη ο φοβος σας. |
27 wenn der Schrecken euch wie ein Unwetter naht und wie ein Sturm euer Unglück hereinbricht, wenn Not und Drangsal euch überfallen. | 27 Οταν ο φοβος σας επελθη ως ερημωσις και η καταστροφη σας εφορμηση ως ανεμοστροβιλος, οταν η θλιψις και η στενοχωρια ελθωσιν εφ' υμας? |
28 Dann werden sie nach mir rufen, doch ich höre nicht; sie werden mich suchen, aber nicht finden. | 28 τοτε θελουσι με επικαλεσθη, αλλα δεν θελω αποκριθη? επιμονως θελουσι με εκζητησει, αλλα δεν θελουσι με ευρει. |
29 Weil sie die Einsicht hassten und nicht die Gottesfurcht wählten, | 29 Διοτι εμισησαν την γνωσιν και τον φοβον του Κυριου δεν εξελεξαν? |
30 meinen Rat nicht wollten, meine ganze Mahnung missachteten, | 30 δεν ηθελησαν τας συμβουλας μου? κατεφρονησαν παντας τους ελεγχους μου? |
31 sollen sie nun essen von der Frucht ihres Tuns und von ihren Plänen sich sättigen. | 31 δια τουτο θελουσι φαγει απο των καρπων της οδου αυτων και θελουσι χορτασθη απο των κακοβουλιων αυτων. |
32 Denn die Abtrünnigkeit der Haltlosen ist ihr Tod, die Sorglosigkeit der Toren ist ihr Verderben. | 32 Διοτι η αποστασια των μωρων θελει θανατωσει αυτους, και η αμεριμνησια των αφρονων θελει αφανισει αυτους. |
33 Wer aber auf mich hört, wohnt in Sicherheit, ihn stört kein böser Schrecken. | 33 Οστις ομως ακουει εμου, θελει κατοικησει εν ασφαλεια? και θελει ησυχαζει, μη φοβουμενος κακον. |