Sprichwörter 5
12345678910111213141516171819202122232425262728293031
Gen
Ex
Lev
Num
Dtn
Jos
Ri
Rut
1Sam
2Sam
1Kön
2Kön
1Chr
2Chr
Esra
Neh
Tob
Jdt
Est
1Makk
2Makk
Ijob
Ps
Spr
Koh
Hld
Weish
Sir
Jes
Jer
Klgl
Bar
Ez
Dan
Hos
Joel
Am
Obd
Jona
Mi
Nah
Hab
Zef
Hag
Sach
Mal
Mt
Mk
Lk
Joh
Apg
Röm
1Kor
2Kor
Gal
Eph
Phil
Kol
1Thess
2Thess
1Tim
2Tim
Tit
Phlm
Hebr
Jak
1Petr
2Petr
1Joh
2Joh
3Joh
Jud
Offb
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
EINHEITSUBERSETZUNG BIBEL | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Mein Sohn, merk auf meinen weisen Rat, neige meiner Einsicht dein Ohr zu, | 1 Υιε μου, προσεχε εις την σοφιαν μου, κλινον το ωτιον σου εις την συνεσιν μου? |
2 damit du Besonnenheit bewahrst und deine Lippen auf Klugheit achten. | 2 δια να τηρης φρονησιν και τα χειλη σου να φυλαττωσι γνωσιν. |
3 Denn die Lippen der fremden Frau triefen von Honig, glatter als Öl ist ihr Mund. | 3 Διοτι τα χειλη της αλλοτριας γυναικος σταζουσιν ως κηρηθρα μελιτος, και ο ουρανισκος αυτης ειναι μαλακωτερος ελαιου? |
4 Doch zuletzt ist sie bitter wie Wermut, scharf wie ein zweischneidiges Schwert. | 4 το τελος ομως αυτης ειναι πικρον ως αψινθιον, οξυ ως μαχαιρα διστομος. |
5 Ihre Füße steigen zur Totenwelt hinab, ihre Schritte gehen der Unterwelt zu. | 5 Οι ποδες αυτης καταβαινουσιν εις θανατον? τα βηματα αυτης καταντωσιν εις τον αδην. |
6 Den ebenen Pfad zum Leben verfehlt sie, sie geht krumme Wege und merkt es nicht. | 6 δια να μη γνωρισης την οδον της ζωης, αι πορειαι αυτης ειναι αστατοι και ουχι ευδιαγνωστοι. |
7 Nun denn, ihr Söhne, hört auf mich, weicht nicht ab von den Worten, die mein Mund spricht. | 7 Ακουσατε μου λοιπον τωρα, τεκνα, και μη αποστραφητε τους λογους του στοματος μου. |
8 Halte deinen Weg von ihr fern, komm ihrer Haustür nicht nahe! | 8 Απομακρυνον την οδον σου απ' αυτης, και μη πλησιασης εις την θυραν του οικου αυτης, |
9 Sonst schenkst du andern deine Kraft, deine Jahre einem Rücksichtslosen; | 9 δια να μη δωσης την τιμην σου εις αλλους και τα ετη σου εις τους ανελεημονας? |
10 sonst sättigen sich Fremde an deinem Besitz, die Frucht deiner Arbeit kommt in das Haus eines andern | 10 δια να μη χορτασθωσι ξενοι απο της περιουσιας σου και οι κοποι σου ελθωσιν εις οικον αλλοτριου, |
11 und am Ende wirst du stöhnen, wenn dein Leib und dein Fleisch dahinsiechen. | 11 και συ στεναζης εις τα εσχατα σου, οταν η σαρξ σου και το σωμα σου καταναλωθωσι, |
12 Dann wirst du bekennen: Weh mir, ich habe die Zucht gehasst, mein Herz hat die Warnung verschmäht; | 12 και λεγης, Πως εμισησα την παιδειαν, και η καρδια μου κατεφρονησε τους ελεγχους, |
13 ich habe nicht auf die Stimme meiner Erzieher gehört, mein Ohr nicht meinen Lehrern zugeneigt. | 13 και δεν υπηκουσα εις την φωνην των διδασκοντων με, ουδε εκλινα το ωτιον μου εις τους νουθετουντας με. |
14 Fast hätte mich alles Unheil getroffen in der Versammlung und in der Gemeinde. | 14 Παρ' ολιγον επεσον εις παν κακον, εν μεσω της συναξεως και της συναγωγης. |
15 Trink Wasser aus deiner eigenen Zisterne, Wasser, das aus deinem Brunnen quillt. | 15 Πινε υδατα εκ της δεξαμενης σου και πηγαζοντα εκ του φρεατος σου? |
16 Sollen deine Quellen auf die Straße fließen, auf die freien Plätze deine Bäche? | 16 Ας εκχεωνται εξω αι πηγαι σου, και τα ρυακια των υδατων σου εις τας πλατειας? |
17 Dir allein sollen sie gehören, kein Fremder soll teilen mit dir. | 17 σου μονου ας ηναι αυτα, και ουχι ξενων μετα σου? |
18 Dein Brunnen sei gesegnet; freu dich der Frau deiner Jugendtage, | 18 η πηγη σου ας ηναι ευλογημενη? και ευφραινου μετα της γυναικος της νεοτητος σου. |
19 der lieblichen Gazelle, der anmutigen Gämse! Ihre Liebkosung mache dich immerfort trunken, an ihrer Liebe berausch dich immer wieder! | 19 Ας ηναι εις σε ως ελαφος ερασμια και δορκας κεχαριτωμενη? ας σε ποτιζωσιν οι μαστοι αυτης εν παντι καιρω? ευφραινου παντοτε εις την αγαπην αυτης. |
20 Warum solltest du dich an einer Fremden berauschen, den Busen einer andern umfangen? | 20 Και δια τι, υιε μου, θελεις θελγεσθαι υπο ξενης και θελεις εναγκαλιζεσθαι κολπον αλλοτριας; |
21 Denn der Weg eines jeden liegt offen vor den Augen des Herrn, er achtet auf alle seine Pfade. | 21 Διοτι του ανθρωπου αι οδοι ειναι ενωπιον των οφθαλμων του Κυριου, και σταθμιζει πασας τας πορειας αυτου. |
22 Der Frevler verfängt sich in der eigenen Schuld, die Stricke seiner Sünde halten ihn fest. | 22 Αι ιδιαι αυτου ανομιαι θελουσι συλλαβει τον ασεβη, και με τα σχοινια της αμαρτιας αυτου θελει σφιγγεσθαι. |
23 Er stirbt aus Mangel an Zucht, wegen seiner großen Torheit stürzt er ins Verderben. | 23 Ουτος θελει αποθανει απαιδευτος και εκ του πληθους της αφροσυνης αυτου θελει περιπλανασθαι. |