Scrutatio

Lunedi, 29 aprile 2024 - Santa Caterina da Siena ( Letture di oggi)

Proverbi 6


font
NOVA VULGATAGREEK BIBLE
1 Fili mi, si spoponderis pro amico tuo,
defixisti apud extraneum manum tuam;
1 Υιε μου, εαν εγεινας εγγυητης δια τον φιλον σου, εαν εδωκας την χειρα σου εις ξενον,
2 illaqueatus es verbis oris tui
et captus propriis sermonibus.
2 επαγιδευθης δια των λογων του στοματος σου, επιασθης δια των λογων του στοματος σου?
3 Fac ergo, quod dico, fili mi, et temetipsum libera,
quia incidisti in manum proximi tui;
discurre, prosternere, insta amico tuo.
3 Καμε λοιπον τουτο, υιε μου, και σωζου, επειδη ηλθες εις τας χειρας του φιλου σου? υπαγε, μη αποκαμης, και βιαζε τον φιλον σου.
4 Ne dederis somnum oculis tuis
nec palpebris tuis dormitationem.
4 Μη δωσης υπνον εις τους οφθαλμους σου, μηδε νυσταγμον εις τα βλεφαρα σου?
5 Eruere quasi dammula de rete,
et quasi avis de manu aucupis.
5 Σωζου, ως δορκαδιον εκ χειρος του κυνηγου και ως πτηνον εκ χειρος του ιξευτου.
6 Vade ad formicam, o piger,
et considera vias eius et disce sapientiam.
6 Υπαγε προς τον μυρμηκα, ω οκνηρε? παρατηρησον τας οδους αυτου και γινου σοφος?
7 Quae, cum non habeat ducem
nec praeceptorem nec principem,
7 οστις μη εχων αρχοντα, επιστατην η κυβερνητην,
8 parat in aestate cibum sibi
et congregat in messe, quod comedat.
8 ετοιμαζει την τροφην αυτου το θερος, συναγει τας τροφας αυτου εν τω θερισμω.
9 Usquequo, piger, dormies?
Quando consurges e somno tuo?
9 Εως ποτε θελεις κοιμασθαι, οκνηρε; ποτε θελεις σηκωθη εκ του υπνου σου;
10 Paululum dormis, paululum dormitas,
paululum conseres manus, ut dormias;
10 Ολιγος υπνος, ολιγος νυσταγμος, ολιγη συμπλοκη των χειρων εις τον υπνον?
11 et veniet tibi quasi viator egestas,
et pauperies quasi vir armatus.
11 Επειτα η πτωχεια σου ερχεται ως ταχυδρομος, και η ενδεια σου ως ανηρ ενοπλος.
12 Homo iniquus, vir inutilis,
graditur ore perverso;
12 Ο αχρειος ανθρωπος, ο κακοτροπος ανθρωπος, περιπατει με στομα διεστραμμενον?
13 annuit oculis, terit pede,
digito loquitur.
13 Καμνει νευμα δια των οφθαλμων αυτου, σημαινει δια των ποδων αυτου, διδασκει δια των δακτυλων αυτου?
14 Prava in corde suo machinatur,
malum in omni tempore, iurgia seminat.
14 μετα διεστραμμενης καρδιας μηχαναται κακα εν παντι καιρω? εγειρει εριδας?
15 Ideo extemplo veniet perditio sua,
et subito conteretur nec habebit medicinam.
15 δια τουτο εξαιφνης θελει επελθει η απωλεια αυτου? εξαιφνης θελει συντριφθη ανιατως.
16 Sex sunt, quae odit Dominus,
et septem detestatur anima eius:
16 Ταυτα τα εξ μισει ο Κυριος, επτα μαλιστα βδελυττεται η ψυχη αυτου?
17 oculos sublimes, linguam mendacem,
manus effundentes innoxium sanguinem,
17 οφθαλμους υπερηφανους, γλωσσαν ψευδη και χειρας εκχεουσας αιμα αθωον,
18 cor machinans cogitationes pravas,
pedes veloces ad currendum in malum,
18 καρδιαν μηχανευομενην λογισμους κακους, ποδας τρεχοντας ταχεως εις το κακοποιειν,
19 proferentem mendacia, testem fallacem
et eum, qui seminat inter fratres discordias.
19 μαρτυρα ψευδη λαλουντα ψευδος και τον εμβαλλοντα εριδας μεταξυ αδελφων.
20 Conserva, fili mi, praecepta patris tui
et ne reicias legem matris tuae;
20 Υιε μου, φυλαττε την εντολην του πατρος σου, και μη απορριψης τον νομον της μητρος σου.
21 liga ea in corde tuo iugiter
et circumda gutturi tuo.
21 Περιαψον αυτα διαπαντος επι της καρδιας σου, περιδεσον αυτα περι τον τραχηλον σου.
22 Cum ambulaveris, dirigent te,
cum dormieris, custodient te
et, cum evigilaveris, colloquentur tecum.
22 Οταν περιπατης, θελει σε οδηγει? οταν κοιμασαι, θελει σε φυλαττει? και οταν εξυπνησης, θελει συνομιλει μετα σου.
23 Quia mandatum lucerna est, et lex lux,
et via vitae increpatio disciplinae,
23 Διοτι λυχνος ειναι η εντολη και φως ο νομος, και οι ελεγχοι της παιδειας οδος ζωης?
24 ut custodiant te a muliere mala
et a blanda lingua extraneae;
24 δια να σε φυλαττωσιν απο κακης γυναικος, απο κολακειας γλωσσης γυναικος αλλοτριας.
25 non concupiscat pulchritudinem eius cor tuum,
nec capiaris nutibus illius:
25 Μη ορεχθης το καλλος αυτης εν τη καρδια σου? και ας μη σε θηρευση δια των βλεφαρων αυτης.
26 pretium enim scorti vix est torta panis,
mulier autem viri pretiosam animam capit.
26 Διοτι εξ αιτιας γυναικος πορνης καταντα τις εως τμηματος αρτου, η δε μοιχαλις θηρευει την πολυτιμον ψυχην.
27 Numquid potest homo abscondere ignem in sinu suo,
et vestimenta illius non ardebunt?
27 Δυναται τις να βαλη πυρ εις τον κολπον αυτου, και τα ιματια αυτου να μη καωσι;
28 Aut ambulare super prunas,
et non comburentur plantae eius?
28 Δυναται τις να περιπατηση επ' ανθρακων πυρος, και οι ποδες αυτου να μη κατακαωσιν;
29 Sic qui ingreditur ad mulierem proximi sui;
non erit mundus, quicumque tetigerit eam.
29 Ουτω και ο εισερχομενος προς την γυναικα του πλησιον αυτου? οστις εγγιζει αυτην, δεν θελει αθωωθη.
30 Non contemptui erit fur, cum furatus fuerit,
ut esurientem impleat animam.
30 Τον κλεπτην δεν αποστρεφονται, εαν κλεπτη δια να χορταση την ψυχην αυτου, οταν πεινα?
31 Deprehensus quoque reddet septuplum
et omnem substantiam domus suae tradet.
31 αλλ' εαν πιασθη, θελει αποδωσει επταπλασια? θελει δωσει παντα τα υπαρχοντα της οικιας αυτου.
32 Qui autem adulter est cum muliere, vecors est;
perdet animam suam, qui hoc fecerit.
32 Οστις ομως μοιχευει με γυναικα, ειναι ενδεης φρενων? απωλειαν φερει εις την ψυχην αυτου, οστις πραττει τουτο.
33 Plagam et ignominiam congregat sibi,
et opprobrium illius non delebitur.
33 Πληγας και ατιμιαν θελει υποφερει? και το ονειδος αυτου δεν θελει εξαλειφθη.
34 Quia zelus est furor viri,
et non parcet in die vindictae
34 Διοτι η ζηλοτυπια ειναι μανια του ανδρος, και δεν θελει δειξει ελεος εις την ημεραν της εκδικησεως.
35 nec accipiet personam tuam in piaculum
nec suscipiet dona plurima.
35 Δεν θελει δεχθη ουδεν λυτρον? ουδε θελει εξιλεωθη, και αν πολλαπλασιασης τα δωρα.