Scrutatio

Lunedi, 29 aprile 2024 - Santa Caterina da Siena ( Letture di oggi)

Giobbe 21


font
BIBBIA CEI 1974GREEK BIBLE
1 Giobbe rispose:

1 Και απεκριθη ο Ιωβ και ειπεν?
2 Ascoltate bene la mia parola
e sia questo almeno il conforto che mi date.
2 Ακουσατε μετα προσοχης την ομιλιαν μου, και τουτο ας ηναι αντι των παρηγοριων σας.
3 Tollerate che io parli
e, dopo il mio parlare, deridetemi pure.
3 Υποφερετε με να λαλησω? και αφου λαλησω, εμπαιζετε.
4 Forse io mi lamento di un uomo?
E perché non dovrei perder la pazienza?
4 Μη εις ανθρωπον παραπονουμαι εγω; δια τι λοιπον να μη ταραχθη το πνευμα μου;
5 Statemi attenti e resterete stupiti,
mettetevi la mano sulla bocca.
5 Εμβλεψατε εις εμε και θαυμασατε, και βαλετε χειρα επι στοματος.
6 Se io ci penso, ne sono turbato
e la mia carne è presa da un brivido.
6 Μονον να ενθυμηθω, ταραττομαι, και τρομος κυριευει την σαρκα μου.
7 Perché vivono i malvagi,
invecchiano, anzi sono potenti e gagliardi?
7 Δια τι οι ασεβεις ζωσι, γηρασκουσι, μαλιστα ακμαζουσιν εις πλουτη;
8 La loro prole prospera insieme con essi,
i loro rampolli crescono sotto i loro occhi.
8 Το σπερμα αυτων στερεουται εμπροσθεν αυτων μετ' αυτων, και τα εκγονα αυτων εμπροσθεν των οφθαλμων αυτων.
9 Le loro case sono tranquille e senza timori;
il bastone di Dio non pesa su di loro.
9 Αι οικιαι αυτων ειναι ασφαλεις απο φοβου? και ραβδος Θεου δεν ειναι επ' αυτους.
10 Il loro toro feconda e non falla,
la vacca partorisce e non abortisce.
10 Ο βους αυτων συλλαμβανει και δεν αποτυγχανει? η δαμαλις αυτων τικτει και δεν αποβαλλει.
11 Mandano fuori, come un gregge, i loro ragazzi
e i loro figli saltano in festa.
11 Απολυουσι τα τεκνα αυτων ως προβατα, και τα παιδια αυτων σκιρτωσι.
12 Cantano al suono di timpani e di cetre,
si divertono al suono delle zampogne.
12 Λαμβανουσι το τυμπανον και την κιθαραν και ευφραινονται εις τον ηχον του οργανου.
13 Finiscono nel benessere i loro giorni
e scendono tranquilli negli inferi.
13 Διαγουσι τας ημερας αυτων εν αγαθοις και εν μια στιγμη καταβαινουσιν εις τον αδην.
14 Eppure dicevano a Dio: "Allontanati da noi,
non vogliamo conoscer le tue vie.
14 Και λεγουσι προς τον Θεον, αποστηθι αφ' ημων, διοτι δεν θελομεν να γνωρισωμεν τας οδους σου?
15 Chi è l'Onnipotente, perché dobbiamo servirlo?
E che ci giova pregarlo?".
15 τι ειναι ο Παντοδυναμος δια να δουλευωμεν αυτον; και τι ωφελουμεθα επικαλουμενοι αυτον;
16 Non hanno forse in mano il loro benessere?
Il consiglio degli empi non è lungi da lui?
16 Ιδου, τα αγαθα αυτων δεν ειναι εν τη χειρι αυτων? μακραν απ' εμου η βουλη των ασεβων.
17 Quante volte si spegne la lucerna degli empi,
o la sventura piomba su di loro,
e infliggerà loro castighi con ira?
17 Ποσακις σβυνεται ο λυχνος των ασεβων, και ερχεται η καταστροφη αυτων επ' αυτους Ο Θεος διαμοιραζει εις αυτους ωδινας εν τη οργη αυτου.
18 Diventano essi come paglia di fronte al vento
o come pula in preda all'uragano?
18 Ειναι ως αχυρον εμπροσθεν του ανεμου? και ως κονιορτος, τον οποιον αρπαζει ο ανεμοστροβιλος.
19 "Dio serba per i loro figli il suo castigo...".
Ma lo faccia pagare piuttosto a lui stesso e lo senta!
19 Ο Θεος φυλαττει την ποινην της ανομιας αυτων δια τους υιους αυτων? ανταποδιδει εις αυτους, και θελουσι γνωρισει τουτο.
20 Veda con i suoi occhi la sua rovina
e beva dell'ira dell'Onnipotente!
20 Οι οφθαλμοι αυτων θελουσιν ιδει την καταστροφην αυτων, και θελουσι πιει απο του θυμου του Παντοδυναμου.
21 Che cosa gli importa infatti della sua casa dopo
di sé,
quando il numero dei suoi mesi è finito?
21 Διοτι ο ασεβης ποιαν ηδονην εχει μεθ' εαυτον εν τω οικω αυτου, αφου κοπη εις το μεσον ο αριθμος των μηνων αυτου;
22 S'insegna forse la scienza a Dio,
a lui che giudica gli esseri di lassù?
22 Θελει διδαξει τις τον Θεον γνωσιν; και αυτος κρινει τους υψηλους.
23 Uno muore in piena salute,
tutto tranquillo e prospero;
23 Ο μεν αποθνησκει εν τω ακρω της ευδαιμονιας αυτου, ενω ειναι κατα παντα ευτυχης και ησυχος?
24 i suoi fianchi sono coperti di grasso
e il midollo delle sue ossa è ben nutrito.
24 τα πλευρα αυτου ειναι πληρη παχους, και τα οστα αυτου ποτιζονται μυελον.
25 Un altro muore con l'amarezza in cuore
senza aver mai gustato il bene.
25 Ο δε αποθνησκει εν πικρια ψυχης, και ποτε δεν εφαγεν εν ευφροσυνη.
26 Nella polvere giacciono insieme
e i vermi li ricoprono.
26 Θελουσι κοιτεσθαι ομου εν τω χωματι, και σκωληκες θελουσι σκεπασει αυτους.
27 Ecco, io conosco i vostri pensieri
e gli iniqui giudizi che fate contro di me!
27 Ιδου, γνωριζω τους διαλογισμους σας, και τας πονηριας τας οποιας μηχανασθε κατ' εμου.
28 Infatti, voi dite: "Dov'è la casa del
prepotente,
dove sono le tende degli empi?".
28 Διοτι λεγετε, Που ο οικος του αρχοντος; και που η σκηνη της κατοικησεως των ασεβων;
29 Non avete interrogato quelli che viaggiano?
Non potete negare le loro prove,
29 Δεν ηρωτησατε τους διαβαινοντας την οδον; και τα σημεια αυτων δεν καταλαμβανετε;
30 che nel giorno della sciagura è risparmiato il
malvagio
e nel giorno dell'ira egli la scampa.
30 Οτι ο ασεβης φυλαττεται εις ημεραν αφανισμου, εις ημεραν οργης φερεται.
31 Chi gli rimprovera in faccia la sua condotta
e di quel che ha fatto chi lo ripaga?
31 Τις θελει φανερωσει εμπροσθεν αυτου την οδον αυτου; και τις θελει ανταποδωσει εις αυτον ο, τι αυτος επραξε;
32 Egli sarà portato al sepolcro,
sul suo tumulo si veglia
32 και αυτος θελει φερθη εις τον ταφον, και θελει διαμενει εν τω μνηματι.
33 e gli sono lievi le zolle della tomba.
Trae dietro di sé tutti gli uomini
e innanzi a sé una folla senza numero.
33 Οι βωλοι της κοιλαδος θελουσιν εισθαι γλυκεις εις αυτον, και πας ανθρωπος θελει υπαγει κατοπιν αυτου, καθως αναριθμητοι προπορευονται αυτου.
34 Perché dunque mi consolate invano,
mentre delle vostre risposte non resta che inganno?
34 Πως λοιπον με παρηγορειτε ματαιως, αφου εις τας αποκρισεις σας μενει ψευδος;