Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Psalmen 107


font
EINHEITSUBERSETZUNG BIBELGREEK BIBLE
1 Danket dem Herrn, denn er ist gütig,
denn seine Huld währt ewig.
1 Δοξολογειτε τον Κυριον, διοτι ειναι αγαθος, διοτι το ελεος αυτου μενει εις τον αιωνα.
2 So sollen alle sprechen, die vom Herrn erlöst sind,
die er von den Feinden befreit hat.
2 Ας λεγωσιν ουτως οι λελυτρωμενοι του Κυριου, τους οποιους ελυτρωσεν εκ χειρος του εχθρου?
3 Denn er hat sie aus den Ländern gesammelt,
vom Aufgang und Niedergang, vom Norden und Süden.
3 και συνηγαγεν αυτους εκ των χωρων, απο ανατολης και δυσεως απο βορρα και απο νοτου.
4 Sie, die umherirrten in der Wüste, im Ödland,
und den Weg zur wohnlichen Stadt nicht fanden,
4 Περιεπλανωντο εν τη ερημω, εν οδω ανυδρω? ουδε ευρισκον πολιν δια κατοικησιν.
5 die Hunger litten und Durst,
denen das Leben dahinschwand,
5 Ησαν πεινωντες και διψωντες? η ψυχη αυτων απεκαμνεν εν αυτοις.
6 die dann in ihrer Bedrängnis schrien zum Herrn,
die er ihren Ängsten entriss
6 Τοτε εβοησαν προς τον Κυριον εν τη θλιψει αυτων? και ηλευθερωσεν αυτους απο των αναγκων αυτων.
7 und die er führte auf geraden Wegen,
sodass sie zur wohnlichen Stadt gelangten:
7 Και ωδηγησεν αυτους δι' ευθειας οδου, δια να υπαγωσιν εις πολιν κατοικιας.
8 sie alle sollen dem Herrn danken für seine Huld,
für sein wunderbares Tun an den Menschen,
8 Ας υμνολογωσιν εις τον Κυριον τα ελεη αυτου και τα θαυμασια αυτου τα προς τους υιους των ανθρωπων?
9 weil er die lechzende Seele gesättigt,
die hungernde Seele mit seinen Gaben erfüllt hat.
9 Διοτι εχορτασε ψυχην διψωσαν, και ψυχην πεινωσαν ενεπλησεν απο αγαθων.
10 Sie, die saßen in Dunkel und Finsternis,
gefangen in Elend und Eisen,
10 Τους καθημενους εν σκοτει και σκια θανατου, τους δεδεμενους εν θλιψει και εν σιδηρω?
11 die den Worten Gottes getrotzt
und verachtet hatten den Ratschluss des Höchsten,
11 διοτι ηπειθησαν εις τα λογια του Θεου και την βουλην του Υψιστου κατεφρονησαν?
12 deren Herz er durch Mühsal beugte,
die stürzten und denen niemand beistand,
12 δια τουτο εταπεινωσε την καρδιαν αυτων εν κοπω? επεσον, και δεν υπηρχεν ο βοηθων.
13 die dann in ihrer Bedrängnis schrien zum Herrn,
die er ihren Ängsten entriss,
13 Τοτε εβοησαν προς τον Κυριον εν τη θλιψει αυτων, και εσωσεν αυτους απο των αναγκων αυτων?
14 die er herausführte aus Dunkel und Finsternis
und deren Fesseln er zerbrach:
14 εξηγαγεν αυτους εκ του σκοτους και εκ της σκιας του θανατου και τα δεσμα αυτων συνετριψεν.
15 sie alle sollen dem Herrn danken für seine Huld,
für sein wunderbares Tun an den Menschen,
15 Ας υμνολογωσιν εις τον Κυριον τα ελεη αυτου και τα θαυμασια αυτου τα προς τους υιους των ανθρωπων?
16 weil er die ehernen Tore zerbrochen,
die eisernen Riegel zerschlagen hat.
16 διοτι συνετριψε πυλας χαλκινας και μοχλους σιδηρους κατεκοψεν.
17 Sie, die dahinsiechten in ihrem sündhaften Treiben,
niedergebeugt wegen ihrer schweren Vergehen,
17 Οι αφρονες βασανιζονται δια τας παραβασεις αυτων και δια τας ανομιας αυτων.
18 denen vor jeder Speise ekelte,
die nahe waren den Pforten des Todes,
18 Παν φαγητον βδελυττεται η ψυχη αυτων, και πλησιαζουσιν εως των πυλων του θανατου.
19 die dann in ihrer Bedrängnis schrien zum Herrn,
die er ihren Ängsten entriss,
19 Τοτε βοωσι προς τον Κυριον εν τη θλιψει αυτων, και σωζει αυτους απο των αναγκων αυτων?
20 denen er sein Wort sandte, die er heilte
und vom Verderben befreite:
20 αποστελλει τον λογον αυτου και ιατρευει αυτους και ελευθερονει απο της φθορας αυτων.
21 sie alle sollen dem Herrn danken für seine Huld,
für sein wunderbares Tun an den Menschen.
21 Ας υμνολογωσιν εις τον Κυριον τα ελεη αυτου, και τα θαυμασια αυτου τα προς τους υιους των ανθρωπων?
22 Sie sollen ihm Dankopfer weihen,
mit Jubel seine Taten verkünden.
22 και ας θυσιαζωσι θυσιας αινεσεως και ας κηρυττωσι τα εργα αυτου εν αγαλλιασει.
23 Sie, die mit Schiffen das Meer befuhren
und Handel trieben auf den großen Wassern,
23 Οι καταβαινοντες εις την θαλασσαν με πλοια, καμνοντες εργασιας εν υδασι πολλοις,
24 die dort die Werke des Herrn bestaunten,
seine Wunder in der Tiefe des Meeres
24 αυτοι βλεπουσι τα εργα του Κυριου και τα θαυμασια αυτου τα γινομενα εις τα βαθη?
25 - Gott gebot und ließ den Sturmwind aufstehn,
der hoch die Wogen türmte -,
25 Διοτι προσταζει, και εγειρεται ανεμος καταιγιδος, και υψονει τα κυματα αυτης.
26 die zum Himmel emporstiegen
und hinabfuhren in die tiefste Tiefe,
sodass ihre Seele in der Not verzagte,
26 Αναβαινουσιν εως των ουρανων και καταβαινουσιν εως των αβυσσων? η ψυχη αυτων τηκεται υπο της συμφορας.
27 die wie Trunkene wankten und schwankten,
am Ende waren mit all ihrer Weisheit,
27 Σειονται και κλονιζονται ως ο μεθυων, και πασα η σοφια αυτων χανεται.
28 die dann in ihrer Bedrängnis schrien zum Herrn,
die er ihren Ängsten entriss
28 Τοτε κραζουσι προς τον Κυριον εν τη θλιψει αυτων, και εξαγει αυτους απο των αναγκων αυτων.
29 - er machte aus dem Sturm ein Säuseln,
sodass die Wogen des Meeres schwiegen -,
29 Κατασιγαζει την ανεμοζαλην, και σιωπωσι τα κυματα αυτης.
30 die sich freuten, dass die Wogen sich legten
und er sie zum ersehnten Hafen führte:
30 Και ευφραινονται, διοτι ησυχασαν? και οδηγει αυτους εις τον επιθυμητον λιμενα αυτων.
31 sie alle sollen dem Herrn danken für seine Huld,
für sein wunderbares Tun an den Menschen.
31 Ας υμνολογωσιν εις τον Κυριον τα ελεη αυτου και τα θαυμασια αυτου τα προς τους υιους των ανθρωπων?
32 Sie sollen ihn in der Gemeinde des Volkes rühmen,
ihn loben im Kreis der Alten.
32 και ας υψονωσιν αυτον εν τη συναξει του λαου, και εν τω συνεδριω των πρεσβυτερων ας αινωσιν αυτον.
33 Er machte Ströme zur dürren Wüste,
Oasen zum dürstenden Ödland,
33 Μεταβαλλει ποταμους εις ερημον και πηγας υδατων εις ξηρασιαν?
34 fruchtbares Land zur salzigen Steppe;
denn seine Bewohner waren böse.
34 την καρποφορον γην εις αλμυραν, δια την κακιαν των κατοικουντων εν αυτη.
35 Er machte die Wüste zum Wasserteich,
verdorrtes Land zu Oasen.
35 Μεταβαλλει την ερημον εις λιμνας υδατων και την ξηραν γην εις πηγας υδατων.
36 Dort siedelte er Hungernde an,
sie gründeten wohnliche Städte.
36 Και εκει κατοικιζει τους πεινωντας, και συγκροτουσι πολεις εις κατοικησιν?
37 Sie bestellten Felder, pflanzten Reben
und erzielten reiche Ernten.
37 και σπειρουσιν αγρους και φυτευουσιν αμπελωνας, οιτινες καμνουσι καρπους γεννηματος.
38 Er segnete sie, sodass sie sich gewaltig vermehrten,
gab ihnen große Mengen an Vieh.
38 Και ευλογει αυτους, και πληθυνονται σφοδρα, και δεν ολιγοστευει τα κτηνη αυτων.
39 Dann aber wurden sie geringer an Zahl,
gebeugt unter der Last von Leid und Kummer.
39 Ολιγοστευουσιν ομως επειτα και ταπεινονονται, απο της στενοχωριας, της συμφορας και του πονου.
40 Er goss über die Edlen Verachtung aus,
ließ sie umherirren in wegloser Wüste.
40 Επιχεει καταφρονησιν επι τους αρχοντας και καμνει αυτους να περιπλανωνται εν ερημω αβατω.
41 Die Armen hob er aus dem Elend empor
und vermehrte ihre Sippen, einer Herde gleich.
41 Τον δε πενητα υψονει απο της πτωχειας και καθιστα ως ποιμνια τας οικογενειας.
42 Die Redlichen sehn es und freuen sich,
doch alle bösen Menschen verstummen.
42 Οι ευθεις βλεπουσι και ευφραινονται? πασα δε ανομια θελει εμφραξει το στομα αυτης.
43 Wer ist weise und beachtet das alles,
wer begreift die reiche Huld des Herrn?
43 Οστις ειναι σοφος ας παρατηρη ταυτα? και θελουσιν εννοησει τα ελεη του Κυριου.