Scrutatio

Lunedi, 29 aprile 2024 - Santa Caterina da Siena ( Letture di oggi)

Psalmen 109


font
EINHEITSUBERSETZUNG BIBELGREEK BIBLE
1 [Für den Chormeister. Ein Psalm Davids.] Gott, den ich lobe, schweig doch nicht!
1 Εις τον πρωτον μουσικον. Ψαλμος του Δαβιδ.>> Θεε της αινεσεως μου, μη σιωπησης?
2 Denn ein Mund voll Frevel, ein Lügenmaul hat sich gegen mich aufgetan. Sie reden zu mir mit falscher Zunge,
2 διοτι στομα ασεβους και στομα δολιου ηνοιχθησαν επ' εμε? ελαλησαν κατ' εμου με γλωσσαν ψευδη?
3 umgeben mich mit Worten voll Hass
und bekämpfen mich ohne Grund.
3 και με λογους μισους με περιεκυκλωσαν και με επολεμησαν αναιτιως.
4 Sie befeinden mich, während ich für sie bete,
4 Αντι της αγαπης μου ειναι αντιδικοι εις εμε? εγω δε προσευχομαι.
5 sie vergelten mir Gutes mit Bösem,
mit Hass meine Liebe.
5 Και ανταπεδωκαν εις εμε κακον αντι καλου, και μισος αντι της αγαπης μου.
6 Sein Frevel stehe gegen ihn auf als Zeuge,
ein Ankläger trete an seine Seite.
6 Καταστησον ασεβη επ' αυτον? και διαβολος ας στεκη εκ δεξιων αυτου.
7 Aus dem Gericht gehe er verurteilt hervor,
selbst sein Gebet werde zur Sünde.
7 Οταν κρινηται, ας εξελθη καταδεδικασμενος? και η προσευχη αυτου ας γεινη εις αμαρτιαν.
8 Nur gering sei die Zahl seiner Tage,
sein Amt soll ein andrer erhalten.
8 Ας γεινωσιν αι ημεραι αυτου ολιγαι? αλλος ας λαβη την επισκοπην αυτου.
9 Seine Kinder sollen zu Waisen werden
und seine Frau zur Witwe.
9 Ας γεινωσιν οι υιοι αυτου ορφανοι και η γυνη αυτου χηρα.
10 Unstet sollen seine Kinder umherziehen und betteln,
aus den Trümmern ihres Hauses vertrieben.
10 Και ας περιπλανωνται παντοτε οι υιοι αυτου και ας γεινωσιν επαιται, και ας ζητωσιν εκ των ερειπιων αυτων.
11 Sein Gläubiger reiße all seinen Besitz an sich,
Fremde sollen plündern, was er erworben hat.
11 Ας παγιδευση ο δανειστης παντα τα υπαρχοντα αυτου? και ας διαρπασωσιν οι ξενοι τους κοπους αυτου.
12 Niemand sei da, der ihm die Gunst bewahrt,
keiner, der sich der Waisen erbarmt.
12 Ας μη υπαρχη ο ελεων αυτον, και ας μη ηναι ο οικτειρων τα ορφανα αυτου.
13 Seine Nachkommen soll man vernichten,
im nächsten Geschlecht schon erlösche sein Name.
13 Ας εξολοθρευθωσιν οι εκγονοι αυτου? εν τη επερχομενη γενεα ας εξαλειφθη το ονομα αυτων.
14 Der Herr denke an die Schuld seiner Väter,
ungetilgt bleibe die Sünde seiner Mutter.
14 Ας ελθη εις ενθυμησιν ενωπιον του Κυριου η ανομια των πατερων αυτου? και η αμαρτια της μητρος αυτου ας μη εξαλειφθη?
15 Ihre Schuld stehe dem Herrn allzeit vor Augen,
ihr Andenken lösche er aus auf Erden.
15 Ας ηναι παντοτε ενωπιον του Κυριου, δια να εκκοψη απο της γης το μνημοσυνον αυτων.
16 Denn dieser Mensch dachte nie daran, Gnade zu üben;
er verfolgte den Gebeugten und Armen
und wollte den Verzagten töten.
16 Διοτι δεν ενεθυμηθη να καμη ελεος? αλλα κατετρεξεν ανθρωπον πενητα και πτωχον, δια να θανατωση τον συντετριμμενον την καρδιαν.
17 Er liebte den Fluch - der komme über ihn;
er verschmähte den Segen - der bleibe ihm fern.
17 Επειδη ηγαπησε καταραν, ας ελθη επ' αυτον? επειδη δεν ηθελησεν ευλογιαν, ας απομακρυνθη απ' αυτου.
18 Er zog den Fluch an wie ein Gewand;
der dringe wie Wasser in seinen Leib,
wie Öl in seine Glieder.
18 Επειδη ενεδυθη καταραν ως ιματιον αυτου, ας εισελθη ως υδωρ εις τα εντοσθια αυτου και ως ελαιον εις τα οστα αυτου?
19 Er werde für ihn wie das Kleid, in das er sich hüllt,
wie der Gürtel, der ihn allzeit umschließt.
19 Ας γεινη εις αυτον ως το ιματιον, το οποιον ενδυεται και ως η ζωνη, την οποιαν παντοτε περιζωννυται.
20 So lohne der Herr es denen, die mich verklagen,
und denen, die Böses gegen mich reden.
20 Αυτη ας ηναι των αντιδικων μου η αμοιβη παρα του Κυριου, και των λαλουντων κακα κατα της ψυχης μου.
21 Du aber, Herr und Gebieter,
handle an mir, wie es deinem Namen entspricht,
reiß mich heraus in deiner gütigen Huld!
21 Αλλα συ, Κυριε Θεε, ενεργησον μετ' εμου δια το ονομα σου? επειδη ειναι αγαθον το ελεος σου, λυτρωσον με.
22 Denn ich bin arm und gebeugt,
mir bebt das Herz in der Brust.
22 Διοτι πτωχος και πενης ειμαι, και η καρδια μου ειναι πεπληγωμενη εντος μου.
23 Wie ein flüchtiger Schatten schwinde ich dahin;
sie schütteln mich wie eine Heuschrecke ab.
23 Παρηλθον ως σκια, οταν εκκλινη? εκτιναζομαι ως η ακρις.
24 Mir wanken die Knie vom Fasten,
mein Leib nimmt ab und wird mager.
24 Τα γονατα μου ητονησαν απο της νηστειας και η σαρξ μου εξεπεσεν απο του παχους αυτης.
25 Ich wurde für sie zum Spott und zum Hohn,
sie schütteln den Kopf, wenn sie mich sehen.
25 Και εγω εγεινα ονειδος εις αυτους? οτε με ειδον, εκινησαν τας κεφαλας αυτων.
26 Hilf mir, Herr, mein Gott,
in deiner Huld errette mich!
26 Βοηθησον μοι, Κυριε ο Θεος μου? σωσον με κατα το ελεος σου?
27 Sie sollen erkennen, dass deine Hand dies vollbracht hat,
dass du, o Herr, es getan hast.
27 και ας γνωρισωσιν οτι η χειρ σου ειναι τουτο? οτι συ, Κυριε, εκαμες αυτο.
28 Mögen sie fluchen - du wirst segnen.
Meine Gegner sollen scheitern, dein Knecht aber darf sich freuen.
28 Αυτοι θελουσι καταρασθαι, συ δε θελεις ευλογει? θελουσι σηκωθη, πλην θελουσι καταισχυνθη? ο δε δουλος σου θελει ευφραινεσθαι.
29 Meine Ankläger sollen sich bedecken mit Schmach,
wie in einen Mantel sich in Schande hüllen.
29 Ας ενδυθωσιν εντροπην οι αντιδικοι μου? και ας φορεσωσιν ως επενδυμα την αισχυνην αυτων.
30 Ich will den Herrn preisen mit lauter Stimme,
in der Menge ihn loben.
30 Θελω δοξολογει σφοδρα τον Κυριον δια του στοματος μου, και εν μεσω πολλων θελω υμνολογει αυτον?
31 Denn er steht dem Armen zur Seite,
um ihn vor falschen Richtern zu retten.
31 Διοτι ισταται εν τη δεξια του πτωχου, δια να λυτρονη αυτον εκ των καταδικαζοντων την ψυχην αυτου.