Scrutatio

Martedi, 30 aprile 2024 - San Pio V ( Letture di oggi)

Giobbe 2


font
BIBBIA TINTORIGREEK BIBLE
1 Or un giorno, quando i figli di Dio andarono a presentarsi davanti al Signore, vi andò tra loro anche Satana a presentarsi.1 Ημεραν δε τινα ηλθον οι υιοι του Θεου δια να παρασταθωσιν ενωπιον του Κυριου? και μεταξυ αυτων ηλθε και ο Σατανας, δια να παρασταθη ενωπιον του Κυριου.
2 Il Signore disse a Satana: « Donde vieni? » Quello rispondendo disse: « Ho fatto il giro della terra e l'ho scorsa ».2 Και ειπεν ο Κυριος προς τον Σαταναν, Ποθεν ερχεσαι; Και ο Σατανας απεκριθη προς τον Κυριον και ειπε, Περιελθων την γην και εμπεριπατησας εν αυτη παρειμι.
3 E il Signore a Satana: « Hai notato il mio servo Giobbe, come sulla terra non vi sia chi gli somigli, uomo semplice e retto, timorato di Dio e alieno dal male, ed ancora nella sua innocenza? Tu mi hai incitato contro di lui e me l'hai fatto affliggere senza motivo ».3 Και ειπεν ο Κυριος προς τον Σαταναν, Εβαλες τον νουν σου επι τον δουλον μου Ιωβ, οτι δεν υπαρχει ομοιος αυτου εν τη γη, ανθρωπος αμεμπτος και ευθυς, φοβουμενος τον Θεον και απεχομενος απο κακου; και ετι κρατει την ακεραιοτητα αυτου, αν και με παρωξυνας κατ' αυτου, δια να εξολοθρευσω αυτον ανευ αιτιας.
4 Satana gli rispose: « Pelle per pelle: l'uomo darà quanto possiede per la propria vita.4 Και απεκριθη ο Σατανας προς τον Κυριον και ειπε, Δερμα υπερ δερματος, και παντα οσα εχει ο ανθρωπος θελει δωσει υπερ της ζωης αυτου?
5 Ma stendi la tua mano a toccare le sue ossa e la sua carne, e vedrai allora come ti maledirà in faccia ».5 πλην τωρα εκτεινον την χειρα σου και εγγισον τα οστα αυτου και την σαρκα αυτου, δια να ιδης εαν δεν σε βλασφημηση κατα προσωπον.
6 Il Signore pertanto disse a Satana: « Ecco, egli è in tua balia, però salvagli la vita ».6 Και ειπεν ο Κυριος προς τον Σαταναν, Ιδου, αυτος εις την χειρα σου? μονον την ζωην αυτου φυλαξον.
7 Or Satana, partitosi dal cospetto del Signore, colpì Giobbe con piaga maligna dalla pianta dei piedi fino al vertice del capo.7 Τοτε εξηλθεν ο Σατανας απ' εμπροσθεν του Κυριου και επαταξε τον Ιωβ με ελκος κακον απο του ιχνους των ποδων αυτου εως της κορυφης αυτου.
8 Giobbe, preso un coccio, si raschiava la marcia, seduto sopra un letamaio.8 Και ελαβεν εις εαυτον οστρακον, δια να ξυηται με αυτο? και εκαθητο εν μεσω της σποδου.
9 Sua moglie gli diceva: « Perseveri ancora nella tua semplicità? Ringrazia Dio e muori ».9 Τοτε ειπε προς αυτον γυνη αυτου, Ετι κρατεις την ακεραιοτητα σου; Βλασφημησον τον Θεον και αποθανε.
10 Ma Giobbe le rispose: « Tu parli come una scimunita. Se abbiamo ricevuto dalla mano di Dio i beni, perchè non accettarne anche i mali? » In tutto questo, Giobbe non peccò colle sue labbra.10 Ο δε ειπε προς αυτην, Ελαλησας ως λαλει μια εκ των αφρονων γυναικων? τα αγαθα μονον θελομεν δεχθη εκ του Θεου, και τα κακα δεν θελομεν δεχθη; Εν πασι τουτοις δεν ημαρτησεν ο Ιωβ με τα χειλη αυτου.
11 Or tre amici di Giobbe, sentite tutte le sventure accadutegli, vennero ciascuno dal suo paese: Elifaz da Teman, Baldad da Suhe, Sofar da Naama, avendo convenuto d'andare insieme a visitarlo e consolarlo.11 Ακουσαντες δε οι τρεις φιλοι του Ιωβ παντα ταυτα τα κακα τα επελθοντα επ' αυτον, ηλθον εκαστος εκ του τοπου αυτου? Ελιφας ο Θαιμανιτης και Βιλδαδ ο Σαυχιτης και Σωφαρ ο Νααμαθιτης? διοτι ειχον συμφωνησει να ελθωσιν ομου, δια να συλλυπηθωσιν αυτον και να παρηγορησωσιν αυτον.
12 Quando, alzati da lontano gli occhi, non lo poterono riconoscere, piansero ad alte grida, e, stracciatesi le vesti, gettaron polvere in aria sopra il loro capo.12 Και οτε εσηκωσαν τους οφθαλμους αυτων μακροθεν και δεν εγνωρισαν αυτον, υψωσαν την φωνην αυτων και εκλαυσαν? και διεσχισαν εκαστος το ιματιον αυτου και ερριψαν χωμα επι τας κεφαλας αυτων προς τον ουρανον.
13 Poi si sedettero accanto a lui per terra sette giorni e sette notti; ma nessuno di essi gli rivolgeva la parola, perchè vedevano che il dolore era troppo grande.13 Και εκαθησαν μετ' αυτου κατα γης επτα ημερας και επτα νυκτας, και ουδεις ελαλησε λογον προς αυτον, διοτι εβλεπον οτι ο πονος αυτου ητο μεγας σφοδρα.