Salmi 59
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
BIBBIA RICCIOTTI | LXX |
---|---|
1 - Al corifeo: sopra «Giglio del testimonio». Ode [Carme] didattico (?) di David. | 1 εις το τελος τοις αλλοιωθησομενοις ετι εις στηλογραφιαν τω δαυιδ εις διδαχην |
2 Quando egli mise a ferro e fuoco la Siria mesopotamica e [la Siria di] Sobal, e Joab tornò indietro e battè l'Idumea nella valle delle saline, [sconfiggendo] dodicimila [soldati]. | 2 οποτε ενεπυρισεν την μεσοποταμιαν συριας και την συριαν σωβα και επεστρεψεν ιωαβ και επαταξεν την φαραγγα των αλων δωδεκα χιλιαδας |
3 O Dio, ci hai rigettati e disfatti; ti sei sdegnato: restaura le nostre forze! | 3 ο θεος απωσω ημας και καθειλες ημας ωργισθης και οικτιρησας ημας |
4 Hai scosso la terra nostra e l'hai squarciata: risana le sue crepe, poiché rovina! | 4 συνεσεισας την γην και συνεταραξας αυτην ιασαι τα συντριμματα αυτης οτι εσαλευθη |
5 Hai fatto provare al tuo popolo cose dure, ci hai abbeverato con vino d'angoscia. | 5 εδειξας τω λαω σου σκληρα εποτισας ημας οινον κατανυξεως |
6 [Tuttavia] a quei che ti temono hai [già] dato un vessillo, onde sfuggano all'arco [de' nemici]. Perchè, sian liberati i tuoi diletti, | 6 εδωκας τοις φοβουμενοις σε σημειωσιν του φυγειν απο προσωπου τοξου διαψαλμα |
7 salva[li] con la tua destra ed esaudiscimi. | 7 οπως αν ρυσθωσιν οι αγαπητοι σου σωσον τη δεξια σου και επακουσον μου |
8 Dio parlò nel santuario:«Esulterò: spartirò Sichem, e la valle di Succoth misurerò. | 8 ο θεος ελαλησεν εν τω αγιω αυτου αγαλλιασομαι και διαμεριω σικιμα και την κοιλαδα των σκηνων διαμετρησω |
9 Mio è Galaad e mio è Manasse; ed Efraim è la difesa del mio capo; Giuda è il mio scettro. | 9 εμος εστιν γαλααδ και εμος εστιν μανασση και εφραιμ κραταιωσις της κεφαλης μου ιουδας βασιλευς μου |
10 Moab è il catino del mio lavacro, in Idumea stendo il mio calzare, a me i Filistei sono soggetti». | 10 μωαβ λεβης της ελπιδος μου επι την ιδουμαιαν εκτενω το υποδημα μου εμοι αλλοφυλοι υπεταγησαν |
11 Chi mi condurrà nella città fortificata? chi mi condurrà fino in Idumea? | 11 τις απαξει με εις πολιν περιοχης τις οδηγησει με εως της ιδουμαιας |
12 Non tu forse, o Dio, che ci hai rigettati, e più non uscisti, o Dio, co' nostri eserciti? | 12 ουχι συ ο θεος ο απωσαμενος ημας και ουκ εξελευση ο θεος εν ταις δυναμεσιν ημων |
13 Dacci aiuto tu [e liberaci] dalla tribolazione, perchè vano è il soccorso dell'uomo. | 13 δος ημιν βοηθειαν εκ θλιψεως και ματαια σωτηρια ανθρωπου |
14 Con Dio noi faremo prodezze, ed egli annienterà i nostri oppressori! | 14 εν δε τω θεω ποιησομεν δυναμιν και αυτος εξουδενωσει τους θλιβοντας ημας |