Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Giobbe 2


font
BIBBIA CEI 2008GREEK BIBLE
1 Accadde, un giorno, che i figli di Dio andarono a presentarsi al Signore, e anche Satana andò in mezzo a loro a presentarsi al Signore.1 Ημεραν δε τινα ηλθον οι υιοι του Θεου δια να παρασταθωσιν ενωπιον του Κυριου? και μεταξυ αυτων ηλθε και ο Σατανας, δια να παρασταθη ενωπιον του Κυριου.
2 Il Signore chiese a Satana: «Da dove vieni?». Satana rispose al Signore: «Dalla terra, che ho percorso in lungo e in largo».2 Και ειπεν ο Κυριος προς τον Σαταναν, Ποθεν ερχεσαι; Και ο Σατανας απεκριθη προς τον Κυριον και ειπε, Περιελθων την γην και εμπεριπατησας εν αυτη παρειμι.
3 Il Signore disse a Satana: «Hai posto attenzione al mio servo Giobbe? Nessuno è come lui sulla terra: uomo integro e retto, timorato di Dio e lontano dal male. Egli è ancora saldo nella sua integrità; tu mi hai spinto contro di lui per rovinarlo, senza ragione».3 Και ειπεν ο Κυριος προς τον Σαταναν, Εβαλες τον νουν σου επι τον δουλον μου Ιωβ, οτι δεν υπαρχει ομοιος αυτου εν τη γη, ανθρωπος αμεμπτος και ευθυς, φοβουμενος τον Θεον και απεχομενος απο κακου; και ετι κρατει την ακεραιοτητα αυτου, αν και με παρωξυνας κατ' αυτου, δια να εξολοθρευσω αυτον ανευ αιτιας.
4 Satana rispose al Signore: «Pelle per pelle; tutto quello che possiede, l’uomo è pronto a darlo per la sua vita.4 Και απεκριθη ο Σατανας προς τον Κυριον και ειπε, Δερμα υπερ δερματος, και παντα οσα εχει ο ανθρωπος θελει δωσει υπερ της ζωης αυτου?
5 Ma stendi un poco la mano e colpiscilo nelle ossa e nella carne e vedrai come ti maledirà apertamente!».5 πλην τωρα εκτεινον την χειρα σου και εγγισον τα οστα αυτου και την σαρκα αυτου, δια να ιδης εαν δεν σε βλασφημηση κατα προσωπον.
6 Il Signore disse a Satana: «Eccolo nelle tue mani! Soltanto risparmia la sua vita».
6 Και ειπεν ο Κυριος προς τον Σαταναν, Ιδου, αυτος εις την χειρα σου? μονον την ζωην αυτου φυλαξον.
7 Satana si ritirò dalla presenza del Signore e colpì Giobbe con una piaga maligna, dalla pianta dei piedi alla cima del capo.7 Τοτε εξηλθεν ο Σατανας απ' εμπροσθεν του Κυριου και επαταξε τον Ιωβ με ελκος κακον απο του ιχνους των ποδων αυτου εως της κορυφης αυτου.
8 Giobbe prese un coccio per grattarsi e stava seduto in mezzo alla cenere.8 Και ελαβεν εις εαυτον οστρακον, δια να ξυηται με αυτο? και εκαθητο εν μεσω της σποδου.
9 Allora sua moglie disse: «Rimani ancora saldo nella tua integrità? Maledici Dio e muori!».9 Τοτε ειπε προς αυτον γυνη αυτου, Ετι κρατεις την ακεραιοτητα σου; Βλασφημησον τον Θεον και αποθανε.
10 Ma egli le rispose: «Tu parli come parlerebbe una stolta! Se da Dio accettiamo il bene, perché non dovremmo accettare il male?».
In tutto questo Giobbe non peccò con le sue labbra.
10 Ο δε ειπε προς αυτην, Ελαλησας ως λαλει μια εκ των αφρονων γυναικων? τα αγαθα μονον θελομεν δεχθη εκ του Θεου, και τα κακα δεν θελομεν δεχθη; Εν πασι τουτοις δεν ημαρτησεν ο Ιωβ με τα χειλη αυτου.
11 Tre amici di Giobbe vennero a sapere di tutte le disgrazie che si erano abbattute su di lui. Partirono, ciascuno dalla sua contrada, Elifaz di Teman, Bildad di Suach e Sofar di Naamà, e si accordarono per andare a condividere il suo dolore e a consolarlo.11 Ακουσαντες δε οι τρεις φιλοι του Ιωβ παντα ταυτα τα κακα τα επελθοντα επ' αυτον, ηλθον εκαστος εκ του τοπου αυτου? Ελιφας ο Θαιμανιτης και Βιλδαδ ο Σαυχιτης και Σωφαρ ο Νααμαθιτης? διοτι ειχον συμφωνησει να ελθωσιν ομου, δια να συλλυπηθωσιν αυτον και να παρηγορησωσιν αυτον.
12 Alzarono gli occhi da lontano, ma non lo riconobbero. Levarono la loro voce e si misero a piangere. Ognuno si stracciò il mantello e lanciò polvere verso il cielo sul proprio capo.12 Και οτε εσηκωσαν τους οφθαλμους αυτων μακροθεν και δεν εγνωρισαν αυτον, υψωσαν την φωνην αυτων και εκλαυσαν? και διεσχισαν εκαστος το ιματιον αυτου και ερριψαν χωμα επι τας κεφαλας αυτων προς τον ουρανον.
13 Poi sedettero accanto a lui in terra, per sette giorni e sette notti. Nessuno gli rivolgeva una parola, perché vedevano che molto grande era il suo dolore.13 Και εκαθησαν μετ' αυτου κατα γης επτα ημερας και επτα νυκτας, και ουδεις ελαλησε λογον προς αυτον, διοτι εβλεπον οτι ο πονος αυτου ητο μεγας σφοδρα.