Scrutatio

Giovedi, 2 maggio 2024 - Sant´ Atanasio ( Letture di oggi)

Geremia 26


font
BIBBIA TINTORIGREEK BIBLE
1 Sul cominciar del regno di Ioahim, figlio di Giosia, re di Giuda, mi fu indirizzata questa parola dal Signore, in questi termini: « Così parla il Signore:1 Εν τη αρχη της βασιλειας του Ιωακειμ υιου του Ιωσιου, βασιλεως του Ιουδα, εγεινεν ο λογος ουτος παρα Κυριου, λεγων,
2 Sta nell'atrio della casa del Signore, e di' a tutte le città di Giuda, dalle quali vengono ad adorare nella casa del Signore, tutto quello che io ti ho ordinato di dir loro, senza lasciarne una parola:2 Ουτω λεγει Κυριος? Στηθι εν τη αυλη του οικου του Κυριου και λαλησον προς πασας τας πολεις του Ιουδα τας ερχομενας δια να προσκυνησωσιν εν τω οικω του Κυριου, παντας τους λογους, τους οποιους προσεταξα εις σε να λαλησης προς αυτους? μη αφαιρεσης λογον.
3 può essere che dian retta, e si converta ognuno dalla sua cattiva strada, e che io mi penta del male che intendo di far loro a causa della malvagità delle loro tendenze.3 Ισως θελουσιν ακουσει και επιστρεψει εκαστος απο της οδου αυτου της πονηρας και μετανοησω περι του κακου, το οποιον βουλευομαι να καμω εις αυτους δια την κακιαν των εργων αυτων.
4 E dirai loro: Così parla il Signore: Se non mi date retta e non agite secondo la legge che io vi diedi,4 Και θελεις ειπει προς αυτους, Ουτω λεγει Κυριος? Εαν δεν μου ακουσητε, ωστε να περιπατητε εν τω νομω μου, τον οποιον εθεσα εμπροσθεν σας,
5 e non state a sentire le parole dei miei servi, i profeti, che io con ogni sollecitudine ho mandati e indirizzati a voi, e che voi non avete ascoltati,5 να υπακουητε εις τους λογους των δουλων μου των προφητων, τους οποιους απεστειλα προς εσας εγειρομενος πρωι και αποστελλων, πλην σεις δεν ηκουσατε,
6 tratterò questa casa come Silo, e questa città la renderò l'esecrazione di tutte le nazioni della terra».6 τοτε θελω καταστησει τον οικον τουτον ως την Σηλω, και την πολιν ταυτην θελω καταστησει καταραν εις παντα τα εθνη της γης.
7 I sacerdoti, i profeti e tutto il popolo sentiron Geremia che diceva tali cose nella casa del Signore.7 Και ηκουσαν οι ιερεις και οι προφηται και πας ο λαος τον Ιερεμιαν, λαλουντα τους λογους τουτους εν τω οικω του Κυριου.
8 Quando Geremia ebbe finito di dire tutto quello che il Signore gli aveva imposto di riferire a tutto il popolo, i sacerdoti, i profeti e tutto il popolo se ne impadronirono dicendo: « Sia messo a morte!8 Και αφου ο Ιερεμιας επαυσε λαλων παντα οσα προσεταξεν εις αυτον ο Κυριος να λαληση προς παντα τον λαον, οι ιερεις και οι προφηται και πας ο λαος συνελαβον αυτον λεγοντες, Θελεις εξαπαντος θανατωθη?
9 Perchè ha profetizzato nel nome del Signore, dicendo: Questa casa sarà come Silo, questa città sarà desolata e senza abitanti? » E tutto il popolo si radunò contro Geremia nella casa del Signore.9 δια τι προεφητευσας εν ονοματι Κυριου λεγων, Ο οικος ουτος θελει εισθαι ως η Σηλω και η πολις αυτη θελει ερημωθη? ωστε να μη ηναι ο κατοικων; Και πας ο λαος συνηχθη κατα του Ιερεμιου εν τω οικω του Κυριου.
10 E i principi di Giuda, sentite queste cose, salirono dalla casa del re alla casa del Signore, e si assisero all'ingresso della porta nuova della casa del Signore.10 Και ακουσαντες οι αρχοντες του Ιουδα τα πραγματα ταυτα, ανεβησαν εκ του οικου του βασιλεως εις τον οικον του Κυριου και εκαθησαν εν τη εισοδω της νεας πυλης του Κυριου.
11 Allora i sacerdoti e i profeti dis­sero ai principi e a tutto il popolo: « Questo uomo è reo di morte, perchè ha profetizzato contro questa città, come avete sentito coi vostri orecchi ».11 Τοτε οι ιερεις και οι προφηται ελαλησαν προς τους αρχοντας και προς παντα τον λαον λεγοντες, Κρισις θανατου πρεπει εις τον ανθρωπον τουτον, διοτι προεφητευσε κατα της πολεως ταυτης, ως ηκουσατε με τα ωτα σας.
12 E Geremia disse a tutti i principi e a tutto il popolo: « Il Signore mi ha mandato a profetizzare riguardo a questa casa e a questa città tutto quello che avete sentito;12 Και ελαλησεν ο Ιερεμιας προς παντας τους αρχοντας και προς παντα τον λαον λεγων, Ο Κυριος με απεστειλε δια να προφητευσω κατα του οικου τουτου και κατα της πολεως ταυτης παντας τους λογους τους οποιους ηκουσατε.
13 or dunque rendete migliore la vostra condotta, le vostre tendenze, e ascoltate la voce del Signore Dio vostro, e il Signore si ripentirà del male che vi ha minacciato,13 Δια τουτο τωρα διορθωσατε τας οδους υμων και τας πραξεις υμων και υπακουσατε εις την φωνην Κυριου του Θεου υμων? και ο Κυριος θελει μετανοησει περι του κακου, το οποιον ελαλησε καθ' υμων.
14 In quanto a me, eccomi nelle vostre mani, fate di me quello che vi sembra buono e giusto,14 Εγω δε, ιδου, ειμαι εν ταις χερσιν υμων? καμετε εις εμε, οπως ειναι καλον και οπως αρεστον εις τους οφθαλμους υμων.
15 ma pensate e riflettete che, se mi fate morire, spargerete del sangue innocente contro voi stessi, contro questa città e i suoi abitanti, perchè in verità mi ha mandato a voi il Signore, a fare intendere ai vostri orecchi tutte queste cose ».15 Πλην εξευρετε μετα βεβαιοτητος, οτι εαν με θανατωσητε, αιμα αθωον θελετε βεβαιως φερει εφ' υμας και επι την πολιν ταυτην και επι τους κατοικους αυτης? διοτι τη αληθεια ο Κυριος με απεστειλε προς υμας, δια να λαλησω εις τα ωτα υμων παντας τους λογους τουτους.
16 Allora i principi e tutto il popolo dissero ai sacerdoti ed ai profeti: « Quest'uomo non è reo di morte, perchè ha parlato a noi nel nome del Signore Dio nostro ».16 Τοτε οι αρχοντες και απας ο λαος ειπον προς τους ιερεις και προς τους προφητας, δεν υπαρχει κρισις θανατου εις τον ανθρωπον τουτον? διοτι εν τω ονοματι Κυριου του Θεου ημων ελαλησε προς ημας.
17 Si alzarono allora alcuni degli anziani del paese, e parlarono a tutto il popolo dicendo:17 Τοτε εσηκωθησαν τινες εκ των πρεσβυτερων του τοπου και ελαλησαν προς απασαν την συναγωγην του λαου, λεγοντες,
18 « Michea di Morasti fu profeta al tempo di Ezechia re di Giuda, e disse a tutto il popolo di Giuda: Così parla il Signore degli eserciti: Sion sarà arata come un campo, e Gerusalemme diverrà un mucchio di pietre, e la montagna del tempio una gran boscaglia.18 Ο Μιχαιας ο Μωρασθιτης προεφητευεν εν ταις ημεραις Εζεκιου βασιλεως του Ιουδα και ελαλησε προς παντα τον λαον του Ιουδα λεγων, Ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων? Η Σιων θελει αροτριασθη ως αγρος, και η Ιερουσαλημ θελει γεινει σωροι λιθων και το ορος του οικου ως υψηλοι τοποι δρυμου.
19 Forse lo condannò a morte Ezechia re di Giuda e tutto Giuda? Non temerono invece il Signore, non pregarono davanti al Signore, e non si ripentì il Signore del male loro minacciato? Quindi noi facciamo un gran male contro le anime nostre ».19 Μηπως ο Εζεκιας ο βασιλευς του Ιουδα και πας ο Ιουδας εθανατωσαν αυτον; δεν εφοβηθη τον Κυριον και παρεκαλεσε το προσωπον του Κυριου, και ο Κυριος μετενοησε περι του κακου, το οποιον ελαλησε κατ' αυτων; Ημεις λοιπον ηθελομεν προξενησει μεγα κακον κατα των ψυχων ημων.
20 Vi fu un altro uomo che profetò in nome del Signore, Uria, figlio di Semei, di Cariatiarim, e profetizzò contro questa città e contro questo paese, tutte le medesime cose di Geremia.20 Και προσετι υπηρξεν ανθρωπος προφητευων εν ονοματι Κυριου, Ουριας ο υιος του Σεμαιου απο Κιριαθ-ιαρειμ, και προεφητευσε κατα της πολεως ταυτης και κατα της γης ταυτης κατα παντας τους λογους του Ιερεμιου.
21 Il re Ioachim, tutti i potenti e i suoi principi sentirono tali parole, e il re cercò di farlo morire. Risaputolo, Uria, impaurito, fuggì e andò in Egitto.21 Και οτε ηκουσεν ο βασιλευς Ιωακειμ και παντες οι δυνατοι αυτου και παντες οι αρχοντες τους λογους αυτου, ο βασιλευς εζητει να θανατωση αυτον? ακουσας δε ο Ουριας εφοβηθη και εφυγε και υπηγεν εις την Αιγυπτον.
22 Ma il re Ioachim mandò degli uomini in Egitto, Elnatan, figlio di Acobor, ed altri con lui in Egitto,22 Και απεστειλεν Ιωακειμ ο βασιλευς ανδρας εις την Αιγυπτον, τον Ελναθαν υιον του Αχβωρ και ανδρας μετ' αυτου εις την Αιγυπτον?
23 i quali, tratto fuori dell'Egitto Uria, lo condussero al re Ioachim, che lo fece morir di spada, e ne gettò il cadavere nelle sepolture deU'ignobile volgo.23 και εξηγαγον τον Ουριαν εκ της Αιγυπτου και εφεραν αυτον προς τον βασιλεα Ιωακειμ, και επαταξεν αυτον εν μαχαιρα και ερριψε το πτωμα αυτου εις τους ταφους του οχλου.
24 Fu dunque la mano di Ahicam, figlio di Safan, che aiutò Geremia in modo che non fosse dato in potere del popolo per essere ucciso.24 Πλην η χειρ του Αχικαμ υιου του Σαφαν ητο μετα του Ιερεμια, δια να μη παραδωσωσιν αυτον εις την χειρα του λαου ωστε να θανατωσωσιν αυτον.