Scrutatio

Mercoledi, 1 maggio 2024 - San Giuseppe Lavoratore ( Letture di oggi)

Geremia 21


font
BIBBIA TINTORIGREEK BIBLE
1 Parola indirizzata dal Signore à Geremia, quando il re Sedecia mandò a lui Fassur, figlio di Melchia e il sacerdote Sofonia, figlio di Maasia, a dirgli:1 Ο λογος ο γενομενος προς Ιερεμιαν παρα Κυριου, οτε απεστειλε προς αυτον ο βασιλευς Σεδεκιας τον Πασχωρ υιον του Μελχιου και τον Σοφονιαν υιον του Μαασιου τον ιερεα, λεγων,
2 « Consulta per noi il Signore, perchè Nabucodonosor re di Babilonia ci fa guerra, se può essere che il Signore rinnovi in nostro favore tutte le sue maraviglie e (Nabucodonosor) s'allontani da noi ».2 Ερωτησον, παρακαλω, τον Κυριον περι ημων? διοτι Ναβουχοδονοσορ ο βασιλευς της Βαβυλωνος ηγειρε πολεμον καθ' ημων? ισως ο Κυριος ενεργηση εις ημας κατα παντα τα θαυμασια αυτου, ωστε να απελθη αφ' ημων.
3 Geremia rispose loro: « Così direte a Sedecia:3 Τοτε ειπε προς αυτους ο Ιερεμιας, Ουτω θελετε ειπει προς τον Σεδεκιαν.
4 Queste cose dice il Signore, il Dio d'Israele: — Ecco io farò tornare indietro le armi che sono nelle vostre mani, colle quali combattete contro il re di Babilonia e contro i Caldei che vi assediano in tutta la cinta delle mura, e le radunerò nel mezzo di questa città;4 Ουτω λεγει Κυριος, ο Θεος του Ισραηλ? Ιδου, εγω στρεφω εις τα οπισω τα οπλα του πολεμου τα εν ταις χερσιν υμων, με τα οποια σεις πολεμειτε κατα του βασιλεως της Βαβυλωνος και των Χαλδαιων, οιτινες σας πολιορκουσιν εξωθεν των τειχων? και θελω συναξει αυτους εις το μεσον της πολεως ταυτης.
5 e vi debellerò con mano stesa, con forte braccio, con furore, con sdegno, con ira grande;5 Και εγω θελω πολεμησει εναντιον σας με χειρα εξηπλωμενην και με βραχιονα κραταιον και θυμον και με αγανακτησιν και με οργην μεγαλην.
6 e manderò il flagello sopra gli abitanti di questa città, uomini e bestie morranno di grande pestilenza.6 Και θελω παταξει τους κατοικους της πολεως ταυτης και ανθρωπον και κτηνος? υπο λοιμου μεγαλου θελουσιν αποθανει.
7 E dopo questo — dice il Signore — io abbandonerò Sedecia re di Giuda, i suoi servi, il suo popolo e quelli che in questa città sono scampati dalla peste, alla spada e alla fame, in potere di Nabucodonosor re eli Babilonia, in potere dei loro nemici, in potere di coloro che li voglion morti, e li passerà a fil di spada, non si piegherà, non perdonerà, non avrà misericordia.7 Και μετα ταυτα, λεγει Κυριος, θελω παραδωσει Σεδεκιαν τον βασιλεα του Ιουδα και τους δουλους αυτου και τον λαον και τους εναπολειφθεντας εν τη πολει ταυτη απο του λοιμου, απο της μαχαιρας και απο της πεινης, εις την χειρα του Ναβουχοδονοσορ, βασιλεως της Βαβυλωνος, και εις την χειρα των εχθρων αυτων και εις την χειρα των ζητουντων την ψυχην αυτων? και αυτος θελει παταξει αυτους εν στοματι μαχαιρας? δεν θελει φεισθη αυτους ουδε θελει οικτειρει ουδε θελει σπλαγχνισθη αυτους.
8 E tu dirai a questo popolo: — Così parla il Signore: ecco che io metto dinanzi a voi la via della vita e la via della morte:8 Και προς τον λαον τουτον θελεις ειπει, Ουτω λεγει Κυριος? Ιδου, εθεσα ενωπιον σας την οδον της ζωης και την οδον του θανατου.
9 chi resterà in questa città perirà di spada e di fame e di peste, chi ne uscirà, per fuggire ai Caldei che vi assediano, vivrà, e la vita sarà per lui come una conquista.9 Οστις καθηται εν τη πολει ταυτη, θελει αποθανει υπο μαχαιρας και υπο πεινης και υπο λοιμου? αλλ' οστις εξελθη και προχωρηση προς τους Χαλδαιους οιτινες σας πολιορκουσι, θελει ζησει και η ζωη αυτου θελει εισθαι ως λαφυρον εις αυτον.
10 Infatti fissai gli sguardi sopra questa città per far del male e non del bene — dice il Signore: — essa sarà data in potere del re di Babilonia, che la distruggerà col fuoco.10 Διοτι εστησα το προσωπον μου εναντιον της πολεως ταυτης προς κακον και ουχι προς καλον, λεγει Κυριος? θελει παραδοθη εις την χειρα του βασιλεως της Βαβυλωνος και θελει κατακαυσει αυτην εν πυρι.
11 E alla casa del re di Giuda dirai: — Ascoltate la parola del Signore,11 Περι δε του οικου του βασιλεως του Ιουδα, ειπε, Ακουσατε τον λογον του Κυριου?
12 o casa di David: Queste cose dice il Signore: Affrettatevi a render giustizia, liberate gli oppressi dalla prepotenza, dalle mani del calunniatore, chè non erompa come fuoco il mio sdegno, e non divampi, e nessuno possa estinguerlo per la malizia delle opere vostre.12 οικος Δαβιδ, ουτω λεγει Κυριος? Κρινετε κρισιν το πρωι και ελευθερονετε τον γεγυμνωμενον εκ της χειρος του δυναστου, μηποτε η οργη μου εξελθη ως πυρ και εκκαυθη, χωρις να υπαρχη ο σβεσων, εξ αιτιας της κακιας των εργων σας.
13 Eccomi a te, o abitatrice della valle dirupata e del piano — dice il Signore — a voi che dite: — Chi ci potrà colpire? E chi entrerà nelle nostre case? — s'E vi castigherò secondo il frutto delle vostre opere, — dice il Signore — farò divampare il fuoco nella sua foresta, e divorerà ogni cosa all'intorno.13 Ιδου, εγω ειμαι εναντιον εις σε, λεγει Κυριος, την καθημενην εν τη κοιλαδι και εν τω βραχω της πεδιαδος, εναντιον εις εσας τους λεγοντας, Τις θελει καταβη εναντιον ημων, η τις θελει εισελθει εις τας κατοικιας ημων;
14 Και θελω σας τιμωρησει κατα τον καρπον των εργων σας, λεγει Κυριος? και θελω αναψει πυρ εν τω δασει αυτης και θελει καταφαγει παντα τα περιξ αυτης.