Scrutatio

Lunedi, 29 aprile 2024 - Santa Caterina da Siena ( Letture di oggi)

Psalmen 78


font
EINHEITSUBERSETZUNG BIBELGREEK BIBLE
1 [Ein Weisheitslied Asafs.] Mein Volk, vernimm meine Weisung!
Wendet euer Ohr zu den Worten meines Mundes!
1 Μασχιλ του Ασαφ.>> Ακουσον, λαε μου, τον νομον μου? κλινατε τα ωτα σας εις τα λογια του στοματος μου.
2 Ich öffne meinen Mund zu einem Spruch;
ich will die Geheimnisse der Vorzeit verkünden.
2 Θελω ανοιξει εν παραβολη το στομα μου? θελω προφερει πραγματα αξιομνημονευτα, τα απ' αρχης?
3 Was wir hörten und erfuhren,
was uns die Väter erzählten,
3 οσα ηκουσαμεν και εγνωρισαμεν και οι πατερες ημων διηγηθησαν εις ημας.
4 das wollen wir unseren Kindern nicht verbergen,
sondern dem kommenden Geschlecht erzählen: die ruhmreichen Taten und die Stärke des Herrn,
die Wunder, die er getan hat.
4 Δεν θελομεν κρυψει αυτα απο των τεκνων αυτων εις την επερχομενην γενεαν, διηγουμενοι τους επαινους του Κυριου και την δυναμιν αυτου και τα θαυμασια αυτου, τα οποια εκαμε.
5 Er stellte sein Gesetz auf in Jakob,
gab in Israel Weisung
und gebot unseren Vätern, ihre Kinder das alles zu lehren,
5 Και εστησε μαρτυριον εν τω Ιακωβ και νομον εθεσεν εν τω Ισραηλ, τα οποια προσεταξεν εις τους πατερας ημων, να καμνωσιν αυτα γνωστα εις τα τεκνα αυτων?
6 damit das kommende Geschlecht davon erfahre,
die Kinder späterer Zeiten;
sie sollten aufstehen und es weitergeben an ihre Kinder,
6 δια να γνωριζη αυτα η γενεα η επερχομενη, οι υιοι οι μελλοντες να γεννηθωσι? και αυτοι, οταν αναστηθωσι, να διηγωνται εις τα τεκνα αυτων?
7 damit sie ihr Vertrauen auf Gott setzen,
die Taten Gottes nicht vergessen
und seine Gebote bewahren
7 δια να θεσωσιν επι τον Θεον την ελπιδα αυτων, και να μη λησμονωσι τα εργα του Θεου, αλλα να φυλαττωσι τας εντολας αυτου?
8 und nicht werden wie ihre Väter,
jenes Geschlecht voll Trotz und Empörung,
das wankelmütige Geschlecht, dessen Geist nicht treu zu Gott hielt.
8 και να μη γεινωσιν, ως οι πατερες αυτων, γενεα διεστραμμενη και απειθης? γενεα, ητις δεν εφυλαξεν ευθειαν την καρδιαν αυτης, και δεν εσταθη πιστον μετα του Θεου το πνευμα αυτης?
9 Die Söhne Efraims, Kämpfer mit Pfeil und Bogen,
wandten den Rücken am Tag der Schlacht;
9 ως οι υιοι του Εφραιμ, οιτινες ωπλισμενοι, βασταζοντες τοξα, εστραφησαν οπισω την ημεραν της μαχης.
10 Gottes Bund hielten sie nicht,
sie weigerten sich, seiner Weisung zu folgen.
10 Δεν εφυλαξαν την διαθηκην του Θεου, και εν τω νομω αυτου δεν ηθελησαν να περιπατωσι?
11 Sie vergaßen die Taten des Herrn,
die Wunder, die er sie sehen ließ.
11 και ελησμονησαν τα εργα αυτου και τα θαυμασια αυτου, τα οποια εδειξεν εις αυτους.
12 Vor den Augen ihrer Väter vollbrachte er Wunder
im Land Ägypten, im Gefilde von Zoan.
12 Εμπροσθεν των πατερων αυτων εκαμε θαυμασια, εν τη γη της Αιγυπτου, τη πεδιαδι Τανεως.
13 Er spaltete das Meer und führte sie hindurch,
er ließ das Wasser fest stehen wie einen Damm.
13 Διεσχισε την θαλασσαν και διεπερασεν αυτους και εστησε τα υδατα ως σωρον?
14 Er leitete sie bei Tag mit der Wolke
und die ganze Nacht mit leuchtendem Feuer.
14 και ωδηγησεν αυτους την ημεραν εν νεφελη και ολην την νυκτα εν φωτι πυρος.
15 Er spaltete Felsen in der Wüste
und gab dem Volk reichlich zu trinken wie mit Wassern der Urflut.
15 Διεσχισε πετρας εν τη ερημω και εποτισεν αυτους ως εκ μεγαλων αβυσσων?
16 Er ließ Bäche aus dem Gestein entspringen,
ließ Wasser fließen gleich Strömen.
16 και εξηγαγε ρυακας εκ της πετρας και κατεβιβασεν υδατα ως ποταμους.
17 Doch sie sündigten weiter gegen ihn,
sie trotzten in der Wüste dem Höchsten.
17 Αλλ' αυτοι εξηκολουθουν ετι αμαρτανοντες εις αυτον, παροξυνοντες τον Υψιστον εν ανυδρω τοπω?
18 In ihrem Herzen versuchten sie Gott,
forderten Nahrung für den Hunger.
18 και επειρασαν τον Θεον εν τη καρδια αυτων, ζητουντες βρωσιν κατα την ορεξιν αυτων?
19 Sie redeten gegen Gott; sie fragten:
«Kann uns denn Gott den Tisch decken in der Wüste?
19 και ελαλησαν κατα του Θεου, λεγοντες, Μηπως δυναται ο Θεος να ετοιμαση τραπεζαν εν τη ερημω;
20 Zwar hat er an den Felsen geschlagen,
sodass Wasser floss und Bäche strömten. Kann er uns auch Brot verschaffen
und sein Volk mit Fleisch versorgen?»
20 Ιδου, επαταξε την πετραν, και ερρευσαν υδατα και χειμαρροι επλημμυρησαν? μηπως δυναται να δωση και αρτον; η να ετοιμαση κρεας εις τον λαον αυτου;
21 Das hörte der Herr und war voll Grimm;
Feuer flammte auf gegen Jakob,
Zorn erhob sich gegen Israel,
21 Δια τουτο ηκουσεν ο Κυριος και ωργισθη? και πυρ εξηφθη κατα του Ιακωβ, ετι δε και οργη ανεβη κατα του Ισραηλ?
22 weil sie Gott nicht glaubten
und nicht auf seine Hilfe vertrauten.
22 διοτι δεν επιστευσαν εις τον Θεον, ουδε ηλπισαν επι την σωτηριαν αυτου?
23 Dennoch gebot er den Wolken droben
und öffnete die Tore des Himmels.
23 ενω προσεταξε τας νεφελας απο ανωθεν και τας θυρας του ουρανου ηνοιξε,
24 Er ließ Manna auf sie regnen als Speise,
er gab ihnen Brot vom Himmel.
24 και εβρεξεν εις αυτους μαννα δια να φαγωσι και σιτον ουρανου εδωκεν εις αυτους?
25 Da aßen die Menschen Wunderbrot;
Gott gab ihnen Nahrung in Fülle.
25 αρτον αγγελων εφαγεν ο ανθρωπος? τροφην εστειλεν εις αυτους μεχρι χορτασμου.
26 Er ließ den Ostwind losbrechen droben am Himmel,
führte in seiner Macht den Südwind herbei,
26 Εσηκωσεν εν τω ουρανω ανατολικον ανεμον, και δια της δυναμεως αυτου επεφερε τον νοτον?
27 ließ Fleisch auf sie regnen wie Staub,
gefiederte Vögel wie Sand am Meer.
27 και εβρεξεν επ' αυτους κρεας ως το χωμα και πετεινα πτερωτα ως την αμμον της θαλασσης?
28 Er ließ sie mitten ins Lager fallen,
rings um Israels Zelte.
28 και εκαμε να πεσωσιν εις το μεσον του στρατοπεδου αυτων, κυκλω των σκηνων αυτων.
29 Da aßen alle und wurden satt;
er hatte ihnen gebracht, was sie begehrten.
29 Και εφαγον και εχορτασθησαν σφοδρα? και εφερεν εις αυτους την επιθυμιαν αυτων?
30 Noch aber hatten sie ihre Gier nicht gestillt,
noch war die Speise in ihrem Mund,
30 δεν ειχον χωρισθη απο της επιθυμιας αυτων, ετι ητο εν τω στοματι αυτων βρωσις αυτων,
31 da erhob sich gegen sie Gottes Zorn;
er erschlug ihre Führer
und streckte die jungen Männer Israels nieder.
31 και οργη του Θεου ανεβη επ' αυτους, και εφονευσε τους μεγαλητερους εξ αυτων και τους εκλεκτους του Ισραηλ κατεβαλεν.
32 Doch sie sündigten trotz allem weiter
und vertrauten nicht seinen Wundern.
32 Εν πασι τουτοις ημαρτησαν ετι και δεν επιστευσαν εις τα θαυμασια αυτου.
33 Darum ließ er ihre Tage schwinden wie einen Hauch
und ihre Jahre voll Schrecken vergehen.
33 Δια τουτο συνετελεσεν εν ματαιοτητι τας ημερας αυτων και τα ετη αυτων εν ταραχη.
34 Wenn er dreinschlug, fragten sie nach Gott,
kehrten um und suchten ihn.
34 Οτε εθανατονεν αυτους, τοτε εξεζητουν αυτον, και επεστρεφον και απο ορθρου προσετρεχον εις τον Θεον?
35 Sie dachten daran, dass Gott ihr Fels ist,
Gott, der Höchste, ihr Erlöser.
35 και ενεθυμουντο, οτι ο Θεος ητο φρουριον αυτων και ο Θεος ο Υψιστος λυτρωτης αυτων.
36 Doch sie täuschten ihn mit falschen Worten
und ihre Zunge belog ihn.
36 Αλλ' εκολακευον αυτον δια του στοματος αυτων και δια της γλωσσης αυτων εψευδοντο προς αυτον?
37 Ihr Herz hielt nicht fest zu ihm,
sie hielten seinem Bund nicht die Treue.
37 Η δε καρδια αυτων δεν ητο ευθεια μετ' αυτου, και δεν ησαν πιστοι εις την διαθηκην αυτου.
38 Er aber vergab ihnen voll Erbarmen die Schuld
und tilgte sein Volk nicht aus. Oftmals ließ er ab von seinem Zorn
und unterdrückte seinen Groll.
38 Αυτος ομως οικτιρμων συνεχωρησε την ανομιαν αυτων και δεν ηφανισεν αυτους? αλλα πολλακις ανεστελλε τον θυμον αυτου, και δεν διηγειρεν ολην την οργην αυτου?
39 Denn er dachte daran, dass sie nichts sind als Fleisch,
nur ein Hauch, der vergeht und nicht wiederkehrt.
39 και ενεθυμηθη οτι ησαν σαρξ? ανεμος παρερχομενος και μη επιστρεφων.
40 Wie oft haben sie ihm in der Wüste getrotzt,
ihn gekränkt in der Steppe!
40 Ποσακις παρωξυναν αυτον εν τη ερημω, παρωργισαν αυτον εν τη ανυδρω,
41 Immer wieder stellten sie ihn auf die Probe,
sie reizten den heiligen Gott Israels.
41 και εστραφησαν και επειρασαν τον Θεον, και τον Αγιον του Ισραηλ παρωξυναν.
42 Sie dachten nicht mehr an seine mächtige Hand,
an den Tag, als er sie vom Unterdrücker befreite,
42 Δεν ενεθυμηθησαν την χειρα αυτου, την ημεραν καθ' ην ελυτρωσεν αυτους απο του εχθρου?
43 als er in Ägypten Zeichen tat
und Wunder im Gefilde von Zoan:
43 πως εδειξεν εν Αιγυπτω τα σημεια αυτου και τα θαυμασια αυτου εν τη πεδιαδι Τανεως?
44 Er verwandelte ihre Flüsse und Bäche in Blut;
sie konnten daraus nicht mehr trinken.
44 και μετεβαλεν εις αιμα τους ποταμους αυτων και τους ρυακας αυτων, δια να μη πιωσιν.
45 Er schickte einen Schwarm von Fliegen, der fraß sie auf,
ein Heer von Fröschen, das vertilgte sie.
45 Απεστειλεν επ' αυτους κυνομυιαν και κατεφαγεν αυτους, και βατραχους και εφανισαν αυτους.
46 Ihre Ernte überließ er den Grillen
und den Heuschrecken den Ertrag ihrer Mühen.
46 Και παρεδωκε τους καρπους αυτων εις τον βρουχον και τους κοπους αυτων εις την ακριδα.
47 Ihre Reben zerschlug er mit Hagel,
ihre Maulbeerbäume mit Körnern aus Eis.
47 Κατηφανισε δια της χαλαζης τας αμπελους αυτων και τας συκαμινους αυτων με πετρας χαλαζης?
48 Ihr Vieh überließ er der Pest
und ihre Herden den Seuchen.
48 και παρεδωκεν εις την χαλαζαν τα κτηνη αυτων και τα ποιμνια αυτων εις τους κεραυνους.
49 Er ließ die Glut seines Zorns auf sie los:
Grimm und Wut und Bedrängnis,
Boten des Unheils in Scharen.
49 Απεστειλεν επ' αυτους την εξαψιν του θυμου αυτου, την αγανακτησιν και την οργην και την θλιψιν, αποστελλων αυτα δι' αγγελων κακοποιων.
50 Er ließ seinem Zorn freien Lauf;
er bewahrte sie nicht vor dem Tod
und lieferte ihr Leben der Pest aus.
50 Ηνοιξεν οδον εις την οργην αυτου? δεν εφεισθη απο του θανατου την ψυχην αυτων, και παρεδωκεν εις θανατικον την ζωην αυτων?
51 Er schlug in Ägypten alle Erstgeburt,
in den Zelten Hams die Blüte der Jugend.
51 και επαταξε παν πρωτοτοκον εν Αιγυπτω, την απαρχην της δυναμεως αυτων εν ταις σκηναις του Χαμ?
52 Dann führte er sein Volk hinaus wie Schafe,
leitete sie wie eine Herde durch die Wüste.
52 και εσηκωσεν εκειθεν ως προβατα τον λαον αυτου και ωδηγησεν αυτους ως ποιμνιον εν τη ερημω?
53 Er führte sie sicher, sie mussten nichts fürchten,
doch ihre Feinde bedeckte das Meer.
53 και ωδηγησεν αυτους εν ασφαλεια, και δεν εδειλιασαν? τους δε εχθρους αυτων εσκεπασεν η θαλασσα.
54 Er brachte sie in sein heiliges Land,
in die Berge, die er erwarb mit mächtiger Hand.
54 Και εισηγαγεν αυτους εις το οριον της αγιοτητος αυτου, το ορος τουτο, το οποιον απεκτησεν η δεξια αυτου?
55 Er vertrieb die Völker vor ihnen,
ließ in ihren Zelten die Stämme Israels wohnen
und teilte ihnen ihr Erbteil zu.
55 και εξεδιωξεν απ' εμπροσθεν αυτων τα εθνη και διεμοιρασεν αυτα κληρονομιαν με σχοινιον, και εν ταις σκηναις αυτων κατωκισε τας φυλας του Ισραηλ.
56 Doch sie versuchten Gott und trotzten dem Höchsten;
sie hielten seine Satzungen nicht.
56 Και ομως επειρασαν και παρωξυναν τον Θεον τον υψιστον και δεν εφυλαξαν τα μαρτυρια αυτου?
57 Wie ihre Väter fielen sie treulos von ihm ab,
sie wandten sich ab wie ein Bogen, der versagt.
57 αλλ' εστραφησαν και εφερθησαν απιστως, ως οι πατερες αυτων? εστραφησαν ως τοξον στρεβλον?
58 Sie erbitterten ihn mit ihrem Kult auf den Höhen
und reizten seine Eifersucht mit ihren Götzen.
58 και παρωργισαν αυτον με τους υψηλους αυτων τοπους, και με τα γλυπτα αυτων διηγειραν αυτον εις ζηλοτυπιαν.
59 Als Gott es sah, war er voll Grimm
und sagte sich los von Israel.
59 Ηκουσεν ο Θεος και υπερωργισθη και εβδελυχθη σφοδρα τον Ισραηλ?
60 Er verwarf seine Wohnung in Schilo,
das Zelt, wo er unter den Menschen wohnte.
60 και εγκατελιπε την σκηνην του Σηλω, την σκηνην οπου κατωκησε μεταξυ των ανθρωπων?
61 Er gab seine Macht in Gefangenschaft,
seine heilige Lade fiel in die Hand des Feindes.
61 και παρεδωκεν εις αιχμαλωσιαν την δυναμιν αυτου και την δοξαν αυτου εις χειρα εχθρου?
62 Er lieferte sein Volk dem Schwert aus;
er war voll Grimm über sein Eigentum.
62 και παρεδωκεν εις ρομφαιαν τον λαον αυτου και υπερωργισθη κατα της κληρονομιας αυτου?
63 Die jungen Männer fraß das Feuer;
den jungen Mädchen sang man kein Brautlied.
63 τους νεους αυτων κατεφαγε πυρ, και αι παρθενοι αυτων δεν ενυμφευθησαν?
64 Die Priester wurden mit dem Schwert erschlagen;
die Witwen konnten die Toten nicht beweinen.
64 οι ιερεις αυτων επεσον εν μαχαιρα, και αι χηραι αυτων δεν επενθησαν.
65 Da erwachte der Herr wie aus dem Schlaf,
wie ein Held, der betäubt war vom Wein.
65 Τοτε εξηγερθη ως εξ υπνου ο Κυριος, ως ανθρωπος δυνατος, βοων απο οινου?
66 Er schlug seine Feinde zurück
und gab sie ewiger Schande preis.
66 και επαταξε τους εχθρους αυτου εις τα οπισω? ονειδος αιωνιον εθεσεν επ' αυτους.
67 Das Zelt Josefs verwarf er,
dem Stamm Efraim entzog er die Erwählung.
67 Και απερριψε την σκηνην Ιωσηφ, και την φυλην Εφραιμ δεν εξελεξεν.
68 Doch den Stamm Juda erwählte er,
den Berg Zion, den er liebt.
68 Αλλ' εξελεξε την φυλην Ιουδα, το ορος της Σιων, το οποιον ηγαπησε.
69 Dort baute er sein hoch aufragendes Heiligtum,
so fest wie die Erde,
die er für immer gegründet hat.
69 Και ωκοδομησεν ως υψηλα παλατια το αγιαστηριον αυτου, ως την γην την οποιαν εθεμελιωσεν εις τον αιωνα.
70 Und er erwählte seinen Knecht David;
er holte ihn weg von den Hürden der Schafe,
70 Και εξελεξε Δαβιδ τον δουλον αυτου και ανελαβεν αυτον εκ των ποιμνιων των προβατων?
71 von den Muttertieren nahm er ihn fort, damit er sein Volk Jakob weide
und sein Erbe Israel.
71 Εξοπισθεν των θηλαζοντων προβατων εφερεν αυτον, δια να ποιμαινη Ιακωβ τον λαον αυτου και Ισραηλ την κληρονομιαν αυτου?
72 Er sorgte als Hirt für sie mit lauterem Herzen
und führte sie mit klugen Händen.
72 Και εποιμανεν αυτους κατα την ακακιαν της καρδιας αυτου? και δια της συνεσεως των χειρων αυτου ωδηγησεν αυτους.