Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Luca 23


font
NOVA VULGATAGREEK BIBLE
1 Et surgens omnis multitudo eorum duxerunt illum ad Pi latum.1 Τοτε εσηκωθη απαν το πληθος αυτων και εφεραν αυτον προς τον Πιλατον.
2 Coeperuntautem accusare illum dicentes: “ Hunc invenimus subvertentem gentem nostram etprohibentem tributa dare Caesari et dicentem se Christum regem esse ”.2 Και ηρχισαν να κατηγορωσιν αυτον, λεγοντες? Τουτον ευρομεν διαστρεφοντα το εθνος και εμποδιζοντα το να διδωσι φορους εις τον Καισαρα, λεγοντα εαυτον οτι ειναι Χριστος βασιλευς.
3 Pilatus autem interrogavit eum dicens: “ Tu es rex Iudaeorum? ”. At illerespondens ait: “ Tu dicis ”.3 Ο δε Πιλατος ηρωτησεν αυτον, λεγων? Συ εισαι ο βασιλευς των Ιουδαιων; Ο δε αποκριθεις προς αυτον, ειπε? Συ λεγεις.
4 Ait autem Pilatus ad principes sacerdotum etturbas: “ Nihil invenio causae in hoc homine ”.4 Και ο Πιλατος ειπε προς τους αρχιερεις και τους οχλους? Ουδεν εγκλημα ευρισκω εν τω ανθρωπω τουτω.
5 At illi invalescebantdicentes: “ Commovet populum docens per universam Iudaeam et in cipiens aGalilaea usque huc! ”.5 Οι δε επεμενον λεγοντες οτι Ταραττει τον λαον, διδασκων καθ' ολην την Ιουδαιαν, αρχισας απο της Γαλιλαιας εως εδω.
6 Pilatus autem audiens interrogavit si homo Galilaeusesset;6 Ο δε Πιλατος ακουσας Γαλιλαιαν ηρωτησεν αν ο ανθρωπος ηναι Γαλιλαιος,
7 et ut cognovit quod de Herodis potestate esset, remisit eum ad Herodem,qui et ipse Hierosolymis erat illis diebus.7 και μαθων οτι ειναι εκ της επικρατειας του Ηρωδου, επεμψεν αυτον προς τον Ηρωδην, οστις ητο και αυτος εν Ιεροσολυμοις εν ταυταις ταις ημεραις.
8 Herodes autem, viso Iesu, gavisusest valde; erat enim cupiens ex multo tempore videre eum, eo quod audiret deillo et sperabat signum aliquod videre ab eo fieri.8 Ο δε Ηρωδης, ιδων τον Ιησουν, εχαρη πολυ? διοτι ηθελε προ πολλου να ιδη αυτον, επειδη ηκουε πολλα περι αυτου και ηλπιζε να ιδη τι θαυμα γινομενον υπ' αυτου.
9 Interrogabat autem illummultis sermonibus; at ipse nihil illi respondebat.9 Ηρωτα δε αυτον με λογους πολλους? πλην αυτος δεν απεκριθη προς αυτον ουδεν.
10 Stabant etiam principessacerdotum et scribae constanter accusantes eum.10 Ισταντο δε οι αρχιερεις και οι γραμματεις, κατηγορουντες αυτον εντονως.
11 Sprevit autem illum Herodescum exercitu suo et illusit indutum veste alba et remisit ad Pilatum.11 Αφου δε ο Ηρωδης μετα των στρατευματων αυτου εξουθενησεν αυτον και ενεπαιξεν, ενεδυσεν αυτον λαμπρον ιματιον και επεμψεν αυτον παλιν προς τον Πιλατον.
12 Factisunt autem amici inter se Herodes et Pilatus in ipsa die; nam antea inimicierant ad invicem.
12 Εν αυτη δε τη ημερα ο Πιλατος και ο Ηρωδης εγειναν φιλοι μετ' αλληλων? διοτι προτερον ησαν εις εχθραν προς αλληλους.
13 Pilatus autem, convocatis principibus sacerdotum et magistratibus et plebe,13 Ο δε Πιλατος, συγκαλεσας τους αρχιερεις και τους αρχοντας και τον λαον,
14 dixit ad illos: “ Obtulistis mihi hunc hominem quasi avertentem populum, etecce ego coram vobis interrogans nullam causam inveni in homine isto ex his, inquibus eum accusatis,14 ειπε προς αυτους? Εφερατε προς εμε τον ανθρωπον τουτον ως στασιαζοντα τον λαον, και ιδου, εγω ενωπιον σας ανακρινας δεν ευρον εν τω ανθρωπω τουτω ουδεν εγκλημα εξ οσων κατηγορειτε κατ' αυτου,
15 sed
neque Herodes; remisit enim illum ad nos. Et ecce nihil dignum morte actum estei.
15 αλλ' ουδε ο Ηρωδης, διοτι σας επεμψα προς αυτον? και ιδου, ουδεν αξιον θανατου ειναι πεπραγμενον υπ' αυτου.
16 Emendatum ergo illum dimittam ”.
16 Αφου λοιπον παιδευσω αυτον, θελω απολυσει.
17
17 Επρεπε δε αναγκαιως να απολυη εις αυτους ενα εν τη εορτη.
18 Exclamavit autem universaturba dicens: “ Tolle hunc et dimitte nobis Barabbam! ”,18 Παντες δε ομου ανεκραξαν, λεγοντες? Σηκωσον τουτον, απολυσον δε εις ημας τον Βαραββαν?
19 qui erat propterseditionem quandam factam in civitate et homicidium missus in carcerem.
19 οστις δια στασιν τινα γενομενην εν τη πολει και δια φονον ητο βεβλημενος εις φυλακην.
20 Iterum autem Pilatus locutus est ad illos volens dimittere Iesum,20 Παλιν λοιπον ο Πιλατος ελαλησε προς αυτους, θελων να απολυση τον Ιησουν.
21 at illisucclamabant dicentes: “ Crucifige, crucifige illum! ”.21 Οι δε εφωναζον, λεγοντες? Σταυρωσον, σταυρωσον αυτον.
22 Ille autem tertiodixit ad illos: “ Quid enim mali fecit iste? Nullam causam mortis invenio ineo; corripiam ergo illum et dimittam ”.22 Ο δε και τριτην φοραν ειπε προς αυτους? Και τι κακον επραξεν ουτος; ουδεμιαν αιτιαν θανατου ευρον εν αυτω? αφου λοιπον παιδευσω αυτον, θελω απολυσει.
23 At illi instabant vocibus magnispostulantes, ut crucifigeretur, et invalescebant voces eorum.23 Αλλ' εκεινοι επεμενον, με φωνας μεγαλας ζητουντες να σταυρωθη, και αι φωναι αυτων και των αρχιερεων υπερισχυον.
24 Et Pilatusadiudicavit fieri petitionem eorum:24 Και ο Πιλατος απεφασισε να γεινη το ζητημα αυτων,
25 dimisit autem eum, qui propter seditionemet homicidium missus fuerat in carcerem, quem petebant; Iesum vero tradiditvoluntati eorum.
25 και απελυσεν εις αυτους τον δια στασιν και φονον βεβλημενον εις την φυλακην, τον οποιον εζητουν, τον δε Ιησουν παρεδωκεν εις το θελημα αυτων.
26 Et cum abducerent eum, apprehenderunt Simonem quendam Cyrenensem venientem devilla et imposuerunt illi crucem portare post Iesum.
26 Και καθως εφεραν αυτον εξω, επιασαν Σιμωνα τινα Κυρηναιον, ερχομενον απο του αγρου, και εθεσαν επανω αυτου τον σταυρον, δια να φερη αυτον οπισθεν του Ιησου.
27 Sequebatur autem illum multa turba populi et mulierum, quae plangebant etlamentabant eum.27 Ηκολουθει δε αυτον πολυ πληθος του λαου και γυναικων, αιτινες και ωδυροντο και εθρηνουν αυτον.
28 Conversus autem ad illas Iesus dixit: “ Filiae Ierusalem,nolite flere super me, sed super vos ipsas flete et super filios vestros,28 Στραφεις δε προς αυτας ο Ιησους, ειπε? θυγατερες της Ιερουσαλημ, μη κλαιετε δι' εμε, αλλα δι' εαυτας κλαιετε και δια τα τεκνα σας.
29 quoniam ecce venient dies, in quibus dicent: “Beatae steriles et ventres, quinon genuerunt, et ubera, quae non lactaverunt!”.
29 Διοτι ιδου, ερχονται ημεραι καθ' ας θελουσιν ειπει? Μακαριαι αι στειραι και αι κοιλιαι, αιτινες δεν εγεννησαν, και οι μαστοι, οιτινες δεν εθηλασαν.
30 Tunc incipient dicere montibus: “Cadite super nos!”, et collibus: “Operitenos!”,30 Τοτε θελουσιν αρχισει να λεγωσιν εις τα ορη, Πεσετε εφ' ημας, και εις τα βουνα, Σκεπασατε ημας?
31 quia si in viridi ligno haec faciunt, in arido quid fiet? ”.
31 διοτι εαν εις το υγρον ξυλον πραττωσι ταυτα, τι θελει γεινει εις το ξηρον;
32 Ducebantur autem et alii duo nequam cum eo, ut interficerentur.
32 Εφεροντο δε και αλλοι δυο μετ' αυτου, οιτινες ησαν κακουργοι δια να θανατωθωσι.
33 Et postquam venerunt in locum, qui vocatur Calvariae, ibi crucifixerunt eumet latrones, unum a dextris et alterum a sinistris.33 Και οτε ηλθον εις τον τοπον τον ονομαζομενον Κρανιον, εκει εσταυρωσαν αυτον και τους κακουργους, τον μεν εκ δεξιων, τον δε εξ αριστερων.
34 Iesus autem dicebat: “Pater, dimitte illis, non enim sciunt quid faciunt ”.
Dividentes vero vestimenta eius miserunt sortes.
34 Ο δε Ιησους ελεγε? Πατερ, συγχωρησον αυτους? διοτι δεν εξευρουσι τι πραττουσι. Διαμεριζομενοι δε τα ιματια αυτου, εβαλον κληρον.
35 Et stabat populusexspectans. Et deridebant illum et principes dicentes: “ Alios salvos fecit;se salvum faciat, si hic est Christus Dei electus! ”.35 Και ιστατο ο λαος θεωρων. Ενεπαιζον δε και οι αρχοντες μετ' αυτων, λεγοντες? Αλλους εσωσεν, ας σωση αυτον, εαν ουτος ηναι ο Χριστος ο εκλεκτος του Θεου.
36 Illudebant autem eiet milites accedentes, acetum offerentes illi36 Ενεπαιζον δε αυτον και οι στρατιωται, πλησιαζοντες και προσφεροντες οξος εις αυτον
37 et dicentes: “ Si tu es rexIudaeorum, salvum te fac! ”.37 και λεγοντες? Εαν συ ησαι ο βασιλευς των Ιουδαιων, σωσον σεαυτον.
38 Erat autem et superscriptio super illum: “Hic est rex Iudaeorum ”.
38 Ητο δε και επιγραφη γεγραμμενη επανωθεν αυτου με γραμματα Ελληνικα και Ρωμαικα και Εβραικα? Ουτος εστιν ο Βασιλευς των Ιουδαιων.
39 Unus autem de his, qui pendebant, latronibus blasphemabat eum dicens: “Nonne tu es Christus? Salvum fac temetipsum et nos! ”.39 Εις δε των κρεμασθεντων κακουργων εβλασφημει αυτον, λεγων? Εαν συ ησαι ο Χριστος, σωσον σεαυτον και ημας.
40 Respondens autemalter increpabat illum dicens: “ Neque tu times Deum, quod in eadem damnationees?40 Αποκριθεις δε ο αλλος, επεπληττεν αυτον, λεγων? Ουδε τον Θεον δεν φοβεισαι συ, οστις εισαι εν τη αυτη καταδικη;
41 Et nos quidem iuste, nam digna factis recipimus! Hic vero nihil maligessit ”.41 και ημεις μεν δικαιως? διοτι αξια των οσα επραξαμεν απολαμβανομεν? ουτος ομως ουδεν ατοπον επραξε.
42 Et dicebat: “ Iesu, memento mei, cum veneris in regnum tuum ”.42 Και ελεγε προς τον Ιησουν? Μνησθητι μου, Κυριε, οταν ελθης εν τη βασιλεια σου.
43 Et dixit illi: “ Amen dico tibi: Hodie mecum eris in paradiso ”.
43 Και ειπε προς αυτον ο Ιησους? Αληθως σοι λεγω, σημερον θελεις εισθαι μετ' εμου εν τω παραδεισω.
44 Et erat iam fere hora sexta, et tenebrae factae sunt in universa terra usquein horam nonam,44 Ητο δε ως εκτη ωρα και εγεινε σκοτος εφ' ολην την γην εως ωρας εννατης,
45 et obscuratus est sol, et velum templi scissum est medium.45 και εσκοτισθη ο ηλιος και εσχισθη εις το μεσον το καταπετασμα του ναου?
46 Et clamans voce magna Iesus ait: “ Pater, in manus tuas commendo spiritum meum”; et haec dicens exspiravit.
46 και φωναξας με φωνην μεγαλην ο Ιησους ειπε? Πατερ, εις χειρας σου παραδιδω το πνευμα μου? και ταυτα ειπων εξεπνευσεν.
47 Videns autem centurio, quod factum fuerat, glorificavit Deum dicens: “ Verehic homo iustus erat! ”.47 Ιδων δε ο εκατονταρχος το γενομενον, εδοξασε τον Θεον, λεγων? Οντως ο ανθρωπος ουτος ητο δικαιος.
48 Et omnis turba eorum, qui simul aderant adspectaculum istud et videbant, quae fiebant, percutientes pectora suarevertebantur.
48 Και παντες οι οχλοι οι συνελθοντες εις την θεωριαν ταυτην, βλεποντες τα γενομενα, υπεστρεφον τυπτοντες τα στηθη αυτων.
49 Stabant autem omnes noti eius a longe et mulieres, quae secutae erant eum aGalilaea, haec videntes.
49 Ισταντο δε μακροθεν παντες οι γνωστοι αυτου, και αι γυναικες αιτινες συνηκολουθησαν αυτον απο της Γαλιλαιας, και εβλεπον ταυτα.
50 Et ecce vir nomine Ioseph, qui erat decurio, vir bonus et iustus50 Και ιδου, ανηρ τις Ιωσηφ το ονομα, οστις ητο βουλευτης, ανηρ αγαθος και δικαιος,
51 Hic non consenserat consilio et actibus eorum — ab Arimathaea civitate Iudaeorum, quiexspectabat regnum Dei,51 ουτος δεν ητο συμφωνος με την βουλην και την πραξιν αυτων, απο Αριμαθαιας πολεως των Ιουδαιων, οστις και αυτος περιεμενε την βασιλειαν του Θεου,
52 hic accessit ad Pilatum et petiit corpus Iesu52 ουτος ελθων προς τον Πιλατον, εζητησε το σωμα του Ιησου,
53 etdepositum involvit sindone et posuit eum in monumento exciso, in quo nondumquisquam positus fuerat.53 και καταβιβασας αυτο ετυλιξεν αυτο με σινδονα και εθεσεν αυτο εν μνημειω λελατομημενω? οπου ουδεις ετι ειχεν ενταφιασθη.
54 Et dies erat Parasceves, et sabbatum illucescebat.54 Και ητο ημερα παρασκευη, και εξημερονε σαββατον.
55 Subsecutae autem mulieres, quae cum ipso venerant de Galilaea, videruntmonumentum et quemadmodum positum erat corpus eius;55 Ηκολουθησαν δε και γυναικες, αιτινες ειχον ελθει μετ' αυτου απο της Γαλιλαιας, και ειδον το μνημειον και πως ετεθη το σωμα αυτου.
56 et revertentes paraveruntaromata et unguenta et sabbato quidem siluerunt secundum mandatum.
56 Και αφου υπεστρεψαν ητοιμασαν αρωματα και μυρα. Και το μεν σαββατον ησυχασαν κατα την εντολην.