Scrutatio

Domenica, 5 maggio 2024 - Beato Nunzio Sulprizio ( Letture di oggi)

Geremia 1


font
BIBBIA TINTORIGREEK BIBLE
1 Parole di Geremia, figlio d'Elia, uno dei sacerdoti che abitavano in Anatot, nella terra di Beniamino.1 Οι λογοι του Ιερεμιου υιου του Χελκιου, εκ των ιερεων των εν Αναθωθ εν γη Βενιαμιν?
2 Parole dette a lui dal Signore nei giorni di Giosia figlio di Ammon, re di Giuda, il tredicesimo anno del suo regno,2 προς τον οποιον εγεινε λογος Κυριου εν ταις ημεραις του Ιωσιου υιου του Αμων βασιλεως Ιουδα, κατα το δεκατον τριτον ετος της βασιλειας αυτου.
3 e nei giorni di Ioaehim, figlio di Giosia, re di Giuda, fino al termine dell'undicesimo anno di Sedecia, figlio di Giosia, re di Giuda, fino alla trasmigrazione di Gerusalemme, nel quinto mese.3 Εγεινε και εν ταις ημεραις του Ιωακειμ, υιου του Ιωσιου βασιλεως Ιουδα, μεχρι του τελους του ενδεκατου ετους του Σεδεκιου, υιου του Ιωσιου βασιλεως Ιουδα, μεχρι της αιχμαλωσιας της Ιερουσαλημ, κατα τον πεμπτον μηνα.
4 Il Signore mi indirizzò la parola e disse:4 Και λογος Κυριου εγεινε προς εμε λεγων,
5 « Avanti di formarti nel seno di tua madre ti conob­bi, avanti che tu uscissi dal seno ti santificai, e ti stabilii profeta alle nazioni ».5 Πριν σε μορφωσω εν τη κοιλια, σε εγνωρισα? και πριν εξελθης εκ της μητρας, σε ηγιασα? προφητην εις τα εθνη σε κατεστησα.
6 E io dissi: « Ah, ah, ah! Signore Dio! Io non so parlare, perchè sono un fanciullo ».6 Και εγω ειπα, Ω, Κυριε Θεε, ιδου, δεν εξευρω να λαλησω διοτι ειμαι παιδιον.
7 Il Signore mi disse: « Non dire: Sono un fanciullo, perchè tu, qualunque commissione t'affiderò, la farai, e dirai tutto quello che io t'ordinerò:7 Ο δε Κυριος ειπε προς εμε, Μη λεγε, ειμαι παιδιον? διοτι θελεις υπαγει προς παντας, προς τους οποιους θελω σε εξαποστειλει? και παντα οσα σε προσταξω, θελεις ειπει.
8 non temere davanti a loro, perchè ci son io con te a liberarti, — dice il Signore — ».8 Μη φοβηθης απο προσωπου αυτων? διοτι εγω ειμαι μετα σου δια να σε ελευθερονω, λεγει Κυριος.
9 Poi il Signore stese la sua mano e toccò la mia bocca, e mi disse il Signore: « Ecco metto le mie parole nella tua bocca,9 Και εξετεινε Κυριος την χειρα αυτου και ηγγισε το στομα μου? και ειπε Κυριος προς εμε, Ιδου, εθεσα τους λογους μου εν τω στοματι σου.
10 ecco ti stabilisco in questo giorno sopra le nazioni e sopra i regni, perchè tu sradichi e distrugga, disperda e dissipi, edifichi e pianti ».10 Ιδε, σε κατεστησα σημερον επι τα εθνη και επι τας βασιλειας, δια να εκριζονης και να κατασκαπτης και να καταστρεφης και να κατεδαφιζης, να ανοικοδομης και να καταφυτευης.
11 E il Signore mi parlò e disse: « Che vedi, Geremia? » Ed io risposi: « Io vedo una verga che veglia ».11 Λογος Κυριου εγεινεν ετι προς εμε λεγων, Τι βλεπεις συ, Ιερεμια; Και ειπα, Βλεπω βακτηριαν αμυγδαλινην.
12 E il Signore mi disse: « Tu hai visto bene, perchè io veglierò sopra la mia parola per compirla ».12 Και ειπε Κυριος προς εμε, Καλως ειδες? διοτι εγω θελω ταχυνει να εκπληρωσω τον λογον μου.
13 Poi il Signore mi parlò di nuovo e disse: « Che vedi? » Ed io risposi: « Io vedo una caldaia che bolle e che viene dalla parte del settentrione ».13 Και εγεινε λογος Κυριου προς εμε εκ δευτερου λεγων, Τι βλεπεις συ; Και ειπα, Βλεπω λεβητα αναβραζοντα? και το προσωπον αυτου ειναι προς βορραν.
14 E il Signore mi disse: « Dal settentrione i mali si diffonderanno sopra tutti gli abitanti della terra;14 Και ειπε Κυριος προς εμε, Απο βορρα θελει εκχυθη το κακον επι παντας τους κατοικους της γης.
15 perchè ecco che io convocherò tutte le famiglie dei regni del settentrione — dice il Signore — ed esse verranno, e porrà ciascuna il suo trono all'entrata delle porte di Gerusalemme, sopra tutta la cinta delle sue mura, e in tutte le città di Giuda.15 Διοτι ιδου, εγω θελω καλεσει πασας τας οικογενειας των βασιλειων του βορρα, λεγει Κυριος? και θελουσιν ελθει και θελουσι θεσει εκαστος τον θρονον αυτου εν τη εισοδω των πυλων της Ιερουσαλημ και επι παντα τα τειχη αυτης κυκλω και επι πασας τας πολεις του Ιουδα.
16 Ed io esporrò loro i miei giudizi riguardo a tutta la malizia di coloro che mi hanno abbandonato ed han fatte libazioni agli dèi stranieri, ed hanno adorato l'opera delle loro mani.16 Και θελω προφερει τας κρισεις μου εναντιον αυτων περι πασης της κακιας αυτων? διοτι με εγκατελιπον και εθυμιασαν εις θεους αλλοτριους και προσεκυνησαν τα εργα των χειρων αυτων.
17 Tu adunque cingi i tuoi fianchi, alzati e di' loro tutto quello che ti ordino io. Non ti spaventare davanti a loro, perchè io farò in modo che tu non tema la loro presenza.17 Συ λοιπον περιζωσον την οσφυν σου και σηκωθητι και ειπε προς αυτους παντα οσα εγω σε προσταξω? μη φοβηθης απο προσωπου αυτων, μηποτε ταχα σε αφησω να πεσης εις αμηχανιαν εμπροσθεν αυτων.
18 Ecco oggi io ti ho reso una città forte, una colonna di ferro, una muraglia di bronzo sopra tutta la terra, contro i re di Giuda e i suoi principi, contro i sacerdoti e il popolo del paese.18 Διοτι, ιδου, εγω σε εθεσα σημερον ως πολιν οχυραν και ως στηλην σιδηραν και ως τειχη χαλκινα εναντιον πασης της γης, εναντιον των βασιλεων του Ιουδα, εναντιον των αρχοντων αυτου, εναντιον των ιερεων αυτου και εναντιον του λαου της γης?
19 Essi ti faran guerra, ma non avranno il sopravvento, perchè 10 son con te per liberarti — dice il Signore ».19 και θελουσι σε πολεμησει αλλα δεν θελουσιν υπερισχυσει εναντιον σου? διοτι εγω ειμαι μετα σου δια να σε ελευθερονω, λεγει Κυριος.