Scrutatio

Domenica, 5 maggio 2024 - Beato Nunzio Sulprizio ( Letture di oggi)

Salmi 106


font
BIBBIA TINTORILXX
1 Celebrate il Signore, perchè figli è buono, perchè la sua misericordia dura in eterno.1 αλληλουια εξομολογεισθε τω κυριω οτι χρηστος οτι εις τον αιωνα το ελεος αυτου
2 Lo dicano i redenti dal Signore, quelli che ha liberati dal potere del nemico, ha radunati da tutti i paesi:2 ειπατωσαν οι λελυτρωμενοι υπο κυριου ους ελυτρωσατο εκ χειρος εχθρου
3 Dall'oriente e dall'occidente, dal settentrione e dal mare.3 εκ των χωρων συνηγαγεν αυτους απο ανατολων και δυσμων και βορρα και θαλασσης
4 Andavan errando pel deserto, in aride lande, senza trovar la via di una città da abitare.4 επλανηθησαν εν τη ερημω εν ανυδρω οδον πολεως κατοικητηριου ουχ ευρον
5 Affamati ed assetati, si sentivan venire meno gli spiriti.5 πεινωντες και διψωντες η ψυχη αυτων εν αυτοις εξελιπεν
6 Nella tribolazione gridarono al Signore, e li liberò dalle loro angustie.6 και εκεκραξαν προς κυριον εν τω θλιβεσθαι αυτους και εκ των αναγκων αυτων ερρυσατο αυτους
7 E li menò per la diritta via, in modo che giungessero a città da abitare.7 και ωδηγησεν αυτους εις οδον ευθειαν του πορευθηναι εις πολιν κατοικητηριου
8 Celebrino il Signore le sue misericordie o le sue maraviglie in favore dei figli degli uomini.8 εξομολογησασθωσαν τω κυριω τα ελεη αυτου και τα θαυμασια αυτου τοις υιοις των ανθρωπων
9 Perchè Egli ha ripiena a sazietà l'anima vuota, e l'anima famelica l'ha saziata di beni.9 οτι εχορτασεν ψυχην κενην και ψυχην πεινωσαν ενεπλησεν αγαθων
10 Sedevan nelle tenebre e nell'ombra di morte, prigionieri nella miseria e nelle catene;10 καθημενους εν σκοτει και σκια θανατου πεπεδημενους εν πτωχεια και σιδηρω
11 Perchè s'eran ribellati alle parole di Dio ed avevan disprezzati i consigli dell'Altissimo.11 οτι παρεπικραναν τα λογια του θεου και την βουλην του υψιστου παρωξυναν
12 E fu umiliato negli affanni il loro cuore, rimasero senza forze, e non v'era chi li aiutasse.12 και εταπεινωθη εν κοποις η καρδια αυτων ησθενησαν και ουκ ην ο βοηθων
13 Nella tribolazione gridarono al Signore, e li liberò dalle loro angustie.13 και εκεκραξαν προς κυριον εν τω θλιβεσθαι αυτους και εκ των αναγκων αυτων εσωσεν αυτους
14 Li cavò dalle tenebre e dalle ombre di morte, e ne spezzò le catene.14 και εξηγαγεν αυτους εκ σκοτους και σκιας θανατου και τους δεσμους αυτων διερρηξεν
15 Celebrino il Signore le sue misericordie e le sue maraviglie in favore dei figli degli uomini.15 εξομολογησασθωσαν τω κυριω τα ελεη αυτου και τα θαυμασια αυτου τοις υιοις των ανθρωπων
16 Spezzò le porte di bronzo, infranse le sbarre di ferro.16 οτι συνετριψεν πυλας χαλκας και μοχλους σιδηρους συνεκλασεν
17 Li sollevò dalla via delle loro iniquità: erano stati umiliati per o le loro ingiustizie.17 αντελαβετο αυτων εξ οδου ανομιας αυτων δια γαρ τας ανομιας αυτων εταπεινωθησαν
18 Ogni cibo dava toro nausea, toccavan già le soglie della morte.18 παν βρωμα εβδελυξατο η ψυχη αυτων και ηγγισαν εως των πυλων του θανατου
19 Nella tribolazione gridarono a al Signore e li liberò dalle loro angustie.19 και εκεκραξαν προς κυριον εν τω θλιβεσθαι αυτους και εκ των αναγκων αυτων εσωσεν αυτους
20 Mandò la sua Parola e li rinsanò, li scampò dalla distruzione.20 απεστειλεν τον λογον αυτου και ιασατο αυτους και ερρυσατο αυτους εκ των διαφθορων αυτων
21 Celebrino il Signore le sue misericordie e le sue maraviglie in favore dei figli degli uomini.21 εξομολογησασθωσαν τω κυριω τα ελεη αυτου και τα θαυμασια αυτου τοις υιοις των ανθρωπων
22 Offrano un sacrifizio di lode e celebrino giubilando le sue opere.22 και θυσατωσαν θυσιαν αινεσεως και εξαγγειλατωσαν τα εργα αυτου εν αγαλλιασει
23 Coloro che solcano sopra navi il mare e van trafficando sopra le vaste onde,23 οι καταβαινοντες εις την θαλασσαν εν πλοιοις ποιουντες εργασιαν εν υδασι πολλοις
24 Essi videro le opere del Signore, le sue maraviglie negli abissi.24 αυτοι ειδοσαν τα εργα κυριου και τα θαυμασια αυτου εν τω βυθω
25 Alla sua parola si levò il vento della tempesta, e ne furono sollevati i flutti del mare.25 ειπεν και εστη πνευμα καταιγιδος και υψωθη τα κυματα αυτης
26 Sai ivano fino al cielo si sprofondavano fino all'abisso; la loro anima si struggeva nel pericolo.26 αναβαινουσιν εως των ουρανων και καταβαινουσιν εως των αβυσσων η ψυχη αυτων εν κακοις ετηκετο
27 Erano sbigottiti e barcollavano come briachi, tutto il loro sapere era ridotto al niente.27 εταραχθησαν εσαλευθησαν ως ο μεθυων και πασα η σοφια αυτων κατεποθη
28 Nella tribolazione gridarono al Signore, e li liberò dalle loro angustie.28 και εκεκραξαν προς κυριον εν τω θλιβεσθαι αυτους και εκ των αναγκων αυτων εξηγαγεν αυτους
29 Mutò la tempesta in aura leggera, e i flutti del mare si tacquero:29 και επεταξεν τη καταιγιδι και εστη εις αυραν και εσιγησαν τα κυματα αυτης
30 Si rallegrarono della loro calma, ed Egli li condusse al porto da loro bramato.30 και ευφρανθησαν οτι ησυχασαν και ωδηγησεν αυτους επι λιμενα θεληματος αυτων
31 Celebrino il Signore le sue misericordie e le sue maraviglie in favore dei figli degli uomini.31 εξομολογησασθωσαν τω κυριω τα ελεη αυτου και τα θαυμασια αυτου τοις υιοις των ανθρωπων
32 Lo esaltino nell'assemblea del popolo, lo lodino nel consesso degli anziani.32 υψωσατωσαν αυτον εν εκκλησια λαου και εν καθεδρα πρεσβυτερων αινεσατωσαν αυτον
33 Egli ridusse i fiumi a deserti, le sorgenti d'acqua in arida landa;33 εθετο ποταμους εις ερημον και διεξοδους υδατων εις διψαν
34 La terra fertile in campo di sale, per la malizia di chi vi abitava.34 γην καρποφορον εις αλμην απο κακιας των κατοικουντων εν αυτη
35 Mutò i deserti in laghi, la terra arida in sorgenti d'acqua.35 εθετο ερημον εις λιμνας υδατων και γην ανυδρον εις διεξοδους υδατων
36 E vi collocò gli affamati, che vi fondarono città da abitare.36 και κατωκισεν εκει πεινωντας και συνεστησαντο πολιν κατοικεσιας
37 Seminaron campi e piantarono vigne e ne ebbero frutti copiosi.37 και εσπειραν αγρους και εφυτευσαν αμπελωνας και εποιησαν καρπον γενηματος
38 Egli li benedisse, e moltiplicarono grandemente, e non la sciò diminuire i loro bestiami.38 και ευλογησεν αυτους και επληθυνθησαν σφοδρα και τα κτηνη αυτων ουκ εσμικρυνεν
39 Sono stati ridotti a pochi, depressi dallo strazio del male e dal dolore.39 και ωλιγωθησαν και εκακωθησαν απο θλιψεως κακων και οδυνης
40 Il disprezzo era gettato sopra i capi: li aveva fatti errare per un deserto senza via.40 εξεχυθη εξουδενωσις επ' αρχοντας και επλανησεν αυτους εν αβατω και ουχ οδω
41 Ma Egli rialzò il povero dalla miseria, e ne moltiplicò le famiglie come greggi.41 και εβοηθησεν πενητι εκ πτωχειας και εθετο ως προβατα πατριας
42 Ciò vedranno i giusti e se ne rallegreranno, ed ogni iniquità chiuderà la sua bocca.42 οψονται ευθεις και ευφρανθησονται και πασα ανομια εμφραξει το στομα αυτης
43 Chi da sapiente terrà a mente queste cose e considererà le misericordie del Signore?43 τις σοφος και φυλαξει ταυτα και συνησουσιν τα ελεη του κυριου